Τι κάνουμε με τον «ελέφαντα – τη φοροδιαφυγή- στο δωμάτιο»… Του Νίκου Φιλιππίδη

289

Του Νίκου Φιλιππίδη

Μπορεί φέτος και πέρυσι να είδαμε τις εξαγωγές υπηρεσιών λόγω τουρισμού να καταρρέουν και να θεωρήσαμε ότι είναι κάτι συγκυριακό. Αλλά η αλήθεια είναι ότι συνολικά και ανεξαρτήτως Covid, οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι κακές. Οι υπηρεσίες σώζουν διαχρονικά την κατάσταση, αλλά αυτές των αγαθών συνεχίζουν να αναπτύσσονται με μικρούς ρυθμούς. Κατά μέσο όρο, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξάγουν σχεδόν το 50% του ΑΕΠ τους, αλλά η Ελλάδα εξάγει μόνο το 37%, αποτέλεσμα που θα μπορούσε να είναι κατά πολύ χειρότερο αν δεν είχε πέσει λόγω της οικονομικής κρίσης το ΑΕΠ της χώρας. Αν βάλουμε στην εξίσωση το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ με ανάλογα μικρό μέγεθος με αυτό της Ελλάδας, όπως η Ολλανδία και η Δανία εξάγουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο.

Το θέμα προφανώς συνδέεται με διαρθρωτικά προβλήματα των ελληνικών επιχειρήσεων, όπως το μικρό μέγεθος, η υπερχρέωση και η χαμηλή παραγωγικότητα. Συνδέεται όμως και με το φορολογικό. Την προηγούμενη εβδομάδα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου. Μίλησε όμως και για τις παθογένειες που μέχρι τώρα υπάρχουν, «Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο και ονομάζεται γκρίζα οικονομία», ανέφερε. Οι συνέπειες από την αδήλωτη δραστηριότητα εταιρειών πρέπει να σταματήσει, διότι εμποδίζει την ανάπτυξη, την ψηφιοποίησή τους και τις εξαγωγές. Η αναφορά του στις εξαγωγές δεν είναι τυχαία. Η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έβλεπε με καλό μάτι τις εξαγωγές. Αν τις έκανε όλο και κάποιο παραστατικό θα κόβονταν. Κάπου θα πιάνονταν η συναλλαγή και θα φορολογούνταν. Αν αντίθετα ακολουθούσαν τον εγχώριο δρόμο της «μαύρης» οικονομίας, μπορούσαν ανενόχλητες να αποφύγουν την υπέρογκη φορολόγηση. Αυτά μέχρι πέρυσι ή και πρόπερσι, που ίσχυε ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής του 29% και αυτός των μερισμάτων του 15%. Από τη χρήση του 2020, αυτοί έχουν αλλάξει. Το 29% έχει γίνει 22%, το 15% έχει γίνει 5%. θεωρητικά και το κίνητρο για φοροδιαφυγή έχει μειωθεί. Ενδεχομένως να συμφέρει ξανά να βελτιώσει ένας επιχειρηματίας τη δουλειά του, να βρει κανάλια νόμιμων πωλήσεων υψηλής αξιοπιστίας, αντί να τρώει τον χρόνο του για το πώς θα αποφύγει φόρους που έφταναν έως και το ήμισυ της αξίας των κερδών του. Ο Θ. Σκυλακάκης, το είπε με παρόμοιο τρόπο, «πρέπει να Καταλάβουν οι επιχειρήσεις ότι με τόσο χαμηλή φορολογία, δεν πρέπει να ασχολούνται με τη φοροδιαφυγή».

Η «δουλειά» σε ό,τι αφορά τη μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων φαίνεται ότι έχει γίνει, αν εξαιρέσουμε ίσως τους υπέρογκους συντελεστές ΦΠΑ που φτάνουν έως και το 24% και αποτελούν για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων από μόνοι λόγοι για φοροδιαφυγή. Για τις πολλές ωστόσο επιχειρήσεις που συμψηφίζουν τον δικό τους ΦΠΑ εξόδων με αυτόν των πελατών τους, είναι σαφές ότι οι υψηλοί συντελεστές μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Το θέμα τώρα είναι πώς μπορεί να ελεγχθεί όλο το ευνοϊκότερο σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα, καθεστώς φορολόγησης των επιχειρήσεων. Το σίγουρο είναι ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί δίνοντας παρατάσεις στην εφαρμογή μέτρων, όπως η ηλεκτρονική υποβολή αυθημερόν των εκδιδόμενων τιμολογίων προς τις Εφορίες με το σύστημα MyData, που παίρνει συνεχώς παράταση τους τελευταίους μήνες. Το σίγουρο επίσης είναι ότι έλεγχοι δεν μπορούν να γίνουν αν δεν συναινεί σε αυτό όλο αυτό που αποκαλούμε κράτος. Μπορεί να εξασθένησαν λόγω της Πανδημίας, αλλά τώρα πρέπει να επανεκκινήσουν. Με τη συνδρομή κάθε σχετικού κρατικού φορέα. Από την Αστυνομία, μέχρι τις υπηρεσίες των δήμων και των περιφερειών. Ο τζίρος μεγαλώνει τώρα απότομα. Η φορολογική ύλη θα πρέπει να ακολουθήσει. Κλείνοντας τους διαδρόμους φοροδιαφυγής, δεν βγάζεις απλά τον «ελέφαντα από το δωμάτιο», αλλά δημιουργείς μια νέα συνθήκη στην ελληνική οικονομία. Την κάνεις πιο παραγωγική, περισσότερο εξωστρεφή και στο τέλος πετυχαίνεις υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που είναι και το ζητούμενο.