Του Γιώργου Κωνσταντινίδη*
Έχω τη γνώμη ότι η οικονομική απόδοση της Τουρκίας θα επιβραδυνθεί κατά το 2021, πιθανόν και το 2022, επειδή ο πληθωρισμός και η ανεργία αυξάνονται και η οικονομία της επηρεάζεται αρνητικά από την ραγδαία υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι τόσο του ευρώ όσο και του δολαρίου. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται και το κόστος διαβίωσης βαίνει αυξανόμενο ειδικά στα μεγάλα αστικά και χρηματοοικονομικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας. Τα λαϊκά στρώματα διαπιστώνουν ότι η αγοραστική τους δύναμη συνεχώς περιορίζεται, με συνέπεια να αδυνατούν, κάποιες φορές, να προμηθευτούν ακόμη και τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους.
Τί θα ακολουθήσει μετά τον Ερντογάν;
Πιστεύω πως τα χρόνια που ακολουθούν η επόμενη τουρκική κυβέρνηση θα δώσει έμφαση στην εξωστρέφεια των τουρκικών επιχειρήσεων, επειδή η εξαγωγική δραστηριότητα αποτελεί μια λύση στα προβλήματα ρευστότητας και κερδοφορίας που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες σε ένα οικονομικά αποσταθεροποιημένο και αβέβαιο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι επίσημοι θα προωθήσουν μέτρα για την τόνωση των εξαγωγών και θα παρέχουν φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα, για να προσελκύσουν περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις. Ο κτηματομεσιτικός και ο κατασκευαστικός τομέας θα αναπτυχθούν περαιτέρω, καθώς η Κωνσταντινούπολη θεωρείται ως μία από τις κορυφαίες μητροπολιτικές πόλεις παγκοσμίως στον κλάδο της αγοραπωλησίας ιδιοκτησίας και οι αποδόσεις που επιτυγχάνονται είναι υψηλές. Επίσης μελλοντικά ο τουριστικός κλάδος θα αποτελέσει μια από τις προτεραιότητες του επόμενου Τούρκου Πρωθυπουργού. Το επίπεδο των τουρκικών τουριστικών υπηρεσιών βελτιώνεται, ενώ οι τιμές κρίνονται ανταγωνιστικές.
Αναμφίβολα οι τουρκικές αρχές επενδύουν και θα επενδύσουν στο μέλλον σημαντικά κονδύλια και στον ενεργειακό κλάδο, ο οποίος διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σημερινή, πολυπολική και παγκοσμιοποιημένη εποχή. Η ενεργειακή πολιτική της Τουρκίας είναι στρατηγικά δομημένη και αποτελεί μία από τις πτυχές της δραστήριας οικονομικής της διπλωματίας, η οποία δέχεται τις επιρροές της θεωρίας του «στρατηγικού βάθους», που αναπτύχθηκε από τον πρώην Τούρκο Υπουργό των Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου.
Βιομηχανική παραγωγή, μεταποίηση, αμυντικές βιομηχανίες και εξαγωγικές επιδόσεις συνιστούν ορισμένα από τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα για την γειτονική χώρα, στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τα οξυμένα προβλήματα που επιδεικνύει η ασθμαίνουσα οικονομία της.
*οικονομολόγος, διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου.