Το επεισόδιο ανάμεσα στην ελληνική φρεγάτα «Λήμνος» και την τουρκική φρεγάτα «Κεμάλ Ρέις» ήρθε να υπενθυμίσει πόσο εύκολα μπορούν, εάν απουσιάσει η ψυχραιμία, οι «χορογραφίες» των στόλων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο να εξελιχθούν σε «θερμό επεισόδιο» με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Και αυτό γιατί παρότι συνηθίζουμε να περιγράφουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως έναν «ακήρυκτο πόλεμο», πολλές φορές τείνουμε να υποτιμούμε μια άλλη διάσταση: αυτή μιας «ακήρυκτης διαπραγμάτευσης».
Και όμως, εδώ και αρκετές δεκαετίες ένα από τα παράδοξα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν ότι παρότι πάντα το μεγάλο ερώτημα ήταν το εάν και το πώς μιας διαπραγμάτευσης, με ή χωρίς «μεσολάβηση», εντούτοις αυτό δεν απέτρεψε ποτέ κίνδυνο μιας θερμής σύγκρουσης. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η εμπειρία και το 1987 και το 1996.
Αυτό ακριβώς είναι που ορίζει έναν από τους πολλούς λόγους που κάνουν τόσο δύσβατη αυτή τη διαπραγμάτευση και από τις δύο πλευρές.
Το τοπίο που αλλάζει γύρω από τις ελληνοτουρκικές διαφορές
Συχνά αντιμετωπίζουμε τις ελληνοτουρκικές διαφορές υπό ένα μονοσήμαντο πλαίσιο. Σύμφωνα με αυτό, η Τουρκία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σταδιακά ανέπτυξε ένα σύνολο «αναθεωρητικών» απόψεων ως προς τις ισορροπίες που αποτύπωναν οι προπολεμικές συμφωνίες με την Ελλάδα, κίνηση που σε συνδυασμό με τις παράλληλες εξελίξεις στο Κυπριακό, διαμόρφωσαν το πεδίο μιας διαρκούς έντασης.
Όση αλήθεια και εάν υπάρχει σε αυτή τη διαπίστωση, δεν παύει να υποτιμά ότι στο μεταξύ και το διεθνές πλαίσιο άλλαξε αλλά και ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ήταν άλλο το πεδίο εντός του Ψυχρού Πολέμου με τις δύο χώρες να είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά και με την ΕΣΣΔ να έχει παρουσία στην περιοχή, άλλο το τοπίο της περιόδου μετά τη διάλυση του «Συμφώνου της Βαρσοβίας».
Άλλη η συνθήκη όταν για την Τουρκία (αλλά και την ΕΕ) ήταν ενεργή η ευρωπαϊκή προοπτική (την οποία είχε εξασφαλίσει προ πολλού η Ελλάδα) και άλλη η τωρινή κατάσταση με την Τουρκία να διεκδικεί ρόλο περιφερειακής δύναμης, την ώρα που η Ελλάδα ακόμη προσπαθεί να ανακάμψει μετά την εμπειρία των μνημονίων (και μιας περιόδου όπου η απώλεια οικονομικής ισχύος συνδυάστηκε σε ορισμένες πλευρές και με μια συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας).
Όλα αυτά σημαίνουν νέα δεδομένα και παραμέτρους κάθε φορά.
Η ιδιαίτερη ποιότητα της τουρκικής κίνησης
Την ίδια στιγμή αλλάζει και ο χαρακτήρας της τουρκικής στρατηγικής. Δεν είμαστε πια ούτε σε μια εποχή όπου υπήρχε ένας ιδιότυπος διαγκωνισμός με την Ελλάδα για το ποια χώρα είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της Δύσης. Ούτε, όμως, και παίζει τον ίδιο ρόλο στην τουρκική στρατηγική η προοπτική της ένταξης στην ΕΕ, καθώς ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 αυτή η προοπτική έχει ακυρωθεί, με πρωτοβουλία των χωρών του «ευρωπαϊκού πυρήνα», ανεξαρτήτως της τυπικής συνέχισης των «ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Αντίθετα, τώρα έχουμε μια Τουρκία που δεν περιορίζεται στα ελληνοτουρκικά και τις σχέσεις με τη Δύση, αλλά διεκδικεί, εδώ και χρόνια, έναν ευρύτερο ρόλο στην περιοχή. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτή τη στιγμή έχει ενεργή παρουσία στις δύο μεγάλες ανοιχτές συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή, έχοντας στρατιωτική παρουσία στη Συρία και βέβαια με την εμπλοκή της στον λιβυκό εμφύλιο.
Ούτε είναι τυχαίο ότι διεκδικεί έναν ηγετικό ρόλο σε έναν ευρύτερο μουσουλμανικό χώρο, μέσα από τη συμμαχία με το Κατάρ, την εκπροσώπηση της πολιτικής ατζέντας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και την υποστήριξη των Παλαιστινίων, παρότι ιστορικά ο αραβικός εθνικισμός συγκροτήθηκε και απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όλα αυτά διαμορφώνουν και μια ανάλογη αίσθηση ως προς το «τι δικαιούται η Τουρκία», μια πιο διευρυμένη αντίληψη των «αυτονόητων δικαιωμάτων» αλλά και μια μεγαλύτερη ετοιμότητα για «τετελεσμένα» ως τρόπο διεκδίκησης.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Τουρκία απλώς προσπαθεί να «κατοχυρώσει» παρουσία; Όχι, η τουρκική πλευρά γνωρίζει ότι ορισμένα ζητήματα όπως είναι η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων απαιτούν διαπραγμάτευση και συμφωνίες.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς αντιμετωπίζει αυτή τη διαπραγμάτευση. Δηλαδή, ο τρόπος που θεωρεί ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ούτε «κόκκινες γραμμές», ούτε όροι, ούτε όρια στη διαπραγμάτευση. Και βέβαια έχουμε πάντα και το ενδεχόμενο της έντονης αντίδρασης, εάν αισθανθεί ότι αλλάζουν τα συμφωνηθέντα σε βάρος της.
Για παράδειγμα, για αρκετό καιρό δεν είχε μεγάλο πρόβλημα με τις αναγγελίες για δικαιώματα εξορύξεων στην ΑΟΖ τα Κυπριακής Δημοκρατίας, προσβλέποντας σε κάποιου είδους διαδικασία λύσης που θα έδινε τα κοιτάσματα και στις δύο κοινότητες. Ήταν ακριβώς η αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά που πυροδότησε και τον τρέχοντα κύκλο επιθετικώνκινήσεων.
Το πρόβλημα των διαφορετικών διαιτητών
Τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα και από τον τρόπο που εμπλέκονται στην όλη δυνητική διαπραγμάτευση και διαφορετικοί «διαιτητές», κάτι που έχει φανεί έντονα το τελευταίο διάστημα.
Ειδικά σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτό έχει αποτυπωθεί στην ταυτόχρονη διεκδίκηση του ρόλου διαιτητή και από την Γερμανία και από τις ΗΠΑ. Ήταν η παρέμβαση της Γερμανίας που οδήγησε στο αμέσως προηγούμενο «μορατόριουμ», όταν η Τουρκιά ανακοίνωσε μάλιστα ότι σταματά τις έρευνες για να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση. Και ήταν, όπως φαίνεται, η αμερικανική παρέμβαση προς την Αίγυπτο για να μπορέσει να υπάρξει μια έστω και συμβολική «ισοπαλία» ως προς τις οριοθετήσεις ΑΟΖ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, μέσα από την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, που με τη σειρά της αναγνώσθηκε ως «μονομερής κίνηση» από την Τουρκία πυροδοτώντας την εκ νέου εκκίνηση σεισμικών ερευνών.
Όλα αυτά γίνονται ακόμη περίπλοκα όταν πέραν από τις διαφορετικές κατά συγκυρία προτεραιότητες των διαφόρων διαιτητών (π.χ. η Γερμανία διεκδικεί εσχάτως ένα ρόλο αναβαθμισμένης παρουσίας στην επίλυση διαφορών, κάτι που φάνηκε και στην ενασχόληση με τη λιβυκή κρίση, την ώρα που οι ΗΠΑ χειρίζονται όλο το φάσμα των συμμαχιών τους στην περιοχή) έχουμε και διαφορετικά επίπεδα παρέμβασης κάθε επίδοξου διαιτητή. Για παράδειγμα, θα ήταν λάθος να πούμε ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν τη ρήξη με την Τουρκία, ακόμη και εάν έχουν να χειριστούν την αντιπαράθεση της Τουρκίας με χώρες που είναι στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Αίγυπτος ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Τα όρια των «τριμερών»
Μια άλλη παράμετρος που κάνει δύσκολη τη διαπραγμάτευση είναι τα όρια των ελληνικών αποπειρών για την οικοδόμηση συμμαχιών στην περιοχή.
Με την εξαίρεση της μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο (που και αυτή δεν ήταν τυχαίο ότι δεν επεκτάθηκε προς περιοχές όπου οι αμφισβητήσεις είναι πιο έντονες), μέχρι τώρα δεν έχει φανεί να αποτελούν παράγοντα που αλλάζει σημαντικά το συσχετισμό.
Για παράδειγμα η αναβάθμιση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων τα τελευταία χρόνια (που αποτελεί και στοιχείο συνέχειας της εξωτερικής πολιτικής) μπορεί να οδήγησε σε μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία, δεν έδειξε να έχει αποτελέσματα ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε αυτό συνετέλεσε και το ότι η ισραηλινή εξωτερική πολιτική δεν έχει εγκαταλείψει το στόχο της επαναπροσέγγισης με την Τουρκία στο πλαίσιο της στρατηγικής απομόνωσης του Ιράν. Ακόμη και η συμφωνία ανάμεσα στο Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που όντως αλλάζει δεδομένα στην περιοχή, καθώς αποτελεί, πέραν όλων των άλλων και αντίβαρο στη συνεργασία της Τουρκίας με το Κατάρ, όμως εάν η Τουρκία δεχόταν να γίνει τμήμα ενός «αντι-ιρανικού άξονα» τότε τα δεδομένα θα ήταν πολύ διαφορετικά και για την ισραηλινή εξωτερική πολιτική.
Η δυσκολία του «εσωτερικού μετώπου»
Σε όλα αυτά προστίθεται και μία παράμετρος ακόμη. Αυτή που αφορά το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Οποιαδήποτε διαπραγμάτευση από την ελληνική πλευρά σημαίνει προφανώς και «παραχωρήσεις» από τους διαφόρους τρόπους με τους οποίους ορίζεται η «εθνική γραμμή» τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι την ίδια στιγμή που επίσημη γραμμή παραμένει το «για την υφαλοκρηπίδα ας προσφύγουμε στη Χάγη», συμπεριφερόμαστε (μέχρι του σημείου της κινητοποίησης των ενόπλων δυνάμεων) ως εάν να υπάρχει οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα και εύκολα οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι προφανώς και μια τελική διευθέτηση θα απέχει αρκετά από αυτό που συνήθως αποτυπώνουν οι χάρτες της ελληνικής εκδοχής «γαλάζιας πατρίδας» χαρακτηρίζονται ως «μειοδοτικές».
Αυτό σημαίνει ένα υπαρκτό ενδεχόμενο πολιτικού κόστους για οποιαδήποτε κυβέρνηση προχωρήσει σε πραγματική διαπραγμάτευση και οριοθέτηση μέσω αυτής των ορίων της ΑΟΖ, ιδίως όταν παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, στην πραγματικότητα η διαδικασία θα περιλάβει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και αποσαφήνιση του καθεστώτος και ως προς το Αιγαίο, όπου η απαλλαγή π.χ. από την έννοια των γκρίζων ζωνών θα συνδυαζόταν ενδεχόμενα με την απεμπόληση των 12 νμ ως προς τα χωρικά ύδατα.
Πώς ξεκινά μια διαπραγμάτευση;
Σε όλα αυτά προστίθεται και μια δυσκολία ακόμη, ίσως η πιο βασική. Η τρέχουσα συνθήκη ευνοεί μια διαπραγμάτευση; Από τη μια θα υποστήριζε κανείς ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια γεωπολιτικών εντάσεων, αντιμέτωπη με μια βαθιά οικονομική κρίση αλλά και όλες τις δυσκολίες της μεταμνημονιακής ανασυγκρότησης και άρα μια διαπραγμάτευση που θα αποφόρτιζε εντάσεις θα ήταν μια επιλογή.
Από την άλλη, είναι σαφές ότι η Τουρκία αισθάνεται ότι είναι σε τροχιά απόκτησης ολοένα και πιο σημαντικού ρόλου, ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία ενός εντονότερου εθνικισμού στο εσωτερικό της. Την ίδια ώρα δεν έχει υποστεί – ακόμη – κάποιο κόστος από την εμπλοκή της σε συγκρούσεις εκτός συνόρων ή από την όξυνση σε βάρος των Κούρδων (το Κουρδικό παραμένει η πραγματική ανοιχτή πληγή της Τουρκίας). Αυτό κάνει τη διαπραγμάτευση εκ των πραγμάτων πιο άνιση (όπως πιο άνισος είναι και ο πραγματικός συσχετισμός ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία) και θα δικαιολογούσε ίσως λογικές αναμονής, έστω και εάν σε καιρούς μεταβατικούς η αναβλητικότητα συχνά μπορεί να αποβεί προβληματική, κάτι που με τη σειρά του επαναφέρει την αναγκαιότητα να υπάρξει μια πραγματική συζήτηση και στην Ελλάδα ως προς τα πραγματικά ενδεχόμενα αυτής της διαπραγμάτευσης.
Πηγή : in.gr