Το αφήγημα της υπεραπόδοσης και η «γνωστική ασυμφωνία» μάκρο- και μίκρο-οικονομίας… Του Ηλία Καραβόλια

18

Του Ηλία Καραβόλια

«Δεν μετράνε όλα όσα μπορούν να μετρηθούν ούτε μπορούν να μετρηθούν όλα όσα μετράνε»
(Αλβέρτος Αϊνστάιν)

Τα δημόσια οικονομικά όταν ανακοινώνονται εμπεριέχουν εκτός από αλήθειες, πλάνες και μπόλικη πιθανολογική θεωρία με «στατιστική προβολή».

Πίσω από τα μακρομεγέθη όμως «δουλεύουν» δομικές κατασκευές της μικροοικονομίας, ανάλογα με την εποχή και την συγκυρία.

Κάνω τον πιο πάνω πρόλογο διότι η περίφημη υπεραπόδοση της οικονομίας με πλεόνασμα 11 δις έγινε ήδη «εθνικό αφήγημα» από τους κυβερνητικούς.

Δεν διαφωνεί κανείς ότι αυτή είναι μια θετική εξέλιξη για την μεσοπρόθεσμη πορεία της χώρας, αλλά σίγουρα δεν είναι αποτύπωμα βιώσιμης ανάπτυξης και ισοκατανομής του παραγόμενου πλούτου.

Η οικονομική πραγματικότητα μιας υπερχρεωμένης χώρας έντονων ανισοτήτων και χρυσόσκονης λόγω υπερκατανάλωσης, δεν είναι πάντα οι «αριθμοί» αλλά η οργανική τους σύνθεση ως σωρευτικά μεγέθη.

Η «υπεραπόδοση της οικονομίας» λοιπόν στηρίζεται πάνω από 50% σε περικοπές στο σκέλος των δαπανών και λιγότερο στην υπέρβαση του στόχου στο σκέλος των εσόδων.

Όπως διαβάζουμε σε κείμενο του Πάνου Κοσμά στην efsyn της 16/4 «οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες σε σχέση με τον στόχο ήταν 2.130 εκατ. ευρώ, ενώ η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων έναντι του στόχου 1.830 εκατ. ευρώ».

Αλλά πέραν της αναλογικής αυτής ποσόστωσης το «αφήγημα» υιοθετείται σε μια εποχή υπερφορολόγησης, πληθωρισμού, ακρίβειας και περικοπής δημοσίων «επενδύσεων».

Και εδώ είναι που ο χρηματοοικονομικός εγγραματισμός των μαζών θα μπορούσε κάπως να καλύψει ένα σύνηθες γνωστικό σφάλμα : άλλο οι δημόσιες «δαπάνες» και άλλο οι δημόσιες «επενδύσεις».

Επιτέλους να τα ξεχωρίσουμε μήπως και μάθουμε κάποτε τι «κόβει» το κράτος από οργανικά έξοδα και τι «δεν πληρώνει» από κεφαλαιακές υποχρεώσεις και παραγωγικές επενδύσεις υποδομών.

Τα δε στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού όχι μόνο δεν επιβεβαιώνουν το διθυραμβικό αφήγημα, αλλά το καταρρίπτουν σε μεγάλο βαθμό.

Πάντα με βάση το ίδιο ακριβές ρεπορτάζ διαβάζουμε ότι «σε ένα τρίμηνο, το υπερ-πλεόνασμα ανήλθε σε 3.877 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου 616 εκατ. ευρώ, δηλαδή στο 1,6% αλλά όχι του ΑΕΠ τριμήνου ( ! ) αλλά του ετήσιου ΑΕΠ !
Και συνεχίζει : «η ανακοίνωση του υπουργείου προσπαθεί να θολώσει τα νερά για το θηριώδες εύρος του υπερ-πλεονάσματος και προβάλλει διάφορες διευκρινίσεις για ποσά φόρων που εισπράχθηκαν στο πρώτο τρίμηνο ενώ δημοσιονομικά ανήκουν στο 2024 και για ετεροχρονισμένες δαπάνες!»

Κατανοείτε το νοητικό άλμα που στηρίζεται σε χρονολογικό lapsus : οι στόχοι του προϋπολογισμού για κάθε μήνα( άρα και για το πρώτο τρίμηνο) έχουν ήδη προϋπολογίσει όλα αυτά, αφού κάθε χρόνο ο προϋπολογισμός της χώρας ψηφίζεται στα τέλη Δεκεμβρίου ! Σε γνώση φυσικά του κυβερνητικού επιτελείου, αυτά τα ετεροχρονισμένα έσοδα και δαπάνες πολύ απλά βολεύει να αποσιωπώνται στη ώρα τους !

Είπαμε : η ξύλινη γλώσσα των δημοσιονομικών έχουν κάτι από μονοσήμαντα «narrative economics»( αφηγηματικά οικονομικά) και δεν αποκρυπτογραφούν ακριβώς «ποιοτικές» συμπεριφορές μεγεθών, αλλά πολύ εύκολα μπορούν στο μυαλό ενός αδαούς περί την μακροοικονομία, να συνδέονται με την καθημερινότητα των οικονομικών συναλλαγών που διαμορφώνουν μια «επιφανειακή αποτελεσματικότητα» με τα μέτρα πχ κατά της φοροδιαφυγής (pos,myData, κτλ)
Με απλά λόγια : όταν το δημόσιο μαζεύει περισσότερα λεφτά από αυτά που στοχεύει, τότε είναι σίγουρο ότι ένα σύνολο παραμέτρων (πληθωρισμός, περικοπές δαπανών, ανεκτέλεστες επενδύσεις ) ευθυγραμμίζονται και δημιουργούν το αποτέλεσμα.

Ένα «αυξημένο ΑΕΠ» που γεννά επιπλέον δημόσια έσοδα, παραγωγικές θέσεις εργασίας και κέρδη στην οικονομία, θα έπρεπε να εμπεριέχει πολλά αλλά «ποιοτικά» στοιχεία εντός του.

Στοιχεία που πρέπει να συμπεριληφθούν στην τελική δημοσιονομική εξίσωση και στο οικονομικό κύκλωμα ώστε να το καταστήσουν βιώσιμο και ικανό να διαχέει πλούτο και αυξημένο διαθέσιμο εισόδημα σε όλους.

Απέχει πολύ – ειδικά στη μεταμνημονιακή υπερχρεωμένη Ελλάδα της διεύρυνσης των ανισοτήτων – η βιώσιμη ανάπτυξη από τα δημοσιονομικά «λογιστικά αποτυπώματα».

Και αυτό γιατί απέχει αρκετά( σε όρους γνωστικής ασυμφωνίας) η μακροοικονομική από την μικροοικονομική πραγματικότητα…