Του Matthew Bey
Οι αμερικανικές αγορές «έφαγαν ξύλο» το τελευταίο διάστημα καθώς ο Αμερικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ύφεσης φέτος, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για την βλαπτική οικονομική επίπτωση των δασμολογικών και εμπορικών το πολιτικών.
Μέσα σε λιγότερο από δυο μήνες από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Τραμπ έχει κάνει τους εμπορικούς πολέμους της πρώτης θητείας του, που είχαν βάλει στο στόχαστρο εμπόριο αξίας περίπου 500 δισ. δολαρίων, να μοιάζουν μικροί, αφού έχει επιβάλλει -ή υιοθετήσει για σύντομο χρονικό διάστημα- δασμούς που αφορούν εισαγωγές στις ΗΠΑ περίπου 1,5 τρισ. δολαρίων, ενώ τις επόμενες εβδομάδες αναμένονται και άλλοι δασμοί.
Ενώ ο Τραμπ έχει καθυστερήσει δυο φορές ή έχει περιορίσει το εύρος των δασμών 25% στο Μεξικό και τον Καναδά, οι καθυστερήσεις ήταν προσωρινές και το μόνο που έκαναν ήταν να αυξήσουν την αβεβαιότητα για την αμερικανική οικονομία, κάτι που απεχθάνονται οι έμποροι και οι επιχειρήσεις.
Για να το θέσουμε ήπια, η 2η Απριλίου μπορεί να είναι μια από τις σημαντικότερες μέρες του χρόνου, καθώς τότε είναι που αναμένεται να κορυφωθούν οι απειλές του Τραμπ για δασμούς. Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, η 2α Απριλίου έχει οριστεί ως αυτή που λήγει η παράταση των τεσσάρων εβδομάδων στην επιβολή δασμών σε μεξικανικά και καναδικά προϊόντα που συμμορφώνονται με την Συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικό-Καναδά (USMCA).
Εκείνη την ημερομηνία αναμένεται επίσης η επανεξέταση των αμοιβαίων δασμών (που ο Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει για να απειλήσει με επιβολή μεγάλων δασμών σε Καναδά, Ευρωπαϊκή Ένωση και Μεξικό) και πιθανόν θα αρχίσουν οι έρευνες και επανεξετάσεις αναφορικά με ένα εύρος δασμών που στοχεύουν σε συγκεκριμένους τομείς (συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου, των αυτοκινήτων, των φαρμακευτικών προϊόντων, των γεωργικών προϊόντων και των προϊόντων ημιαγωγών).
Την προηγούμενη ημέρα, την 1η Απριλίου, ο Λευκός Οίκος θα επανεκκινήσει επίσης την επανεξέταση δασμών στην Κίνα. Επιπλέον, Αμερικάνοι αξιωματούχοι έχουν πει πως κάθε ένας από αυτούς τους δασμούς θα προστίθεται πάνω στον προηγούμενο. Αν η κυβέρνηση Τραμπ υλοποιήσει όλες αυτές τις δασμολογικές απειλές, οι μέσοι δασμολογικοί συντελεστές των ΗΠΑ θα προσεγγίσουν επίπεδα που έχουν να παρατηρηθούν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τουλάχιστον.
Ενώ ορισμένοι από αυτούς τους δασμούς μπορεί να αποτραπούν ή να καθυστερήσουν, οι απειλές του Τραμπ, σε συνδυασμό με το τραύμα που έχει προκαλέσει η εφαρμογή ή αναστολή δασμών κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων μηνών από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, εγείρουν το ερώτημα: ποιο είναι το εμπορικό δόγμα του Τραμπ στη δεύτερη θητεία του και τι είναι αυτό -εάν υπάρχει- που θα το περιορίσει;
Τα πρώτα μαθήματα από τη δεύτερη θητεία Τραμπ
Ήδη υπάρχουν τέσσερα βασικά μαθήματα από τον τρόπο που εξελίχθηκε η εμπορική πολιτική του Τραμπ κατά τις πρώτες ημέρες της δεύτερης διακυβέρνησής του σε σύγκριση με την πρώτη του διακυβέρνηση.
Πρώτον, ο Τραμπ φαίνεται πως εξακολουθεί να ανησυχεί για την επίπτωση της εμπορικής πολιτικής στις επιδόσεις των χρηματιστηρίων, όπως συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας. Όταν ο Τραμπ είπε σε δημοσιογράφους στη συνέντευξη Τύπου της 3ης Μαρτίου πως θα προχωρήσει με δασμούς 25% στο Μεξικό και στον Καναδά την επομένη, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου φέρεται να παρακολούθησαν στενά την σχεδόν άμεση αρνητική αντίδραση της αγοράς.
Η απόφαση του Τραμπ να περιστείλει τους δασμούς τις επόμενες 72 ώρες χωρίς κάποια συμφωνία με τον Καναδά ή το Μεξικό υποδηλώνει πως, όπως και στην πρώτη του θητεία, οι επιπτώσεις στο χρηματιστήριο θα μπορούσαν τελικά να πείσουν τον Τραμπ να αντιστρέψει την πορεία του στους δασμούς.
Αλλά, ενώ αυτό σημαίνει πως μπορεί ακόμα να υπάρξει κάποιος έλεγχος στα δασμολόγια του Τραμπ, άλλες πληροφορίες που συλλέχθηκαν τους περασμένους δυο μήνες παραπέμπουν σε μια όλο και πιο επιθετική εμπορική πολιτική.
Πράγματι, το δεύτερο μάθημα είναι πως ο Τραμπ πλέον ανέχεται πολύ περισσότερο το ρίσκο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Τραμπ συνήθως κινούνταν διαδοχικά και αργά στο θέμα των δασμολογικών απειλών, προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τον αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία, και οι απειλές του επίσης επικεντρώνονταν πρωτίστως στην Κίνα.
Αυτή η επιφυλακτικότητα είχε νόημα εκείνη την περίοδο, καθώς ο Τραμπ επεδίωκε επανεκλογή το 2020 και δεν είχε απόλυτα ενωμένο πίσω του το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Αντιθέτως, στη δεύτερη θητεία του, ο Τραμπ ακολουθεί μια πιο σκόρπια προσέγγιση, απειλώντας με σαρωτικούς δασμούς όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Έχει αρχίσει ακόμα και να προειδοποιεί σε δημόσιες ομιλίες του πως είναι απαραίτητο να υπάρξει κάποιος οικονομικός πόνος προκειμένου να πετύχει τους εμπορικούς του στόχους.
Επιπλέον, ο Τραμπ έχει απειλήσει να κλιμακώσει στην περίπτωση οποιονδήποτε δασμών επιβάλλουν άλλες χώρες σε αμερικανικά προϊόντα ως αντίποινα, όπως δείχνει η απειλή του να επιβάλλει δασμούς 200% στο ευρωπαϊκό κρασί και να διπλασιάσει τους δασμούς στο καναδικό αλουμίνιο και τον χάλυβα όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς προέβησαν σε αντίποινα στους αρχικούς δασμούς των ΗΠΑ στον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Αυτή η μεγαλύτερη διάθεση για ρίσκο αντανακλά τόσο την επιρροή του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, όσο και το γεγονός πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί τόσο για τις οικονομικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της θητείας του επειδή δεν έχει δικαίωμα να θέσει ξανά υποψηφιότητα για επανεκλογή.
Το τρίτο μάθημα είναι πως ο Τραμπ φαίνεται τώρα να ανησυχεί πολύ λιγότερο για το ενδεχόμενο να διαταράξει τις σχέσεις με μακροχρόνιους συμμάχους των ΗΠΑ. Η απόφασή του να κινηθεί επιθετικά με τους δασμούς στον Καναδά –αναμφισβήτητα τον σημαντικότερο σύμμαχο και οικονομικό εταίρο των ΗΠΑ- δήθεν για την φαιντανύλη και τις μεταναστευτικές ροές θα πρέπει να αποτελεί προειδοποίηση πως ο Τραμπ είναι πρόθυμος να προχωρήσει την εμπορική του πολιτική ανεξάρτητα από τον αντίκτυπο που θα έχει σε βασικούς συμμάχους της Ουάσινγκτον.
Στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ σπανίως εφάρμοσε δασμούς σε συμμάχους των ΗΠΑ και αντ’ αυτού επικεντρώθηκε περισσότερο στο να βάλει στο στόχαστρο τον ξεκάθαρο οικονομικό αντίπαλο των ΗΠΑ, την Κίνα. Τώρα, σύμμαχοι όπως η Αυστραλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ήδη βρεθεί στο στόχαστρο, ενώ άλλοι όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα ανησυχούν πως θα είναι οι επόμενοι.
Το τέταρτο και τελευταίο μάθημα είναι πως η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται τώρα πιο ενωμένη στο ζήτημα της εμπορικής πολιτικής. Στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, αξιωματούχοι που συμμερίζονταν τις πιο προστατευτικές απόψεις του Τραμπ –συμπεριλαμβανομένου του υπουργού εμπορίου των ΗΠΑ Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ και του συμβούλου εμπορικής πολιτικής Πήτερ Ναβάρο– ήταν λιγότεροι από τους υπέρμαχους του ελεύθερου εμπορίου όπως ο υπουργός Οικονομικών Στήβεν Μνούτσιν, ο επικεφαλής σύμβουλος Οικονομικών Γκάρι Κον και ακόμα και ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις, που προσπάθησαν να αντιδράσουν στη δασμολογική πολιτική του Τραμπ.
Αυτό δεν ισχύει στη δεύτερη θητεία του Τραμπ, καθώς στον Ναβάρο, τον μόνο που παρέμεινε από αυτήν τη λίστα, ήρθαν να προστεθούν ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ και ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, που έχουν υποστηρίξει τις δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ και μάλιστα δημοσίως, με τον Λάτνικ να εμφανίζεται τακτικά σε εθνικές ειδησεογραφικές εκπομπές υποστηρίζοντας τα σχέδια του προέδρου.
Το αναδυόμενο δόγμα της κυβέρνησης Τραμπ
Ο πρωταρχικός στόχος της δασμολογικής στρατηγικής του Τραμπ είναι να προστατεύσει τον αμερικανικό μεταποιητικό τομέα από τον διεθνή ανταγωνισμό, να επεκτείνει σημαντικά τον τομέα και τελικά να καταστήσει τις ΗΠΑ έναν μεγάλο εξαγωγέα μεταποιημένων προϊόντων.
Οι οικονομικές πολιτικές του Τραμπ που δεν σχετίζονται με το εμπόριο -όπως η απορρύθμιση, η μείωση του ενεργειακού κόστους και η μείωση των φόρων στις μεγάλες εταιρείες- επίσης φαίνεται να εξυπηρετούν αυτόν τον στόχο. Από την άποψη του Τραμπ, η επαναφορά της μεταποίησης θα αναζωογονήσει την απασχόληση στις ΗΠΑ στον μεταποιητικό τομέα, η οποία μειώθηκε στα 30 χρόνια από τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, από περίπου 17,2 εκατ. εργαζόμενους το 1995 σε περίπου 12,7 εκατ. εργαζόμενους σήμερα.
Εκτός από την αύξηση των πραγματικών μισθών για τους λιγότερο μορφωμένους εργαζόμενους, ο Τραμπ πιστεύει πως η επαναφορά της μεταποίησης στις ΗΠΑ θα ενισχύσει επίσης ευρύτερα την αμερικανική βιομηχανική βάση για να αντιμετωπίσει ζητήματα εθνικής ασφάλειας –ένας στόχος που συμβαδίζει με τον αυξανόμενο στρατηγικό ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα, που ο Τραμπ θεωρεί μια βιομηχανική εξαγωγική δύναμη. Υπάρχουν οπωσδήποτε εσωτερικές ασυνέπειες στη στρατηγική του Τραμπ για επίτευξη αυτών των στόχων· άλλωστε, οι υψηλοί δασμοί σε εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά αυξάνουν τελικά το εγχώριο κόστος παραγωγής. Ωστόσο, ο στόχος του είναι σαφής.
Οι δασμοί είναι η τακτική που προτιμά ο Τραμπ για να ενισχύσει την αμερικανική μεταποίηση και το διμερές εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ με άλλες χώρες είναι το μέτρο που προτιμά για να καθορίζει αν η Ουάσινγκτον «κερδίζει» σε αυτή την εμπορική σχέση.
Επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς, καθώς και άλλα μη δασμολογικά εμπόδια, ο Τραμπ επανακαθορίζει την ανάλυση κόστους-οφέλους για τους επενδυτές και τις αμερικανικές εταιρείες, ελπίζοντας πως θα δώσει κίνητρο για επενδύσεις στις ΗΠΑ και για προμήθειες από τις ΗΠΑ αντί άλλων χωρών.
Αν και ο Τραμπ χρησιμοποίησε αυτή την τακτική κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας κατά της Κίνας, δεν το τράβηξε τόσο όσο στη δεύτερη θητεία του, δεδομένων των πρόσφατων απειλών του να επιβάλλει δασμούς 25% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απροσδιόριστους δασμούς σε μια σειρά τομέων (τσιπ, γεωργικά προϊόντα, οχήματα, κλπ) μαζί με την κίνησή του να επιβάλλει δασμούς τόσο στο Μεξικό όσο και στον Καναδά.
Αυτό δείχνει πως στη δεύτερη θητεία του, το εμπορικό δόγμα του Τραμπ είναι πολύ πιο επικεντρωμένο στη χρήση των δασμών ως εργαλείου κατά χωρών πέραν της Κίνας που παράγουν και πωλούν προϊόντα στην αμερικανική αγορά. Και φαίνεται πως ο Τραμπ θα κρίνει πρωτίστως την επιτυχία της εμπορικής του πολιτικής από την επίπτωσή της στα εμπορικά ελλείμματα και τις συνολικές επενδύσεις στις ΗΠΑ.
Ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του βλέπουν επίσης του δασμούς ως δυνητικό τρόπο δημιουργίας κρατικών εσόδων για να αντισταθμιστούν η επέκταση φοροελαφρύνσεων ή οι νέες φοροελαφρύνσεις, που θα έδιναν περαιτέρω κίνητρο για επενδύσεις στις ΗΠΑ. Ωστόσο, από πρακτικής απόψεως, τα έσοδα που δημιουργούνται από δασμούς δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους φόρους εισοδήματος ή να καλύψουν πλήρως τα σχέδια για περικοπές φόρων.
Από νομικής απόψεως, η τρέχουσα στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ φαίνεται να «τεντώνει» τη νομική ερμηνεία των εμπορικών εξουσιών όσο το δυνατόν περισσότερο, προκειμένου να εφαρμοστούν δασμοί και άλλοι περιορισμοί.
Πράγματι, η δηλωμένη νομική λογική των ερευνών ή των στόχων διαφόρων εμπορικών αρχών που χρησιμοποιεί ο Τραμπ για να επιβάλει δασμούς σε άλλες χώρες φαίνεται να αποσυνδέεται από αυτό στο οποίο επικεντρώνονται συνολικά ο Τραμπ και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι – δηλαδή την ενίσχυση της αμερικανικής μεταποίησης. Με άλλα λόγια, ο Λευκός Οίκος φαίνεται να χρησιμοποιεί όποια νομική αιτιολόγηση μπορεί να βρει για να ελαχιστοποιήσει τις δικαστικές αμφισβητήσεις της δασμολογικής του πολιτικής.
Αυτό είναι πιο εμφανές με τους δασμούς 25% του Τραμπ σε Μεξικό και Καναδά και 20% στην Κίνα, που επιβάλλονται δήθεν για την φαιντανύλη και τις μεταναστευτικές ροές εν μέσω αυτού που η κυβέρνηση έχει κηρύξει ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης στα νότια σύνορα των ΗΠΑ.
Αν και το ζήτημα των συνόρων είναι μια θεμιτή αμερικανική ανησυχία αναφορικά με το Μεξικό, ωστόσο η αιτιολόγηση «καταρρέει» όταν εφαρμοστεί στον Καναδά, δεδομένου ότι το 2024 κατασχέθηκαν μόλις 43 λίβρες (σ.τ.μ. λιγότερο από 20 κιλά) φαιντανύλης στα σύνορα ΗΠΑ-Καναδά –και περισσότερη ήταν η φαιντανύλη που κατευθύνονταν προς τα βόρεια παρά προς τα νότια.
Ο Τραμπ χρειάζονταν νομική αιτιολόγηση για τους δασμούς στο Μεξικό και τον Καναδά και ο μηχανισμός ήταν η αιτιολόγηση με την φαιντανύλη και τη μετανάστευση. Το ίδιο ισχύει και με τους δασμούς του Τραμπ σε μέταλλα όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και ο χαλκός, που αιτιολογούνται με τη χρήση ενός σαθρού επιχειρήματος πως ο χάλυβας που εισάγεται από συμμάχους της Συνθήκης αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Το ίδιο θα ισχύει και με τους αμοιβαίους δασμούς του Τραμπ αν εφαρμοστούν, καθώς το γεγονός πως ο Λευκός Οίκος ερευνά τα συστήματα ΦΠΑ άλλων χωρών και τις επιδοτήσεις για να αποκρυπτογραφήσει ποιόν θα βάλει στο στόχαστρο με τους δασμούς αυτούς –πολύ πέραν των γενικά μικρών δασμών που επιβάλλουν οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ- υποδηλώνει μια προσπάθεια να αιτιολογηθούν πολύ μεγαλύτεροι δασμοί.
Ενώ η κυβέρνηση Τραμπ εμφανίζεται διατεθειμένη να διαπραγματευτεί με τους εμπορικούς εταίρους, ο ξεκάθαρος στόχος των διαπραγματεύσεων είναι σαφής: ο περιορισμός των εισαγωγών και η αγορά περισσότερων αμερικανικών προϊόντων. Οι δασμοί είναι απλώς ένα εργαλείο για να μειωθούν τα διμερή εμπορικά ελλείμματα και να προστατευθεί η εγχώρια μεταποίηση.
Έτσι, σε οποιεσδήποτε εμπορικές διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες, ο Λευκός Οίκος πιθανόν θα επιδιώξει ποσοστώσεις ή εθελοντικούς περιορισμούς εξαγωγών που θα είναι σχεδιασμένοι ώστε να μειώσουν τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, μαζί με υποσχέσεις για επενδύσεις από εταιρείες από τις εν λόγω χώρες, και υποσχέσεις ή συμφωνίες από ξένες χώρες και εταιρείες να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά αγαθά.
Υπάρχει προηγούμενο για αυτά, καθώς η εμπορική συμφωνία στην οποία κατέληξε ο Τραμπ με την Κίνα κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας διατήρησε τους περισσότερους δασμούς και επικεντρώθηκε στην υπόσχεση της Κίνας να αγοράσει περισσότερα αμερικανικά προϊόντα.
Οι συμφωνίες του Τραμπ με άλλες χώρες για άρση των δασμών σε χάλυβα και αλουμίνιο κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας επίσης επικεντρώθηκαν στη συμφωνία αυτών των χωρών να υπάρξει ποσόστωση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ.
Στη δεύτερη θητεία του, ο Τραμπ μπορεί να επιλέξει συμφωνίες με χώρες που δεν περιλαμβάνουν ρητά εκτελεστές συμφωνίες για αγορά περισσότερων αμερικανικών προϊόντων ως τρόπο εξόδου από τις εμπορικές εντάσεις. Αλλά το αν οι ΗΠΑ θα συμφωνήσουν σε εμπορικά deals με άλλες χώρες τα επόμενα χρόνια θα έχει λιγότερο να κάνει με το πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις και περισσότερο με τις εσωτερικές πιέσεις που θα αναγκάσουν τον Τραμπ να αντιστρέψει την πορεία του και να φτιάξει βιαστικά μια συμφωνία για να σώσει τα προσχήματα.
Οι οικονομικές ανησυχίες παραμένουν περιοριστικός παράγοντας
Οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν μια μεταβλητή-κλειδί που θα μπορούσε να οδηγήσει τον Τραμπ να αναθεωρήσει, να καθυστερήσει ή να περιορίσει τη δασμολογική του πολιτική στο μέλλον, καθώς είναι ασαφές σε ποιον βαθμό και για πόσο χρονικό διάστημα ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να δεχθεί τον οικονομικό πόνο.
Οικονομικά, αυτό το πισωγύρισμα μπορεί να εμφανιστεί με διάφορους τρόπους:
-Πιέσεις από την αγορά: Πρώτον, οι δασμοί Τραμπ και η αβεβαιότητα για τη μελλοντική εμπορική πολιτική βλάπτουν το κλίμα στην αγορά και τις χρηματιστηριακές επιδόσεις. Αυτό μπορεί οπωσδήποτε να έχει ως αποτέλεσμα τόση οικονομική βλάβη ώστε ο Τραμπ να εγκαταλείψει τα σχέδιά του.
Ωστόσο, αν εισαχθούν δασμοί και η αβεβαιότητα αναφορικά με τους δασμούς του Τραμπ μειωθεί (δηλαδή επειδή ο κόσμος τους περιμένει), το χρηματιστήριο πιθανόν θα ανακάμψει, εκτός και αν υπάρξει μια μεγάλη ύφεση. Έτσι, μακροπρόθεσμα, ο Τραμπ μπορεί να θεωρήσει τα νέα επίπεδα ρεκόρ διαφόρων δεικτών ως απόδειξη πως οι δασμοί του είναι αποτελεσματικοί.
-Πληθωριστικές πιέσεις: Οι δασμοί του Τραμπ θα αυξήσουν τον αμερικανικό πληθωρισμό και το κόστος διαβίωσης, που αυτή τη στιγμή αποτελεί μεγάλο πολιτικό ζήτημα για τους Αμερικάνους ψηφοφόρους. Οι εκτιμήσεις ποικίλουν, αλλά ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αυξηθεί κατά μια ποσοστιαία μονάδα σύντομα μετά την θέση σε ισχύ των περισσότερων από τους απειλούμενους δασμούς Τραμπ.
Αν και αυτό πιθανότερο θα είναι μια εφάπαξ επίπτωση, ωστόσο θα βλάψει τη χαμηλή και μεσαία τάξη των Αμερικάνων περισσότερο, δημιουργώντας ένα δυνητικό πολιτικό μειονέκτημα στις ενδιάμεσες εκλογές του επόμενου έτους.
-Οικονομικές πιέσεις: Οι δασμοί θα επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ, με ορισμένους να εκτιμούν πως η επίπτωση στην ανάπτυξη του ΑΕΠ μπορεί να φτάσει έως και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες, που μπορεί να είναι αρκετές για να ρίξουν τις ΗΠΑ σε ύφεση.
Πολλαπλά τρίμηνα αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης πιθανόν θα έδιναν ισχυρό κίνητρο στον Τραμπ να αλλάξει πορεία, αλλά η ανατροφοδότηση για να διαταράξουν οι δασμοί την ανάπτυξη σε τέτοιο επίπεδο δεν θα ήταν στιγμιαία. Αυτό σημαίνει ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ισχύ για μήνες, αν όχι για χρόνια, προτού η πραγματική επίπτωση φανεί στα τριμηνιαία στοιχεία του ΑΕΠ.
-Επιχειρηματικές πιέσεις: Δεδομένου ότι ο Τραμπ είναι ο ίδιος επιχειρηματίας, οι προειδοποιήσεις από άλλους Αμερικάνους επιχειρηματικούς ηγέτες για απολύσεις και άλλες δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα των νέων δασμών θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν ώστε να πειστεί ο Τραμπ να αλλάξει την εμπορική του στρατηγική.
Αυτό έχει ήδη συμβεί με την γρήγορη απομάκρυνση του Τραμπ από τους δασμούς σε οχήματα και εξαρτήματα αυτοκινήτων από το Μεξικό και τον Καναδά, όταν τον έπεισαν οι αυτοκινητοβιομήχανοι να καθυστερήσει τους δασμούς μέχρι τον Απρίλιο. Ωστόσο, ο Τραμπ επιμένει πως αυτοί οι δασμοί δεν θα ξανακαθυστερήσουν, αφήνοντας να εννοηθεί πως η «Εταιρική Αμερική» έχει μερική μόνο επιτυχία στον περιορισμό των δασμολογικών απειλών του Τραμπ.
Πολιτικά, η αντίδραση των Ρεπουμπλικάνων κατά των δασμών μπορεί να είναι ένας ακόμα περιορισμός, αλλά φαίνεται απίθανο πως θα είναι ένας σημαντικός περιορισμός. Οι δασμοί του Τραμπ θα πλήξουν οικονομικά σκληρά τις περιοχές των Ρεπουμπλικάνων, καθώς οι ξένες χώρες συνήθως προβαίνουν σε αντίποινα με δικούς τους δασμούς σε προϊόντα που πρωτίστως παράγονται σε περιοχές στις οποίες κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικάνοι, όπως στα αγροτικά προϊόντα.
Δεδομένου, όμως, του επιπέδου της πολιτικής πόλωσης στις ΗΠΑ και του πώς οι πολιτικά κυρίαρχοι Ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται σε πολλές αγροτικές περιοχές, οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες για τις περιοχές αυτές ίσως να μην οδηγήσουν σε πολιτική εναλλαγή ή απειλή για τους συντηρητικούς σε περιφέρειες που τείνουν να είναι Ρεπουμπλικανικές.
Επιπλέον, οι εποχές που το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κυριαρχούνταν από υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου έχουν τελειώσει, και λίγες είναι οι ισχυρές φωνές που έχουν απομείνει στο Κογκρέσο οι οποίες είναι πιθανόν να ορθώσουν το ανάστημά τους κατά των δασμών του Τραμπ, ιδιαίτερα αφού οι επιτροπές πολιτικές δράσης (PACs) που πρόσκεινται τον Τραμπ διαθέτουν δισεκατομμύρια σε μετρητά, τα οποία οι ευάλωτοι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές θα θέλουν να αντλήσουν και θα αποφύγουν να επικρίνουν τους δασμούς. Αλλωστε αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμφισβήτησή τους από έναν περισσότερο προσκείμενο στον Τραμπ αντίπαλο στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων το 2026.
Αυτό σημαίνει πως οποιαδήποτε κίνηση από μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κατά των δασμών, πέραν της περιστασιακής ρητορικής, μπορεί να μην προκύψουν μέχρις ότου περάσει η περίοδος των προκριματικών ή των ενδιάμεσων εκλογών.
Μαθήματα για τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ
Το αναδυόμενο εμπορικό δόγμα Τραμπ διδάσκει πολλά μαθήματα για τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ και διαμορφώνει μια εικόνα παρατεταμένων εμπορικών εντάσεων –και δυνητικά δασμών- που θα διαρκέσουν τουλάχιστον τα επόμενα δυο χρόνια, μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ, αν όχι περισσότερο.
Το Μεξικό και ο Καναδάς βρίσκονται σε δύσκολη θέση δεδομένου ότι πάνω από τα τρία τέταρτα των εξαγωγών και των δυο χωρών πάνε στις ΗΠΑ, και πως η USMCA προγραμματίζεται να επανεξεταστεί το επόμενο έτος.
Αν ο στόχος του Τραμπ είναι να μειώσει τα διμερή εμπορικά ελλείμματα και να ενισχύσει τον μεταποιητικό τομέα, το Μεξικό και ο Καναδάς δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να κατευνάσουν τον Τραμπ άμεσα με παραχωρήσεις άλλες, πέραν μέτρων που τελικά βλάπτουν τους δικούς τους μεταποιητικούς τομείς. Οι δυο μπορεί τελικά να πρέπει να συμφωνήσουν σε τέτοιες επώδυνες παραχωρήσεις στην αναθεώρηση της USMCA.
Τελικά, και οι δυο χώρες πιθανόν θα επιδιώξουν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική διαφοροποίησης από τις ΗΠΑ, δεδομένης της πιθανότητας οι απόψεις προστατευτισμού του Τραμπ να γίνουν πιο κυρίαρχες μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων και να διατηρηθούν ως αμερικανική πολιτική και αφού ο Τραμπ αποχωρήσει από την εξουσία. Ωστόσο, το επίπεδο της οικονομικής ολοκλήρωσης της Βόρειας Αμερικής σημαίνει πως οι δασμοί θα έχουν επίσης μια σχετικά μεγάλη επίπτωση στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε συνοριακές πολιτείες όπως το Μίσιγκαν και το Τέξας, κάτι που σημαίνει ότι θα ασκηθεί και από αυτά τα μέτωπα πίεση για υποχωρήσεις.
Σε σύγκριση με τον Καναδά και το Μεξικό, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα δυσκολευτεί περισσότερο να κατευνάσει τον Τραμπ λόγω της πολύ χαμηλότερης εμπορικής και οικονομικής ολοκλήρωσης του μπλοκ με τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που θα αποδυναμώσει τον αρνητικό βρόχο ανατροφοδότησης στις Ηνωμένες Πολιτείες που οδηγεί σε εκκλήσεις για κατάργηση των δασμών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μέχρι στιγμής αντιδράσει στις απειλές του Τραμπ για δασμούς με μια προσέγγιση καρότου και μαστιγίου. Εκτός από την προετοιμασία και την εφαρμογή δασμών ως αντίποινα, οι Βρυξέλλες έχουν προσφέρει στην Ουάσινγκτον παραχωρήσεις, όπως μειωμένους δασμούς στα αμερικανικά οχήματα και αυξημένες αγορές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Η πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, είναι ότι το πρωταρχικό εμπορικό ενδιαφέρον του Τραμπ με την Ευρώπη φαίνεται να επικεντρώνεται στις εισαγωγές φαρμάκων και οχημάτων. Ούτε η προσφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αγοράσει περισσότερο LNG, ούτε η προσφορά της να μειώσει τους δασμούς στα αμερικανικά οχήματα θα επιτύχει αυτόν τον στόχο. Ακόμη και αν μειωθούν οι δασμοί της ΕΕ στα οχήματα, οι εξαγωγές αμερικανικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη θα παραμείνουν μικρές.
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περιορισμένες παραχωρήσεις που σχετίζονται με το εμπόριο που μπορεί να προσφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που μπορεί να την αναγκάσει να προσπαθήσει να προσφέρει παραχωρήσεις σε άλλα θέματα, όπως οι αμυντικές δαπάνες, για να κατευνάσει τον Τραμπ.
Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι προσφορές θα ήταν απίθανο να εξουδετερώσουν την απειλή των αμερικανικών δασμών, επειδή εξακολουθούν να μην εξυπηρετούν τους πρωταρχικούς εμπορικούς στόχους του Τραμπ, δηλαδή την ενίσχυση του αμερικανικού μεταποιητικού τομέα και τη μείωση των διμερών εμπορικών ελλειμμάτων.
Στην Κίνα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά για να κατευνάσει τον Τραμπ και να μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα με τις ΗΠΑ χωρίς περισσότερους δασμούς. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Μεξικό και ο Καναδάς έχουν εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ, είναι σχετικά μικρά. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ εισήγαγαν αγαθά αξίας σχεδόν 439 δισ. δολαρίων από την Κίνα το 2024 και εξήγαγαν αγαθά μόλις 143,5 δισ. δολαρίων προς την Κίνα.
Ο νέος δασμός 20% του Τραμπ ανεβάζει το συνολικό επίπεδο των δασμών του στην Κίνα στο 45% για τα περισσότερα αγαθά. Για το Πεκίνο, αυτό επιβεβαιώνει ότι η δασμολογική πίεση των ΗΠΑ ήρθε για να μείνει και πιθανότατα θα ενταθεί.
Η Κίνα θα ανταποδώσει με τα δικά της διάφορα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, των ελέγχων των εξαγωγών και των περιορισμών που στοχεύουν στις αμερικανικές εταιρείες. Ωστόσο, ο βρόχος ανατροφοδότησης στις ΗΠΑ που θα μπορούσε να αναγκάσει τον Τραμπ να αναστείλει τους δασμούς στην Κίνα είναι σχεδόν ανύπαρκτος, δεδομένου ότι η αντιμετώπιση της Κίνας είναι διακομματικό ζήτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αποδεικνύεται από τις προσπάθειες του πρώην προέδρου Τζο Μπάιντεν να επεκτείνει τους δασμούς των ΗΠΑ στην Κίνα που επέβαλε ο Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία.
Η μακροπρόθεσμη έκβαση
Αν και το εμπορικό δόγμα Τραμπ θα δημιουργήσει εντάσεις βραχυμεσοπρόθεσμα για πολλές ξένες χώρες, μπορεί επίσης, παραδόξως, να κάνει της ΗΠΑ έναν πιο αδύναμο οικονομικό ανταγωνιστή μακροπρόθεσμα.
Αν δεν πετύχει η ατζέντα Τραμπ, κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανό, και οι δασμοί διατηρηθούν, αυτό θα αναγκάσει τον Καναδά και το Μεξικό (και την Ευρώπη και την Κίνα) να διαφοροποιήσουν τις εμπορικές τους σχέσεις και να απομακρυνθούν από τις ΗΠΑ. μια παρατεταμένη περίοδος υψηλών δασμών θα βλάψει επίσης την αμερικανική παραγωγικότητα αυξάνοντας το κόστος εισαγωγών και μειώνοντας την αποδοτικότητα των κεφαλαίων, κάτι που τελικά θα ρίξει την προοπτική ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας αλλά και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών εξαγωγών.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, το άνοιγμα των ΗΠΑ στο εμπόριο και η σχετική οικονομική απελευθέρωση έδιναν στη χώρα ένα πλεονέκτημα έναντι άλλων δυτικών χωρών. Αλλά αυτό το πλεονέκτημα πλέον κινδυνεύει.
Πηγή: euro2day.gr