Το «ανάστροφο» Ανατολικό Ζήτημα… Του Γιώργου Κουμουτσάκου

285

Του Γιώργου Κουμουτσάκου

«Από αμνημονεύτων χρόνων η Ευρώπη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με το Ανατολικό Ζήτημα. Η ουσία του προβλήματος αυτού είναι αμετάβλητη. Συνίσταται στην σύγκρουση, κυρίως στα εδάφη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, μεταξύ των συνηθειών, των ιδεών και των αντιλήψεων της Δύσης από τη μια πλευρά και εκείνων της Ανατολής από την άλλη. Αν και ενιαίο ως προς τον πυρήνα του, το Ανατολικό Ζήτημα στην πορεία του χρόνου έχει λάβει διάφορες μορφές σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους».

Έτσι περιγράφει το Ανατολικό Ζήτημα ο Βρετανός ιστορικός και πολιτικός Sir John A. R. Marriott στο κλασικό σύγγραμμά του «Το Ανατολικό Ζήτημα. Μια μελέτη στην ευρωπαϊκή διπλωματία» [1]. Ο ορισμός αυτός του Ανατολικού Ζητήματός, αν και διατυπωμένος πριν έναν αιώνα, προσφέρει ένα διαχρονικό εργαλείο για την στρατηγική θέαση των εξελίξεων στην περιοχή μας.

30122022-1.jpg
Γραφιστική αναπαράσταση του χάρτη τμήματος της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, με την Τουρκία να τονίζεται με κόκκινο χρώμα. Πηγή: freepik

Η μακρόσυρτη διαδικασία παρακμής και, τελικά, συρρίκνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και ο γεωπολιτικός της αντίκτυπος αποτέλεσαν έως και τις αρχές του 20ουαιώνα το επίκεντρο του Ανατολικού Ζητήματος. Η πτώση και αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που οδήγησε στην σύσταση του σύγχρονου τουρκικού κράτους το 1923, επισφραγίστηκαν με τις εδαφικές και άλλες ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Έκλεισε τότε ένα μεγάλο κεφάλαιο του Ανατολικού Ζητήματος.

Η σύγχρονη Τουρκία εφαρμόζοντας το κεμαλικό όραμα προσδέθηκε στρατηγικά στην Ευρώπη και στην Δύση και προσπάθησε να συγκλίνει μαζί τους πολιτικά και πολιτιστικά. Ως σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία για πολλές δεκαετίες δεν ήταν μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος όπως το είχε ορίσει ο Sir J.A.R Marriott.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ

Όμως, μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, η Τουρκία υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κάνοντας μια ιδεολογική και πολιτική αναστροφή, αναθεωρεί προηγούμενες στρατηγικές της επιλογές και κατευθύνσεις. Εγκαταλείπει σταδιακά αλλά και σταθερά την Δυτικόστροφη κληρονομιά του Κεμάλ. Προχωρεί όλο και βαθύτερα στον κόσμο του Ισλάμ. Ακολουθεί μια νεο-οθωμανικής έμπνευσης εξωτερική πολιτική και στρατηγική προβάλλοντας την ισχύ, την παρουσία, και την επιρροή της σε πρώην οθωμανικά εδάφη, από την Συρία και το Ιράκ έως την Λιβύη, και από την Κύπρο έως τον Καύκασο, περνώντας βεβαίως από την επίμονη αμφισβήτηση του ισχύοντος καθεστώτος στο Αιγαίο.

Όλα αυτά τα πράττει αψηφώντας ή/και παραβιάζοντας το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς Συνθήκες. Οι πιο συστηματικές αμφισβητήσεις αφορούν στις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Στρατηγική επιδίωξη της νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η μέγιστη δυνατή αποδυνάμωσή της, εάν όχι η de jure ή de facto ανατροπή της.

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός αδιαφορεί για το ότι η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί επί έναν αιώνα την βάση για σταθερότητα και ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Ειδικά μετά το ιδιόμορφο πραξικόπημα του 2016, που συχνά χρησιμοποιείται ως άλλοθι για περισσότερο αυταρχισμό, η «ερντογανική» Τουρκία υπό την του ενός ανδρός Αρχή, αποκλίνει σταθερά από την Δύση. Έτσι, η Τουρκία, σε μια ανάστροφη κατεύθυνση από ό,τι είχε συμβεί στις αρχές του 20ου αιώνα, πρωταγωνιστεί σε ένα νέας μορφής Ανατολικό Ζήτημα. Αντί της οθωμανικής συρρίκνωσης του 19ου αιώνα, επιχειρείται τώρα μια νεο-οθωμανική επιστροφή-επέκταση. Η Τουρκία του Ερντογάν επιχειρεί σταθερά να κινηθεί από την «ιστορική άμπωτη» στην «αναθεωρητική παλίρροια».

Υπ´ αυτό το πρίσμα, η ενορχηστρωμένη από την Άγκυρα, το Μάρτιο του 2020, απόπειρα μαζικής παράνομης διέλευσης των ελληνικών-ευρωπαϊκών συνόρων στον Έβρο από εξωθούμενους παράνομους μετανάστες δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα απλό επεισόδιο. Στην ουσία ήταν ένα σοβαρό γεγονός αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης που εκτυλίχθηκε στα ελληνικά-ευρωπαϊκά σύνορα. Η επικίνδυνη εκείνη απόπειρα δημιουργίας προϋποθέσεων ανασφάλειας και πολιτικής αστάθειας όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ, απετράπη από την σθεναρή ελληνική αντίδραση με ευρωπαϊκή συμπαράσταση. Η δυνατότητα εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού με στόχο την Ευρώπη, παραμένει μια δυνατότητα, μια επιλογή αποσταθεροποίησης, στα χέρια της Τουρκίας και των νεο-οθωμανικών φιλοδοξιών της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Τουρκία υπάρχει μια «δεξαμενή» τεσσάρων εκατομμυρίων μεταναστών και προσφύγων, όπως επίσης και την δηλωμένη από την τουρκική ηγεσία απειλή ότι όποτε το αποφασίσει «μπορεί να ανοίξει τις πόρτες για αυτούς τους ανθρώπους».

ΑΝΤΙΔΥΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Πέραν της μεταναστευτικής απειλής, οι σχέσεις Τουρκίας-Δύσης είναι προβληματικές σε πολλά μέτωπα. Τα σοβαρά θέματα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κράτους δικαίου, ελευθερίας του λόγου, είναι σταθερά στο προσκήνιο. Σε αυτά προστίθενται τα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά ζητήματα που προκαλεί ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Σε αυτά είναι επικεντρωμένες οι σκέψεις που ακολουθούν.

Η πολιτική της «Γαλάζιας Πατρίδας», που, αγνοώντας το διεθνές δίκαιο, προβάλλει επίμονα η Άγκυρα έναντι της Ελλάδας, της Κύπρου και άλλων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, συνιστά την επίσημη έκφραση της τουρκικής αναθεωρητικής στρατηγικής που, πέραν όλων των άλλων, παρεμποδίζει χρήσιμες για την Ευρώπη ενεργειακές εξελίξεις στη Μεσόγειο.

Επιπλέον, η προμήθεια του ρωσικού ισχυρού οπλικού συστήματος S-400 είναι μια ακόμα έκφραση της επιθυμίας της Τουρκίας να επιτύχει ουσιαστική αυτονόμησή της εντός της Συμμαχίας με την παράκαμψη βασικών τρόπων συμμαχικής συμπεριφοράς.
Η αμφίσημη στάση της Τουρκίας στο ζήτημα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όπως αυτή αποτυπώνεται στην άρνηση της Άγκυρας να υιοθετήσει οποιαδήποτε από τις κυρώσεις που συμφώνησαν και εφαρμόζουν οι άλλοι ΝΑΤΟϊκοί της σύμμαχοι, έφερε πρόσθετη καχυποψία στις Δυτικο-τουρκικές σχέσεις.

Η ατμόσφαιρα βάρυνε ακόμα περισσότερο με τον διαπραγματευτικό εκβιασμό που άσκησε η Άγκυρα κατά της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, την ώρα που τόσο για την Συμμαχία όσο και για τις δύο αυτές χώρες, η είσοδος στο ΝΑΤΟ θεωρείται μείζων γεωπολιτική εξέλιξη ζωτικής σημασίας για την θωράκιση της Ευρώπης απέναντι στο ρωσικό αναθεωρητισμό.

Διαχρονική ένταση, όμως, δημιουργεί η Τουρκία και με την πολιτική της έναντι ενός ήδη νατοϊκού συμμάχου της, της Ελλάδας, την οποία απειλεί με πόλεμο -casus belli- εάν ασκήσει τα νόμιμα και προβλεπόμενα από το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματά της. Εδώ και δύο χρόνια η Άγκυρα προσέθεσε ένα ακόμη βάρος στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις με την απολύτως απαράδεκτη απαίτησή της να αφοπλιστούν τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου και μάλιστα ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επ´ αυτών. Στην βάση αυτής της προκλητικής απαίτησης έχουν εκτιναχθεί ποσοτικά και ποιοτικά οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου καθώς και οι υπερπτήσεις ελληνικών νησιών από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη και drones.

30122022-2.jpg
Ο επικεφαλής της ακροδεξιάς τουρκικής εθνικιστικής Οργάνωσης «Γκρίζοι Λύκοι», Αχμέτ Γιγίτ Γιλντιρίμ (αριστερά), δωρίζει… φιλοτεχνημένο χάρτη του Αιγαίου στον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτη του ακροδεξιού συγκυβερνώντος κόμματος MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης). Πηγή: web

Το πιο πρόσφατο επεισόδιο αποτύπωσης και δημοσιοποίησης του τουρκικού επεκτατικού αναθεωρητισμού ήταν ο διαβόητος πλέον «χάρτης Μπαχτσελί» που ως δώρο των φασιστο-εθνικιστών «Γκρίζων Λύκων», στον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ακραίο εθνικιστή πολιτικό αρχηγό και απαραίτητο κυβερνητικό εταίρο του προέδρου Ερντογάν. Ο χάρτης αυτός απεικόνιζε ως τουρκικό έδαφος όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου καθώς και την Κρήτη ! Αυτόν τον εξωφρενικό χάρτη λογικής «ζωτικού χώρου», που συνιστά επιθετική κίνηση κατά της Ελλάδας, δεν έχει αποκηρύξει ακόμη ο Τούρκος πρόεδρος ή οποιοδήποτε κυβερνητικό, κρατικό ή κομματικό στέλεχος από το σύνολο του πολιτικού φάσματος της Τουρκίας. Ειδικά ο Τούρκος πρόεδρος μένει σιωπηλός για το θέμα αυτό αν και προκλήθηκε να το πράξει από τον ίδιο τον Έλληνα πρωθυπουργό. Συχνά στην πολιτική και συχνότερα στην διπλωματία η σιωπή ισοδυναμεί με συναίνεση.

Όλα αυτά, με αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας, δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και προκαλούν ρωγμές, επιπλοκές και προβλήματα στην συνοχή του ΝΑΤΟ. Τούτο πρωτίστως αφορά στην τόσο κρίσιμη Νοτιοανατολική του πτέρυγα και μάλιστα σε μια στιγμή που το ακριβώς αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει καθώς επί σχεδόν πέντε μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη η απρόκλητη και απροκάλυπτα παράνομη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η σοβαρή κρίση που περνούν οι Ρωσο-δυτικές σχέσεις δεν εμπόδισε τον πρόεδρο Ερντογάν να συμμετάσχει πρόσφατα σε συνάντηση κορυφής Ιράν-Ρωσίας-Τουρκίας στην Τεχεράνη. Αυτό το περιφερειακό φόρουμ είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα σημαντικό. Σηματοδοτεί κάποιας μορφής σύγκλιση δυνάμεων που κατά κανόνα ήταν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η πλέον σημαντική πτυχή της τριμερούς αυτής συνεννόησης αφορά στην Συρία. Δείχνει, όμως, και τις προτεραιότητες του Τούρκου προέδρου στη Μέση Ανατολή, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν την ουσιαστικά απούσα Ουάσιγκτον. Στα μάτια της Άγκυρας, το μέλλον της Συρίας φαίνεται να περνάει περισσότερο από αυτές τις τρεις πρωτεύουσες και πολύ λιγότερο από την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες, ή το Παρίσι, και το Βερολίνο.

Μετά τα όσα ενδεικτικά αναφέρθηκαν όσον αφορά στην πολιτική της Τουρκίας σε σχέση με την Δύση, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο, ούτε και να εκπλήσσει το γεγονός ότι εμφανίσθηκαν και αυξάνονται αναλύσεις και απόψεις που θέτουν σε αμφισβήτηση την αναγκαιότητα παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.

ΜΙΑ ΘΕΡΜΗ ΧΡΟΝΙΑ

Ένα είναι βέβαιο. ΗΠΑ και Ευρώπη, σύντομα παρά αργά, θα κληθούν να διαχειριστούν σοβαρά και με στρατηγική ματιά το «τουρκικό θέμα». Υπενθυμίζω εδώ ότι το Δεκέμβριο του 2020 στα συμπεράσματά του το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωνε ότι : «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιδιώξει να συντονιστεί στα θέματα που αφορούν την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο με τις ΗΠΑ».

Στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, με ευθύνη της Τουρκίας έχει εγκατασταθεί η ελληνο-τουρκική ένταση, που τα τελευταία χρόνια σταθερά μεγαλώνει. Το 2022 είναι, και όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει να είναι [όπως και το 2023], μια θερμή χρονιά για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Σε αυτήν την εκτίμηση συνηγορούν:

1.Η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία εν όψει και των θεσμικά καθορισμένων για το 2023 προεδρικών εκλογών. Καθώς η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε δίνη με πληθωρισμό της τάξης του 80% και χωρίς ορατή διέξοδο, ο πρόεδρος Ερντογάν δύσκολα θα αναστηλώσει την έντονα τραυματισμένη εικόνα του με κινήσεις επικεντρωμένες στο εσωτερικό. Ωθούμενος και από τον ακραίο εθνικιστή συνοδοιπόρο του, Μπαχτσελί, θα την αναζητήσει στην τόνωση της τουρκικής περηφάνιας. Το Κουρδικό, το Κυπριακό, και οι σχέσεις με την Ελλάδα, λόγω της φόρτισης που εμπεριέχουν, ήταν ανέκαθεν θέματα δεκτικά πολιτικής και ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης στην Τουρκία.

2. Ο εκλογικός χρονισµός σε Ελλάδα, Κύπρο, και Τουρκία. Το 2023 είναι και για τις τρεις χώρες εκλογικό έτος. Η συγκυρία αυτή θα δυσχεράνει κατά το προεκλογικό 2022 την δυνατότητα μετριοπαθών κινήσεων στην πολιτικο-διπλωματική σκακιέρα. Την ευθύνη έχει η τουρκική πλευρά. Το επιβεβαιώνουν η σκλήρυνση των θέσεων, οι συνεχιζόμενες υπερπτήσεις με αεροσκάφη και drones σε ελληνικά νησιά, και η οξύτητα δηλώσεων ακόμα και ευθέως κατά του πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη, του υπουργού Εξωτερικών κ. Ν. Δένδια και, πρόσφατα, της Προέδρου της Δημοκρατίας κας. Κ. Σακελλαροπούλου. Η προσωποποίηση των πολιτικών διαφορών και η «δαιμονοποίηση» της Ελλάδας με ανυπόστατες κατηγορίες είναι πρόσθετη επιβάρυνση στο ήδη βαρύ κλίμα.

3. Η ένταση στην δημόσια ρητορική και διπλωματία. Η ήδη οξεία δημόσια ρητορική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναμένεται να ενταθεί τον προσεχή Σεπτέμβριο με αφορμή την εκατοστή επέτειο από την Καταστροφή της Σμύρνης και την βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που η άλλη πλευρά βλέπει ως νίκη επί «σκληρών εισβολέων». Θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί ότι το 2023 θα είναι διπλή επέτειος εκατό χρόνων, αφενός από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφετέρου από την Συνθήκη της Λωζάννης· του θεσμικού θεμελίου του status quo στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο που αμφισβητεί η Τουρκία. Η σημειολογία είναι σοβαρό συστατικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής, ακόμη περισσότερο σε αυτήν την περιοχή του κόσμου και για ηγέτες με τα χαρακτηριστικά του προέδρου Ερντογάν, που επίμονα διεκδικεί μια υψηλότερη θέση από τον Κεμάλ Ατατούρκ «στας δέλτους» της τουρκικής Ιστορίας.

4. Η τουρκική «ανάγνωση» για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας. Η Ελλάδα, ως όφειλε μετά την επικίνδυνη μεταναστευτική κρίση που προκάλεσε η Τουρκία τον Μάρτιο του 2020 στα σύνορα του Έβρου και μετά την παρατεταμένη ένταση το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, προχώρησε σ’ ένα εξελισσόμενο στιβαρό πρόγραμμα ενίσχυσης των αμυντικών της δυνατοτήτων. Ουδείς γνωρίζει πώς αξιολογούν το γεγονός αυτό ορισμένοι θερμοκέφαλοι στην Άγκυρα. Δεν αποκλείεται να θεωρήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως την ολοκλήρωση του προγράμματος ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σαν ένα παράθυρο ευκαιρίας για εκ μέρους τους μεγαλύτερη προκλητικότητα στο πεδίο.

5. Το μεταναστευτικό. Το τελευταίο διάστημα, πέραν των επαναλαμβανόμενων τουρκικών συκοφαντιών κατά της Ελλάδας περί επαναπροωθήσεων, παρατηρείται επανεκκίνηση παράνομων μεταναστευτικών ροών που ενδέχεται να αυξηθούν στους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, και Νοέμβριο σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθούσε η «τουρκική ακτή» τα περασμένα χρόνια εκμεταλλευόμενη και τις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Τέλος, το σημαντικότερο όλων:

6. Η σκλήρυνση των τουρκικών θέσεων έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Από τον Ιούλιο του 2021 η τουρκική διπλωματία προχώρησε σε διεύρυνση της «διαπραγματευτικής ύλης» έναντι της Ελλάδας. Με επιστολές του Τούρκου Αντιπροσώπου στον ΟΗΕ, κ. Σινιρλίογλου, προστέθηκε σε αυτήν και η νομικά αθεμελίωτη και πολιτικά απαράδεκτη θέση ότι η αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών είναι προϋπόθεση για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών. Συνδέθηκε έτσι το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση με την αμφισβήτηση του καθεστώτος κυριαρχίας των ελληνικών νησιών, όπως της Λέσβου, της Σάμου, της Χίου, της Λήμνου, της Σαμοθράκης, και των Δωδεκανήσων. Η Άγκυρα κατ´ ουσίαν εμπλουτίζει την διαβόητη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Δεν περιορίζεται σε αμφισβήτηση της κυριαρχίας κάποιων μικρών νησιών, νησίδων ή βραχονησίδων αλλά βάζει στο αναθεωρητικό-επεκτατικό «ραντάρ» της μεγάλα κατοικημένα ελληνικά νησιά.

Με δύο λόγια, η Άγκυρα αμφισβητεί επίσημα και επίμονα το σκληρό πυρήνα των εδαφικών ρυθμίσεων ελληνικού ενδιαφέροντος της Συνθήκης της Λωζάνης που το 2023 συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής. Το ίδιο κάνει και για την Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που αφορά στα Δωδεκάνησα. Η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη για εκείνους που ερμηνεύουν χωρίς εξωραϊσμούς την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Την τακτική της μετατόπισης σε ακραίες θέσεις, που συνειδητά υποσκάπτουν τις προοπτικές ουσιαστικού διαλόγου, έχει υιοθετήσει η Άγκυρα και στο Κυπριακό, με την προβολή της «λύσης των δύο κρατών».

Η Άγκυρα έχει προαναγγείλει ότι εάν η Ελλάδα δεν ανταποκριθεί στην προκλητική της απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών, η τουρκική διπλωματία, σύντομα θα ξεκινήσει δράσεις για διεθνοποίηση του θέματος. Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει δείξει ότι συνήθως πράττει ό,τι εξαγγέλλει. Άλλωστε ήδη από τον περασμένο Ιούλιο έχει κάνει το πρώτο σοβαρό βήμα «διεθνοποίησης» με τις γνωστές πλέον, επιστολές Σινιρλίογλου προς τον ΟΗΕ. Οι θετικές για την Ελλάδα δηλώσεις από Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, και Βρυξέλλες περί αδιαμφισβήτητης ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών, δεν είναι σαφές εάν και για πόσο χρόνο θα αποθαρρύνουν την Τουρκία. Η στρατηγική της σταδιακής αλλά και σταθερής αναθεώρησης του σημερινού status quo στην ευρύτερη περιοχή Αιγαίου, Ανατολικής Μεσογείου, εγγύς και Μέσης Ανατολής, αποτελεί υψηλή προτεραιότητα και στόχευση της νεο-οθωμανικής πολιτικής της. Αυτή η σταθερή αναθεωρητική-επεκτατική αντίληψης της Άγκυρας στην πορεία του χρόνου, με την συνεχή διεύρυνση των παράνομων απαιτήσεων της Τουρκίας από την δεκαετία του ‘70 έως σήμερα, αποτυπώθηκε σε 16 χάρτες που έδωσε πρόσφατα στην δημοσιότητα το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών.

Η Άγκυρα με κύρια έκφραση και όχημα το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» επιχειρεί έναν γεωπολιτικό «αναδασμό» ισχύος, επιρροής, και συμφερόντων στην περιοχή που θα έχει επίκεντρο την Τουρκία. Άλλωστε στα μάτια της Άγκυρας, η αναθεώρηση της Λωζάνης έχει de facto ξεκινήσει επί του πεδίου, στην Συρία, στο Ιράκ, στην Κύπρο, στην Λιβύη. Στη νεο-οθωμανική Ερντογανική αντίληψη, η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί «ασφυκτική» κεμαλική κληρονομιά που πρέπει ν´ αλλάξει, είτε «de facto» είτε «de jure». Σε μια ανατολίτικη εκδοχή του «ζωτικού χώρου», το καθεστώς που επέβαλε η Λωζάνη θα πρέπει να καταστεί πιο «ευρύχωρο» ώστε να συμπεριλάβει τα σημερινά συμφέροντα και τις μεγαλεπήβολες επιθυμίες της Τουρκίας του Ερντογάν.

ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία δεν αποκλείεται να εκμεταλλευθεί την ουκρανική κρίση. Να μην διστάσει να την χρησιμοποιήσει ως πρόφαση, δικαιολογία, ή καταλύτη για να υποστηρίξει ότι «ήρθε η ώρα των αλλαγών και των νέων περιφερειακών διευθετήσεων». Πιο συγκεκριμένα. Η κατάσταση στην Ουκρανία, αργά ή γρήγορα, θα «γεννήσει» εξελίξεις, συμφωνίες, και διευθετήσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν μορφή πολιτικών διευθετήσεων, ελέγχου εξοπλισμών στο ευρύτερο πλαίσιο μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, ή ακόμα και εδαφικών διευθετήσεων και ανακατατάξεων στην ουκρανική ακτή της Μαύρης Θάλασσας.

Μια αναθεωρητική περιφερειακή δύναμη με τα χαρακτηριστικά και τις στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας, δύσκολα θα αφήσει να περάσει ανεκμετάλλευτη τέτοια «ευκαιρία». Με καταλύτη την απαίτησή της για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας, ενδέχεται να προβάλλει και να υποστηρίξει την ανάγκη «γενικότερων αλλαγών και νέων ρυθμίσεων». Κάτι τέτοιο θα ήταν συμβατό και ως ένα βαθμό συμπληρωματικό με την γνωστή τουρκική πρόταση για πολυμερή περιφερειακή συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, υφαλοκρηπίδας, και Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών στη Μεσόγειο.

Ουδείς βέβαια μπορεί να γνωρίζει εάν κάτι τέτοιο τελικά θα συμβεί. Ούτε όμως και κανείς μπορεί, ούτε και θα έπρεπε, να το αποκλείσει.

Στην πορεία προς το εκλογικό και εμβληματικό για την Τουρκία 2023, θα πρέπει να υπάρχει ετοιμότητα για την αντιμετώπιση και διαχείριση διαφόρων ενδεχομένων και σεναρίων, ακόμα και των πλέον ευφάνταστων, δύσκολων, και προκλητικών.

Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Προάγγελο τέτοιων εξελίξεων συνιστούν, ειδικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος . Η Άγκυρα κλιμακώνει σταθερά. Δίνει την εντύπωση ότι εφαρμόζει ένα εγχειρίδιο με οδηγίες για βήμα-βήμα δημιουργία προϋποθέσεων κρίσης.

Ας δούμε τα βήματα αυτά, όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα, αλλά ως αλληλένδετα στοιχεία ενός συνολικού σχεδιασμού που επιδιώκει να ωθήσει την Ελλάδα στο εκβιαστικό δίλημμα «διαπραγμάτευση για τα αδιαπραγμάτευτα ή κρίση».

Βήμα 1ο: Έγερση ενός ζητήματος επί του οποίου η άλλη πλευρά -δηλ., η Ελλάδα- , είναι βέβαιον ότι δεν μπορεί με κανέναν τρόπο ούτε να συζητήσει, ούτε βέβαια να αποδεχθεί συμβιβασμό, μιας και αφορά στον σκληρό πυρήνα της εθνικής ασφάλειας και της εδαφικής της ακεραιότητας. Πρόκειται για την ήδη αναφερθείσα τουρκική απαίτηση αποστρατιωτικοποίησης νησιών μας ως προϋπόθεσης για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών. Είναι προφανές ότι η Άγκυρα εγείροντας ένα τέτοιο θέμα οδηγεί συνειδητά και σκόπιμα τον διάλογο σε αδιέξοδο.

Βήμα 2ο: Επιμονή στο να θέτει με κάθε αφορμή και ευκαιρία αυτό το αδιέξοδο ζήτημα, σε συνδυασμό με κλιμακούμενες κατηγορίες προς την Ελλάδα και χαρακτηρισμό της ως «αδιάλλακτης».

30122022-3.jpg
Μαχητικά αεροσκάφη Rafale της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας πετούν πάνω από την Αεροπορική Βάση της Τανάγρας, πριν από την τελετή άφιξης των πρώτων αεροσκαφών Rafale από την Γαλλία, στις 19 Ιανουαρίου 2022. REUTERS/Alkis Konstantinidis

Βήμα 3ο: Ενέργειες που επιβεβαιώνουν την αρχική απαράδεκτη απαίτηση περί αποστρατιωτικοποίησης με μαζικές, «βαθιές» παραβιάσεις ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου και υπερπτήσεις ελληνικών νησιών.

Βήμα 4ο: Προσωποποίηση της αντιπαράθεσης προκειμένου να γίνει πιο συγκεκριμένη και σαφής η εικόνα του «αντιπάλου». Στόχος των προσωπικών επιθέσεων και από τον ίδιο τον Ερντογάν, ο Έλληνας πρωθυπουργός, καθώς και οι αρμόδιοι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, ακόμα και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Βήμα 5ο: Διακοπή, με απόφαση και δημόσια δήλωση-δέσμευση του Ερντογάν, κάθε διαύλου επικοινωνίας και διαλόγου σε ανώτατο επίπεδο, το οποίο είναι αυτό που στην Τουρκία λαμβάνονται ακόμα και οι πιο τακτικές αποφάσεις χαμηλής πολιτικής.

Βήμα 6ο: Δαιμονοποίηση του «αντιπάλου» με ακραίες και αστήρικτες κατηγορίες κατά της Ελλάδας για δήθεν: φιλοξενία και εκπαίδευση τρομοκρατών, απώθηση και διακινδύνευση της ζωής προσφύγων και μεταναστών, απειλητική ενίσχυση ενόπλων δυνάμεων, επιθετικό εξοπλισμό νησιών, οικοδόμηση εχθρικών συμμαχιών, όπως με την Γαλλία και τις ΗΠΑ.

Βήμα 7ο: Διαμόρφωση εσωτερικού μετώπου κατά της δαιμονοποιημένης αντιπάλου Ελλάδας με όχημα τα ελεγχόμενα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που έχουν ξεσπαθώσει απαιτώντας ακόμα και να καταληφθούν ελληνικά νησιά. Η ίδια ακραία ρητορική έχει υιοθετηθεί από την συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων και των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας.

Βήμα 8ο: Εγρήγορση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων με μεγάλης κλίμακας ασκήσεις, όπως η EFES 2022, που αξιοποιούνται ως σκηνικό και βήμα εκτόξευσης απειλών κατά της Ελλάδας και μάλιστα με αναφορές στη Μικρασιατική Καταστροφή στην επέτειο των 100 χρόνων.

Βήμα 9ο και ιδιαίτερα σοβαρό: Υιοθέτηση πρακτικών ψυχολογικού πολέμου, όπως το τουίτ του Τούρκου προέδρου στην ελληνική γλώσσα με σκοπό την «αδιαμεσολάβητη» αποστολή του μηνύματος-απειλής απευθείας στην κοινή γνώμη του αντιπάλου.

Βήμα 10ο Η εμφάνιση προκλητικότατων χαρτών που παρουσιάζουν μεγάλο τμήμα ελληνικού εδάφους να είναι, ή να πρέπει να γίνει, τουρκικό. Πρόκειται για τον ήδη αναφερθέντα «χάρτη Μπαχτσελί» ο οποίος δεν έχει ακόμα αποκηρυχθεί από την τουρκική ηγεσία.

Σε μια νέα εξέλιξη ο αντιπρόεδρος της Τουρκίας, Φουάτ Οκτάι, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το νέο πλωτό γεωτρύπανο της Τουρκίας που, σημειωτέον, ο ίδιος ο Ερντογάν ονόμασε «Αμπντούλ Χαμίτ Χαν», θα αρχίσει τον επόμενο μήνα έρευνες στη Μεσόγειο.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Η συσσωρευμένη ένταση στην περιοχή σε συνδυασμό με τη σταθερή πορεία απόκλισης της Τουρκίας από τη Δύση βάζει επιτακτικά στο τραπέζι ένα ερώτημα. Τι μέλλει γενέσθαι; Ποια πολιτική θα πρέπει να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ελλάδα, ως άμεσα θιγόμενος σύμμαχος, έναντι της Τουρκίας;

Η στάση της Ε.Ε., λόγω και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στην Τουρκία, χαρακτηρίζεται από αμηχανία, καθώς επιδιώκει αφενός να ανασχέσει την γεωπολιτική βουλιμία της Τουρκίας, αφετέρου να μην την εξωθήσει σε αποσύνδεση από την Δύση. Οι επαναλαμβανόμενες λεκτικές καταδίκες δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες ενέργειες. Η απειλή των κυρώσεων, αν και υπαρκτή, προς το παρόν δεν εφαρμόζεται.

Από ανάλογη λογική «μαστίγιου και καρότου» εμφορείται και η πολιτική των ΗΠΑ, αν και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ότι περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα με μορφή κυρώσεων όπως ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα, την συμπαραγωγή και την προμήθεια των υπερσύγχρονων αεροσκαφών F35. Θα είναι όμως ίδια η τελική κατάληξη για τα F16 που έχει ζητήσει η Άγκυρα;

Απέναντι στο «ανάστροφο» Ανατολικό Ζήτημα που δημιουργεί στον 21ο αιώνα η νεο-οθωμανική Τουρκία, η απάντηση της Δύσης, της Ευρωπαϊκής Ένωση και των ΗΠΑ, θα πρέπει να είναι μια στιβαρή πολιτική δύο βασικών στοιχείων: πρώτα ανάσχεση της επικίνδυνης αποσταθεροποιητικής πολιτική της Τουρκίας, και μετά σταδιακή προώθηση μιας προσεκτικά επεξεργασμένης θετικής ατζέντας συνεργασίας, με σαφή αιρεσιμότητα και ξεκάθαρα προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, η πολιτική της Δύσης έναντι της Τουρκίας δεν μπορεί παρά να βασίζεται στο τρίπτυχο «ανάσχεση, διάλογος, συνεργασία».

Αυτήν την κατεύθυνση ακολουθεί και η ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως εφαρμόζεται από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Μια πολυδιάστατη πολιτική που συνδυάζει διπλωματική και στρατιωτική αποτροπή με τρεις κύριες στοχεύσεις: (α) να αντιμετωπίσει και να περιορίσει τις έκνομες και επιθετικές ενέργειες της γειτονικής χώρας, (β) να προετοιμάσει στην βάση του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών έναν σαφώς οριοθετημένο διάλογο εκκινώντας από τις διερευνητικές επαφές και (γ) να συμβάλει στην αποκατάσταση μιας ωφέλιμης διμερούς συνεργασίας με σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας.

Ο διάλογος και η συνεργασία έχουν ανάγκη, αναπτύσσονται, και καρποφορούν μέσα σε ύφεση με διάρκεια. Όχι σε μικρά διαλείμματα στην ένταση. Όχι με εκβιασμούς, απειλές, παραβατικές συμπεριφορές και καταπάτηση δικαιωμάτων.

Στην ηγεσία της γειτονικής χώρας εναπόκειται να αντιληφθεί ότι η ανακίνηση ενός νέου τύπου Ανατολικού Ζητήματος καθώς και η αντιπαράθεσή της με την Δύση δεν πρόκειται να λειτουργήσουν προς όφελός της, όσους πόντους εσωτερικής δημοφιλίας και εάν αποφέρουν πρόσκαιρα στους εμπνευστές της αναθεωρητικής στρατηγικής.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 77 (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
[1] The Eastern Question, An Historical Study in European, by J.A.R. Marriott, Clarendon Press, Oxford, 1917

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Πηγή: foreignaffairs.com