Του Γιάννη Πρετεντέρη
Το 67% των Ελλήνων διαφωνεί με στρατιωτική βοήθεια της Ελλάδας στην Ουκρανία.
Το 65% ζητεί από την κυβέρνηση να κρατήσει ουδέτερη στάση μεταξύ εισβολέα και αμυνομένου, μεταξύ δηλαδή θύτη και θύματος.
Το 39% θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να συμμετέχει σε κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Ενώ το 23% πιστεύει ότι δεν έπρεπε καν να καταδικαστεί η ρωσική εισβολή (Public Issue, 21/3).
Σε άλλη έρευνα, το 13% τάσσεται υπέρ της Ρωσίας στον πόλεμο με την Ουκρανία αλλά το 30% κατά των κυρώσεων εναντίον της και το 66% κατά της αποστολής πολεμικού υλικού στην Ουκρανία (Metron, 23/3).
Λίγες μέρες νωρίτερα το 34% των Ελλήνων δήλωνε σε πανευρωπαϊκή έρευνα ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι «απαράδεκτη» αλλά «κατανοητή» (Politico.eu, 16/3).
Τι είναι αυτό άραγε που στα μάτια ενός στους τρεις Ελληνες καθιστά «κατανοητό» το «απαράδεκτο»;
Δεν χρειάζεται ίσως να διευκρινίσω πως όλες αυτές οι αντιδράσεις αποκλίνουν απολύτως από τις αντιδράσεις όλων των υπόλοιπων Ευρωπαίων, δυτικών κι ανατολικών, για το ίδιο θέμα.
Ούτε να σημειώσω πως για άλλη μια φορά σε ένα κορυφαίο διεθνές ζήτημα η Ελλάδα εμφανίζεται να μη συμμερίζεται ή έστω να συμμερίζεται με επιφύλαξη τον «δυτικό κανόνα» και την κυρίαρχη ευρωπαϊκή στάση.
Θα πρέπει να είμαστε η μοναδική δυτική χώρα όπου διάφοροι απόστρατοι αξιωματικοί περιφέρονται σε κανάλια και εφημερίδες συνιστώντας στους Ουκρανούς να παραδώσουν τα όπλα και να επιλέξουν τη συνθηκολόγηση. Ευτυχώς, δεν έφτασαν οι φωνές τους εκεί όπου οι άνθρωποι υπερασπίζονται πραγματικά την πατρίδα τους.
Ενα πρώτο ερώτημα είναι πώς βρεθήκαμε ξαφνικά με τόσους «δωσίκωλους» πρώην αξιωματικούς στον περίγυρο. Αυτοί προστάτευαν τη χώρα;
Ενα δεύτερο όμως είναι η απόκλιση από τον «δυτικό κανόνα». Διότι αυτοί οι ανεκδιήγητοι απόστρατοι θα ήταν απλώς συνταξιούχοι «ήρωες με παντούφλες», αν δεν εξέφραζαν (όπως φαίνεται) ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Προφανώς η νεότερη Ελλάδα είχε παλαιόθεν ένα ισχυρό αντιδυτικό ρεύμα. Συνήθως φανατικό, ολιγογράμματο και βλακώδες.
Στον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά και φανατικό «ανθενωτικό» που (σύμφωνα με τον χρονογράφο Δούκα) διακήρυξε την εποχή της Αλωσης το περίφημο «κρειττότερόν εστίν ιδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν», το «φακιόλιον» ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση στην πρώτη ευκαιρία. Τον αποκεφάλισε μαζί με τους γιους του.
Αλλά φυσικά το αντιδυτικό ρεύμα, ακόμη κι αν παραδοσιακά τροφοδοτείται από την Εκκλησία, τον σκοταδισμό ή την αμορφωσιά, δεν τα εξηγεί όλα.
Δεν φταίει δηλαδή ο Μέγας Δούκας, ούτε κάθε είδους σκιτζήδες κι αεριτζήδες στο πέρασμα των αιώνων, που ένα μέρος μιας δυτικής κοινωνίας όπως η ελληνική εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον εαυτό του σε μια φαντασιακή κι αναχρονιστική μουτζούρα.
Κι αυτό επειδή υπάρχει αντικειμενικά ένα ακροατήριο. Οχι μόνο το τυπικό ακροατήριο του ανορθολογισμού που μετακινείται με ευκολία από τους ψεκασμούς στα εμβόλια και από εκεί στον Πούτιν.
Αλλά ένα ευρύτερο ακροατήριο που προσφέρει στο αντιδυτικό ρεύμα ερείσματα. Για την ακρίβεια μιλάμε για τρία ακροατήρια ηττημένων, τα οποία ενίοτε αθροίζονται απέναντι στον κοινό εχθρό (τους) που είναι η Δύση.
Πρώτον, οι ηττημένοι του Εμφυλίου (1943 – 1949).
Αυτοί έδωσαν ανοιχτά και με το όπλο στο χέρι τη μάχη εκτροπής της Ελλάδας από τον δυτικό κόσμο, τις αξίες και τον πολιτισμό του.
Μπορεί να έχασαν παταγωδώς αλλά ακόμη και σήμερα οι επίγονοί τους ανακυκλώνουν μνήμες ηρωισμού μαζί με την ενδόμυχη πεποίθηση ότι μπορεί να ηττήθηκαν αλλά δικαιώθηκαν – άγνωστο από ποιον….
Στο μυαλό τους δεν υστέρησαν εκείνοι, ούτε λάθεψαν κάπου, αλλά φταίει η δυτική υπεροπλία που τους έβαλε από κάτω.
Δεύτερον, οι ηττημένοι της Μεταπολίτευσης (1974).
Η Μεταπολίτευση ήταν η τιμωρία των αβανταδόρων της κυπριακής καταστροφής. Κι εκείνοι μετέφεραν στη Δύση (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, ΝΑΤΟ…) την ευθύνη για την Κύπρο προκειμένου να τη βγάλουν από πάνω τους.
Τη στιγμή που είναι αδιαμφισβήτητο πλέον ότι το μεγάλο κρίμα για την τραγωδία βαραίνει τους ανεγκέφαλους «εθνικόφρονες», ακροδεξιούς και χουντικούς που με την ανατροπή του Μακάριου έσπρωξαν την Κύπρο στην αποσταθεροποίηση κι άνοιξαν τον δρόμο στην Τουρκία.
(Οποιοι διατηρούν ακόμη αμφιβολίες μπορούν να ανατρέξουν στο πρόσφατο βιβλίο του Αλ. Παπαχελά, «Ενα σκοτεινό δωμάτιο 1967 – 1974», Μεταίχμιο, 2021)
Τρίτον, οι ηττημένοι του Ψυχρού Πολέμου (1989).
Οι άνθρωποι δηλαδή που πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν «δεύτερο κόσμο» γεωπολιτικό αντίπαλο της Δύσης, ο οποίος θα στηριζόταν στην καταστολή, την ανελευθερία και την αστυνομοκρατία.
Οι ήττα τους φέρει προφανώς μια ισχυρή δόση διάψευσης για ένα τερατούργημα που είχαν εκλάβει ως ουτοπία. Αλλά και την απόλυτη απαξίωση του ιδεολογικού αμπαλάζ με το οποίο κυκλοφορούσαν για σαράντα περίπου χρόνια.
Τα τρία αυτά ακροατήρια δεν ταυτίζονται, ενδεχομένως ούτε καν επικαλύπτονται. Σίγουρα όμως συναθροίζονται. Και δημιουργούν μια αξιόλογη μάζα αναχρονισμού κι ανορθολογισμού στα θεμέλια της κοινωνίας μας.
Στο ερώτημα «Υπέρ ή κατά της Ρωσίας;» στον πόλεμο στην Ουκρανία έχουμε συντριπτικά ποσοστά «κατά» στο Κέντρο (79,7% Κεντροδεξιοί, 75,2% Κεντρώοι, 72,7% Κεντροαριστεροί). Αλλά η Ρωσία σκοράρει αξιοπρεπώς στους αυτοπροσδιοριζόμενους Δεξιούς (15,9%) και Αριστερούς (11,9%) (Metron, 23/3).
Κάπως έτσι είμαστε ίσως η μοναδική δυτική κοινωνία όπου καλλιτέχνες κάνουν (υποτίθεται) αντιπολεμικές εκδηλώσεις χωρίς καν να κατονομάζουν τον πόλεμο εναντίον του οποίου εκδηλώνονται.
Χωρίς να ξεχωρίζουν τον δολοφονημένο από τον δολοφόνο
Ισως επειδή είμαστε η μοναδική δυτική κοινωνία στην οποία η Δύση δεν είναι το αυτονόητο. Οφείλει κάθε φορά να αποδεικνύει ότι της αξίζει να συμφωνούμε μαζί της.
Πηγή: ot.gr