Το αύριο της κρίσης: η ακτινογραφία της αβεβαιότητας… Του Γιάννη Στούμπου

236

Του Γιάννη Στούμπου*

Ο φαύλος κύκλος έχει ξεκινήσει. Αντιδρώντας στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και επιδοματικών μέτρων, που μας έφεραν, έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια, σε μια σταδιακή αποκατάσταση των ισορροπιών με αισιόδοξες προοπτικές. Και μετά ήρθε ο πόλεμος. Πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες, που είναι αναντικατάστατες, και τις υλικές ζημιές, που είναι αντικαταστάσιμες με ιδιαίτερα υψηλό κόστος, έχουμε μια ενεργειακή κρίση που επηρεάζει ολόκληρο τον πλανήτη. Μια κρίση που ενισχύει την αβεβαιότητα, αποσυντονίζει εθνικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς και φέρνει τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής στην «αίθουσα επιχειρήσεων».

Πολλαπλές οι επιπτώσεις της παρούσας κρίσης, αλλά δύο είναι οι συνθήκες που οριοθετούν το πρόβλημα: οι τιμές της ενέργειας και ο πληθωρισμός. Η άνοδος των τιμών της ενέργειας αποτυπώθηκε άμεσα στην αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος τον Μάρτιο έφθασε στο 7,5% στην Ευρωζώνη και 8,5% στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Τέτοια ποσοστά οι χώρες αυτές δεν είχαν γνωρίσει για μία εικοσαετία και πλέον. Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να αντιδράσουν με όπλα νομισματικής πολιτικής και πολιτικής επιτοκίων, που συνήθως βρίσκουν τον στόχο τους σε περιόδους ειρήνης, αλλά εύκολα αστοχούν σε περιόδους πολέμου. Ιδιαίτερα η πολιτική επιτοκίων εφαρμόζεται βάσει προβλέψεων. Εχει προληπτικό χαρακτήρα, που στοχεύει να τιθασεύσει τους παράγοντες που «σπρώχνουν» τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα, όπως το κόστος παραγωγής ή την αύξηση της ζήτησης.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι κεντρικές τράπεζες είναι ότι σε αυτή τη συγκυρία κυνηγούν ουσιαστικά τον πληθωρισμό, αντί να ασκούν προληπτική πολιτική για να τον αποτρέψουν. Αυτό είναι πράγματι σαν να προσπαθείς να τρέξεις προς τα πίσω. Επιπλέον υπάρχει και μια ουσιαστική αντίφαση. Πώς συγκρατείται ο πληθωρισμός τη στιγμή που οι ίδιες οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν μέτρα δημοσιονομικής στήριξης στην προσπάθειά τους να ανακουφίσουν τους πολίτες από τα έκτακτα βάρη λόγω της ενεργειακής κρίσης;

Το κύριο ερώτημα είναι πότε θα τελειώσει η «τέλεια καταιγίδα» και τι μπορεί κανείς να περιμένει για την επόμενη μέρα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε πρόσφατες ομιλίες του επισημαίνει ότι «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι παράγοντες της αγοράς μπορεί να χρειαστεί να περιηγηθούν σε θυελλώδη και αχαρτογράφητα ύδατα τους επόμενους μήνες», με ορατό το πρόβλημα του στασιμοπληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη πάρει το όπλο τους. Στην Αμερική, στην Ευρώπη και στην Αγγλία τα επιτόκια αυξάνονται, με περαιτέρω αυξήσεις να αναμένονται στο άμεσο μέλλον. Ορισμένες προβλέψεις είναι πράγματι ανησυχητικές. Η Fed αναμένει ότι το επιτόκιο θα αυξηθεί κοντά στο 2% μέχρι το τέλος του έτους – μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα απ’ ό,τι προέβλεπε τον Δεκέμβριο. Η περίοδος των επιτοκίων κοντά στο 0% έχει τελειώσει οριστικά.

Αλλά όλοι οι κύκλοι έχουν το τέλος τους, ακόμα και οι φαύλοι. Το βάθος και το εύρος των οικονομιών των ΗΠΑ και της Ε.Ε. έχουν όλες τις προϋποθέσεις για τον περιορισμό των επιπτώσεων και τη σταδιακή αποκατάσταση της ισορροπίας. Αυτό καταδεικνύεται από τις προβλέψεις ότι οι οικονομίες της Δύσης το 2022 δεν θα περάσουν σε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Η Αμερική προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8%, ενώ η Ε.Ε. μειώνει τις προσδοκίες, ελπίζοντας πάντως σε αύξηση κοντά στο 3%. Στην Ελλάδα πρέπει να ανησυχούμε λίγο περισσότερο. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι πιο ευάλωτες σε περιόδους κρίσεων. Εισερχόμαστε σε μια περίοδο μεγαλύτερης αβεβαιότητας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Αυτά δεν είναι καλά νέα για οικονομίες με υψηλό δείκτη χρέους που πρέπει να διατηρήσουν ανοιχτές δύο επιλογές: να δανείζονται φθηνά και να διατηρήσουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε χαμηλά επίπεδα.

Αλλά επειδή εκτός από την Αμερική και την Ευρώπη υπάρχει και ο υπόλοιπος κόσμος, να σημειώσουμε ότι οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης θα παραμείνουν αισθητές για κάποιο χρονικό διάστημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ΟΟΣΑ, σε πρόσφατη μελέτη, υπολογίζει ότι οι τιμές του πετρελαίου το 2022 θα παραμείνουν αυξημένες κατά 35%, του φυσικού αερίου κατά 85% και των σιτηρών κατά 90% πάνω από τον μέσο όρο πριν από τον πόλεμο. Αυτό θα επηρεάσει όλες τις οικονομίες, και τις μεγάλες και τις μικρές, και τις ανεπτυγμένες αλλά και τις αναπτυσσόμενες. Η ενέργεια είναι το θεμέλιο όλων των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η αύξηση των τιμών θα επηρεάσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, τις καταναλωτικές δαπάνες, τις επενδύσεις. Όσον αφορά τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι επιπτώσεις θα είναι από ολέθριες μέχρι καταστροφικές. Το ΔΝΤ προβλέπει συρρίκνωση της ουκρανικής οικονομίας κατά 50% για το 2022, χωρίς ακόμη να έχει τελειώσει ο πόλεμος. (Αξίζει να σημειώσουμε ότι το ΑΕΠ της Ουκρανίας για το 2022 προβλέπεται να είναι περίπου 20% χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας). Η ρωσική οικονομία επίσης θα πληρώσει ακριβά όχι μόνο την εισβολή, αλλά και τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ύφεση το 2022 που θα κυμανθεί μεταξύ 10% και 15% και μπορεί να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο ανάλογα με τη διάρκεια του πολέμου. Όσον αφορά τη Ρωσία και την Κίνα, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει το Economist Intelligence Unit (23 Μαρτίου), εδραιώνεται μια νέα εταιρική σχέση που «ίσως να μη γνωρίσει όρια», όπως έχει ειπωθεί πρόσφατα από τους ηγέτες των δύο αυτών χωρών. Η οικονομική συνεργασία τους όχι μόνο θα υπονομεύσει την ισχύ των κυρώσεων της Δύσης, αλλά θα ενισχύσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους, τις κινεζικές επενδύσεις στον τομέα των πρώτων υλών, καθώς και τη συνεργασία σε τεχνολογικούς τομείς όπου η Κίνα έχει πλέον αποκτήσει δεσπόζουσα θέση παγκοσμίως.

Ένα είναι σίγουρο, ο ολέθριος αυτός πόλεμος θα τελειώσει. Υπάρχει, όμως, κάτι που μπορούμε να διακρίνουμε να αναδύεται από αυτή την κρίση; Η Ευρώπη, θύμα της ενεργειακής κρίσης, είναι «καταδικασμένη» να επανεξετάσει την πολιτική στο θέμα αυτό. Η μερική, τουλάχιστον, ενεργειακή της απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια είναι επιβεβλημένη. Αυτό δεν είναι ούτε εύκολο ούτε φθηνό ως λύση, και δεν μπορεί να είναι άμεσο. Αλλά τα εναλλακτικά σχέδια είναι ήδη στο τραπέζι. Περιλαμβάνουν τον επανασχεδιασμό των αγωγών μεταφοράς ενέργειας, τη διαφοροποίηση των παρόχων και την ανάπτυξη μιας ενιαίας ενεργειακής και τιμολογιακής πολιτικής στην Ε.Ε. για όλων των ειδών τα ορυκτά καύσιμα. Η Αμερική προσφέρεται να πολλαπλασιάσει την παροχή υγροποιημένου φυσικού αερίου, η Σαουδική Αραβία μπορεί να εξαναγκαστεί να διπλασιάσει την παραγωγή της, κάτι που είναι άμεσα εφικτό, το Ιράν και η Βενεζουέλα μπορούν να διασφαλίσουν τις απαιτούμενες ποσότητες αν αρθούν οι κυρώσεις που τους έχουν επιβληθεί, ενώ τα κοιτάσματα στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο καθίστανται εκμεταλλεύσιμα. Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι και η Ρωσία θα επανέλθει ως προμηθευτής ενέργειας, αλλά με παραγωγή αρκετά χαμηλότερη από τα 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα που παρήγε πριν από τον πόλεμο. Εξίσου σημαντικές εξελίξεις αναμένονται όσον αφορά τον ρυθμό, την ταχύτητα και το εύρος ανάπτυξης άλλων μορφών ανανεώσιμης και πράσινης ενέργειας.

Όλες οι κρίσεις καταλήγουν σε επίλυση. Το πιο τραγικό είναι ότι και οι περίοδοι μακράς ειρήνης καταλήγουν σε κρίσεις, πολλές φορές εμπόλεμες. Η ιστορία μας διδάσκει ότι στο τέλος όλοι «μαζεύουν τα κομμάτια τους» και συνεχίζουν. Συνεχίζουν με τη βεβαιότητα ότι τα χειρότερα πέρασαν, αλλά και την πικρή διαπίστωση ότι και αυτή η κρίση δεν θα είναι η τελευταία. Μια αγγλική παροιμία το περιγράφει καλύτερα: «Οι μέρες είναι πάντα πιο σκοτεινές πριν από το ξημέρωμα και πιο φωτεινές πριν από τη δύση».

*διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος