Το δίδαγμα της Σιγκαπούρης στη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας… Του Eric Parrado

195

Του Eric Parrado*

Από την κατάρρευση του καθεστώτος μετατρεψιμότητας της Αργεντινής στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι τις πρόσφατες συζητήσεις για την περίπτωση μεγαλύτερης ευελιξίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την Κίνα, οι τελευταίες δυο δεκαετίες έχουν δει μια έντονη συζήτηση αναφορικά με το βέλτιστο καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίας για μεγάλες και μικρές οικονομιες.

Αυτή η συζήτηση έχει υποστηριχθεί από μια σημαίνουσα ακαδημαϊκή συναίνεση ότι τα μόνα βιώσιμα καθεστώτα είναι οι σκληρές συνδέσεις ενός νομίσματος με ένα άλλο ή η ελεύθερη κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία – η λεγόμενη «διπολική άποψη».

Ωστόσο, οι πραγματικές εμπειρίες πολλών χωρών από καιρό υποδηλώνουν πως αυτή η διχοτόμηση είναι υπερβολικά απλοϊκή. Η έντονη μεταβλητότητα σε αρκετές χώρες έχει εγείρει ανησυχίες για νομισματική αστάθεια και «πέρασμα» στον πληθωρισμό.

Εν τω μεταξύ, η σχετική σταθερότητα οικονομιών όπως αυτή της Σιγκαπούρης κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει τονίσει τα δυνητικά οφέλη της χρήσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως εργαλείου νομισματικής πολιτικής.

Αντί να στοχεύσει στα επιτόκια, η Νομισματική Αρχή της Σιγκαπούρης (MAS) διαχειρίζεται τη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου της Σιγκαπούρης έναντι ενός σταθμισμένου στο εμπόριο καλαθιού νομισμάτων. Η MAS προσαρμόζει τον ρυθμό της ανατίμησης ή υποτίμησης για να πετύχει τους στόχους της για τον πληθωρισμό, διεξάγοντας ουσιαστικά στόχευση για τον πληθωρισμό με εργαλείο τη συναλλαγματική ισοτιμία. Πρόκειται για μια καινοτόμο προσέγγιση που έχει αποφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα: από τη δεκαετία του 1980, η Σιγκαπούρη απολαμβάνει χαμηλό πληθωρισμό, υψηλή ανάπτυξη και μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στους κραδασμούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια νέα μελέτη της Inter-American Development Bank παρέχει μια ενδελεχή οικονομική λογική του πλαισίου της Σιγκαπούρης, τουλάχιστον για τις οικονομίες που είναι ιδιαίτερα ανοικτές στο εμπόριο.

Με τη χρήση μακροοικονομικών μοντέλων βαθμονομημένων στα δεδομένα από τη Σιγκαπούρη και τη Χιλή, η μελέτη βρήκε πως η διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μπορεί να προσφέρει σημαντικά κέρδη ευημερίας -που ισοδυναμούν με μια μόνιμη αύξηση της κατανάλωσης κατά 1,5%- για τις εξαιρετικά ανοικτές οικονομίες όπως η Σιγκαπούρη, όπου οι εξαγωγές και οι εισαγωγές ανέρχονται σε σχεδόν τρεις φορές το ΑΕΠ.

Η λογική είναι ξεκάθαρη. Σε μια πολύ ανοικτή οικονομία, η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έχει υπέρμετρη επίπτωση στον πληθωρισμό, την παραγωγή και το βιοτικό επίπεδο. Προσαρμόζοντας τον ρυθμό της ανατίμησης ή υποτίμησης του νομίσματος, οι νομισματικές αρχές μπορούν να χαλιναγωγήσουν αυτή την αστάθεια και να προσφέρουν μεγαλύτερη μακροοικονομική σταθερότητα.

Η παγίδα είναι ότι τα οφέλη μιας διαχειρίσιμης συναλλαγματικής ισοτιμίας αυξάνονται με το άνοιγμα του εμπορίου. Για τη Χιλή, η μελέτη εκτιμά ότι η μετάβαση σε ένα σύστημα τύπου Σιγκαπούρης θα μείωνε την ευημερία κατά 0,5%, δεδομένου ότι τα τρέχοντα επίπεδα εμπορίου ανέρχονται σε περίπου 70% του ΑΕΠ. Αν όμως το εμπόριο της Χιλής αυξανόταν σε ποσοστό άνω του 100% του ΑΕΠ, ο υπολογισμός θα αντιστρεφόταν και η περίπτωση της ελεγχόμενης ισοτιμίας θα άρχιζε να φαίνεται καλύτερη από αυτήν της ελεύθερης ισοτιμίας.

Αυτό υποδηλώνει πως το βέλτιστο καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίας μπορεί να εξελιχθεί μαζί με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας οικονομίας. Καθώς οι αναπτυσσόμενες οικονομίες ενσωματώνονται περισσότερο στα παγκόσμια εμπορικά δίκτυα, μπορεί να χρειαστεί να εξετάσουν έναν μεγαλύτερο ρόλο για τη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ως κάθε ανοικτή οικονομία θα πρέπει να υιοθετήσει μια στόχευση συναλλαγματικής ισοτιμίας όπως αυτή της Σιγκαπούρης. Η ελεγχόμενη διακύμανση μπορεί να αυξήσει την ευπάθεια σε κερδοσκοπικές επιθέσεις ή κρίσεις «αιφνιδιαστικής διακοπής» σε χώρες με χαμηλή αξιοπιστία κεντρικής τράπεζας ή σημαντικά χρέη σε ξένο νόμισμα. Αλλά η κεντρική διαπίστωση -ότι ο βέλτιστος βαθμός ευελιξίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται καθοριστικά από το εμπορικό άνοιγμα- είναι σημαντική για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.

Το μάθημα είναι πως κανένα καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν είναι σωστό για όλες τις χώρες ανά πάσα στιγμή. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε ανοικτές οικονομίες θα πρέπει να προσαρμόζουν την προσέγγισή τους στις δικές τους συνθήκες, χρησιμοποιώντας με σύνεση τον μοχλό της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την πλοήγηση σε μια ολοένα και πιο ολοκληρωμένη αλλά ασταθή παγκόσμια οικονομία. Μερικές φορές, ο φόβος για την ελεύθερη διακύμανση μπορεί να μην είναι τελικά τόσο παράλογος. Καθώς η παγκόσμια νομισματική τάξη συνεχίζει να εξελίσσεται, είναι ένα μάθημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Τα ευρήματα αυτής της μελέτης υποδηλώνουν ότι τα ενδιάμεσα καθεστώτα μπορούν να είναι τόσο βιώσιμα, όσο και ωφέλιμα υπό ορισμένες συνθήκες, ιδίως για τις ιδιαίτερα ανοικτές οικονομίες. Και καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες συνεχίζουν να αποκτούν οικονομικό βάρος και επιρροή, ενδέχεται να υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για εναλλακτικά νομισματικά πλαίσια που μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες και τις συνθήκες τους.

Το μοντέλο της Σιγκαπούρης, που επικεντρώνεται στη χρήση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως εργαλείο πολιτικής, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα πολύτιμο πρότυπο για χώρες που θέλουν να ισορροπήσουν τα οφέλη της παγκόσμιας ενσωμάτωσης με την επιτακτική ανάγκη εγχώριας οικονομικής σταθερότητας. Αυτό θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε ένα πιο διαφοροποιημένο και ανθεκτικό παγκόσμιο νομισματικό τοπίο.

* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι chief economist της  Inter-American Development Bank

Πηγή: euro2day.gr