Σχετικά με την έννοια και την πρόσληψη του κλασικού
Από τη διαμόρφωση στην De Re Aedificatoria και στην ύστερη Ενετική Αναγέννηση
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΣΕΤΣΗ*
Την εποχή του Περικλέους κι αυτή που ακολούθησε, στην ακμάζουσα Αθήνα και στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, αναδύεται μία ατμόσφαιρα εξαιρετικής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. αναπτύσσονται ρεύματα σκέψης μοναδικής διεισδυτικότητας σε καίριους τομείς γνώσης, που έως τότε κινούνταν στον εμπειρισμό, στο ημίφως του Μύθου και στην πλάνη της προκατάληψης.
Ένας πολιτισμός άνθησε, μετά από μία μακρά διαδρομή, διήρκησε και άσκησε τέτοια επιρροή ώστε να καταστεί έκτοτε κτήμα όλης της ανθρωπότητας.
Είναι η περίοδος που ο Ελληνικός αυτός κόσμος αναζητά την εξήγηση σε στέρεες βάσεις, των καταβολών και της δομής του Σύμπαντος, ως φυσικού φαινομένου. ολοκληρωμένου και συνεκτικού. εντασσόμενου σε ένα σύστημα που συμπεριλαμβάνει την Ηθική -τον τρόπο του «ευ-κοινωνείν»- την Πολιτειακή άρθρωση, την Πολιτική Διακυβέρνηση, τη Λογική, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τη Μηχανική, τη Ρητορική, τις αρχές του Στοχασμού και των Τεχνών.
Συγκροτούν Σχολές σκέψης, οι οποίες αναμετρώνται, στη βάση επιχειρημάτων, δίχως ανώφελες συγκρούσεις, ενίοτε συντίθενται σε ένα νέο στοχαστικό corpus.
Αυτό το ιδιαίτερα γόνιμο κλίμα για Έρευνα και Δημιουργία, βρίσκει στην Αθήνα της Δημοκρατίας το πλέον πρόσφορο έδαφος. τα ανθρώπινα επιτεύγματα κατακτούν τις πιο υψηλές αναβαθμίδες. τα θεμέλια της «αναζήτησης της εν των παντί αληθείας» -η πεμπτουσία αυτής της πνευματικής στάσης- είναι εδραία μέσα στους Πολιτειακούς θεσμούς του «κλεινού άστεως».
Οι γνώσεις, με πρωτοβουλία κυρίως των Σχολών -οι Αρχηγέτες Πλάτωνας και Αριστοτέλης πρωτοστατούν -συστηματοποιούνται, καταγράφονται, διδάσκονται, διαχέονται, εμπλουτίζονται-. αποτελούν αντικείμενο διαφοροποιήσεων, ακόμη και αμφισβητήσεων.
κατασταλάζουν ή και παγιώνονται ως ενιαία πνευματικά σύνολα.
Η εποχή είναι προορισμένη να γράψει Ιστορία -να την αλλάξει. είναι η ίδια, Ιστορία
Η διδασκαλία προσφέρει ερεθίσματα. εκπέμπει Φώς, παντού στην κοινωνία. η πρόσληψη απαιτεί προετοιμασία, σε ορισμένους τομείς μακρά, επίμονη και κατάλληλες διανοητικές διεργασίες.
Ανοίγονται νέοι ορίζοντές. πεδία συσκοτισμένα, βρίσκουν τον μίτο.
Μεταξύ αυτών, στον Πλατωνικό «Τίμαιο» καταγράφεται η πρώτη μαθηματικοποιημένη ερμηνεία της δημιουργίας του Κόσμου. Γραμμένο περί το 360 π.Χ., το σύγγραμμα άσκησε επί μακρόν και αποφασιστική επιρροή, η οποία ουδόλως περιορίζεται στη Φυσική. Ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος Α», μας μεταφέρει ότι μόνον ο Πλάτωνας διέσωσε την Πυθαγόρεια «Περί Φύσεως», θεώρηση και διερεύνησε την εν λόγω φιλοσοφία «αξίως ο διάλογος αντιλαμβάνεται»: «και ως μόνος ο Πλάτων το Πυθαγόρειο ήθος της περί την φύσιν θεωρίας διασωσάμενος ελειτούργησε την προκειμένην διδασκαλίαν» (1, 24-26).
Η πρόθεση του Πλάτωνα ήταν να πραγματευτεί «της όλης φυσιολογίας[…..[ και ως προς του παντός ανήκει θεωρίαν», σύμφωνα με τον Πυθαγορικό τρόπο με συνεκτική και αλληλοσυνδεόμενη μέθοδο.
Εισάγονται οι έννοιες της αριθμητικής αναλογίας, της μεσότητας, της συμμετρίας και της αρμονίας, συντελεστές που «κυριαρχούν» από τότε στην Αισθητική και στην Αρχιτεκτονική (και) με την ευρύτερη έννοια της.
Η κατανόηση των δομικών στοιχείων μίας σύνθεσης αυτής της περιόδου, προαπαιτεί εξοικείωση με τα κύρια φιλοσοφικά συστήματα του πυρήνα της κλασικής εποχής: του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθώς και άλλα κύρια ρεύματα διανόησης, όπως του Πλωτίνου και του Πρόκλου. τα οποία παρατίθενται υπό μορφή κριτικής σύνθεσης στο εκτενές εισαγωγικό σημείωμα.
Με άξονα τις παραπάνω κρίσιμες σχεδιαστικές για την «Υψηλή Τέχνη της Αρχιτεκτονικής» (Vitruvius), παραμέτρους, όπως αυτές διατυπώνονται στον «Τίμαιο» -η Αρχιτεκτονική στο παρόν προσεγγίζεται ως ενιαίο σώμα: Αισθητική, Αρχιτεκτονική, Πόλη- επιχειρεί να καταγράψει και υπό μία έννοια να ανασυνθέσει, την πορεία των μεγεθών αυτών: από τη διαμόρφωσή τους, στην “De re aedificatoria”, έως την ύστερη Ενετική Αναγέννηση.
Να αναδείξει, να αναλύσει, να ερμηνεύσει, να αποτιμήσει την παρουσία τους στο χρόνο, που φαίνεται αδιάλειπτη. να σταθμίσει την επίδρασή τους.
Ο Αθηναίος φιλόσοφος ως κεντρική μορφή με το Σταγερείτη. στη μεγαλειώδη σύνθεση του Raffaello «Σχολή των Αθηνών» -κρατά στο χέρι του την πραγματεία του «Τίμαιου»- δίνοντας το μέτρο της επίδρασή τους στο χρόνο.
Ο διάλογος του «Τίμαιου»
Σε τι έγκειται η μοναδικότητα αυτής της συγκλονιστικής αφήγησης «Περί Κατασκευής του Κόσμου»; Και πως σχετίζεται με την Τέχνη της Αρχιτεκτονικής -νοούμενης όχι μόνον ως οικοδομική δραστηριότητα και τεχνική στυλιστικών επινοήσεων & λειτουργικότητας, αλλά και ως φορέα συμβολισμών και συναρμογής με τους ίδιους κανόνες που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα;
Τι είναι αυτό που οδήγησε τους Έλληνες να θεωρούν το Κάλλος και την Αρμονία της διάταξης του Σύμπαντος, ως τις υπέρτατες εκφάνσεις του Αγαθού. το οποίο ο Αθηναίος Φιλόσοφος αναβιβάζει «ως γαρ πάντων των όντων αιτιόν εστί τα’ Αγαθόν» [Πρόκλος: «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος Β΄» (Β56, 3-4)]; Ο ίδιος στο «Φίληβο», δείχνει ότι «αν δεν είμαστε ικανοί να συλλάβουμε το Αγαθό με μία μόνον μορφή του, ας το συλλάβουμε με τρεις: το Κάλλος, τη Συμμετρία και την Αλήθεια».
Σύμφωνα με τον Πυθαγόρειας έμπνευσης διάλογο, ο ορατός και ο αισθητός κόσμος, δημιουργήθηκε βάσει ενός αιώνιου και ακλόνητου «Υποδείγματος», ακατάληπτου στις αισθήσεις, ως εικόνα και έκτυπό του.
Ο Αγαθός Δημιουργός, «ως άλλος τεχνίτης» -«απεργασμένης ήδη της Ψυχής» (Πλούταρχος: «Περί της εν Τιμαίου ψυχογονίας»)- για να δώσει μορφή στην άμορφη , ασύνδετη και ακατάστατα διασκορπισμένη ύλη, την περιέκλεισε σε συναρμολογούμενα κανονικά στερεά, από τρίγωνα «ταις εν των τριγώνων συναρμοττομένων επιφανείαις (Πλούταρχος, op. cit). Τα πρωταρχικά αυτά στοιχεία κατηγοριοποιούνται σε δύο είδη τριγώνων: το ισοσκελές ορθογώνιο και το ορθογώνιο σκαληνό. Τα δυο αυτά είδη συνδυαζόμενα με αριθμητικούς και γεωμετρικούς κανόνες, συγκροτούν τα τέσσερα πολυεδρικά στερεά, τα οποία αποτελούν τα συστατικά των τεσσάρων στοιχείων: Το τετράεδρο αντιστοιχεί στη φωτιά, το εξάεδρο στη γη, το οκτάεδρο στον αέρα και το εικοσάεδρο στο ύδωρ. Το πέμπτο κανονικό πολύεδρο – το δωδεκάεδρο, το οποίο συντίθενται από δώδεκα πεντάγωνα -λειτουργεί ως ουράνια σφαίρα. Η κατασκευή των κανονικών πολύεδρων προϋποθέτει μαθηματικές γνώσεις. Πως; Με τον αριθμό, την αναλογία και την αρμονία, ο Δημιουργός έχει διατάξει την ουσία του Σύμπαντος ερμηνεύει, αν όχι αποκαλύπτει ο Πλούταρχος (op. cit). Η δε αρμονία παράγει το κάλλος, ολοκληρώνει ο Σαλούστιος («Περί Θεών του Κόσμου»).
Η κατασκευή η οποία προέκυψε ως σώμα του κόσμου, θα πρέπει να εκληφθεί ως εικόνα της αναλογίας: «σώμα του κόσμου γενομένην σύνταξιν εικόνα λαβείν, της αναλογίας”, (Πλούταρχος, op. cit).
Η δε αναλογία βρίσκεται στον αριθμό, κατά τον Σέξτο Εμπειρικό – «αλογία δ’ εν αριθμώ», στο «Προς Μαθηματικούς»- αναφερόμενος στους Πυθαγόριους. οι οποίοι (αριθμοί) συντίθενται «κάλλιστα» διά της αναλογίας, όπως επισημαίνει στο «Εις τον Τιμαίον Πλάτωνος Γ» ο Πρόκλος.
Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, θα μπορούσε να λεχθεί, ότι ο κόσμος μέσω της αναλογίας, συγκροτείται ως «αρμονική τάξη» . κοσμοθεωρία, η οποία κατανοείται βάσει των μαθηματικών αναλογιών, όπως εκφράζονται στην άρθρωση των κανονικών πολυέδρων.
Διακρίνονται τρεις αναλογίες μεταξύ τριών αριθμών: η αριθμητική, η γεωμετρική και η αρμονική αναλογία. Είναι η τετρακτύς, κατά τον Σέξτα Eμπειρικό , στο «Προς Λογικούς», η οποία υπαγορεύει την αναλογία των συμφωνιών που συγκροτούν την τέλεια αρμονία – «συμφωνίαι της τελείου αρμονίας»)- βάσει της οποίας οικοδομούνται τα πάντα: «Εν τούτοις τοις αριθμοίς <οι> τελειότεροι των συμφωνούν ευρίσκονται λόγοι» (Πλάτων, Θέων Σμυρναίος, Νικόμαχος ο Γερασινός, Ιάμβλιχος, κ.α.).
Η έννοια του κλασικού
Οι παραπάνω θεωρήσεις και διεργασίες στο εξεταζόμενο πεδίο, είναι δηλωτικές του τι ορίζει την έννοια και το περιεχόμενο του κλασικού στην Αρχιτεκτονική Τέχνη. και (που) ενθυλακώνουν και τις άλλες, επίσης θεμελιώδεις συνιστώσες της: Δομικές, μορφολογικές, λειτουργικές, διάταξης των επί μέρους στοιχείων.
Στην Τέχνη αντίστοιχα, είναι ο Πολυκλείτειος «Κανόνας» και η αναμέτρηση αυτού του υποδείγματος των αναλογιών από τις γενιές που ακολούθησαν -στον πνεύμα της δημιουργίας του Αργείου γλύπτη- οι οποίες, θα μπορούσε να λεχθεί ότι εκφράζουν την έννοια του κλασικού.
Αναφορικά με την Πόλη, η σχετική θεματική, δεν περιορίζεται στις ρυμοτομικές χαράξεις και στο εγχείρημα συντονίας τους με τις «σταθερές» της Συμπαντικής τάξης, όπως αναλύονται στον «Τιμαίο». Περιλαμβάνονται ως συστατικό στοιχείο, η ευρύτερη οργάνωσή της, η Πολιτειακή, η κοινωνική, το μέγεθος, η διάταξη και συν-πλοκή των λειτουργιών άρθρωσης, τη γενικότερη χωροθέτηση: το αποτύπωμα του Ιπποδάμου, Αρχετυπικό και επιχειρησιακό παρότι, μερικώς κατανοημένο (αν όχι παραννοημένο), παρέμεινε ανεξίτηλο.
Ποιές είναι αυτές οι σχεδιαστικές, αρχές, ενδεικτικά ασφαλώς, οι οποίες χαρακτηρίζουν τα έργα ενός κόσμου που αποκαλείται κλασικός.
Ειδικότερα, την απάντηση για το πώς συνδέεται ειδικότερα σχεδιασμός της Πόλης, με την Πλατωνική – Πυθαγόρεια Κοσμολογία, την δίνει ο Ιππόδαμος στην Πολιτεία του, όπως τη διέσωσε ο Ιωάννης Στοβαίος:
«Η θεότητα έβαλε τον άνθρωπο, το ποιο επινοητικό όν , να κατοικήσει μέσα στην αρμονική διάταξη του σύμπαντος σαν ομοίωμα της δικής της φύσης και σαν ένα μάτι της διακόσμησης των όντων {…} μιμήθηκε τη διακόσμηση του σύμπαντος συγκροτώντας πολιτική κοινωνία με τη δικαιοσύνη και τους νόμους. Διότι δεν έχει δημιουργηθεί από τους ανθρώπους κανένα έργο τόσο ταιριαστό με την αρμονική τάξη και σύμπαντος και αντάξιο των θεών, όσο η συγκρότηση ευνομούμενης πολιτείας και η διακόσμηση νόμων και πολιτεύματος».
Η πόλη του Πλατωνικού ιδεώδους αντανακλά τις αντιλήψεις του για τις αρμονικές αναλογίες – η οποίες αποκτούν τους λόγους των πλανητικών κινήσεων και συνδέονται με τα διαστήματα των μουσικών κλιμάκων. Στους «Νόμους» συγκεκριμένα -όπου το εγχείρημα της μεταφοράς του ιδεατού σε συνθήκες πραγματικότητας- είναι έκδηλη η μαθηματική προσέγγιση:
«Αυτό είναι το μαθηματικό πλαίσιο από το οποίο θα προκύψους οι φατρίες, οι δήμοι, οι κοινότητες…».
Οι οικοδομική πρακτική είναι σε συντονία με τον θεωρητικό τάπητα του σχεδιασμού:
Οι μετρήσεις του Αλέξανδρου Παπανικολάου, πιστοποιούν ότι ο για τον Ναό της Ηφαίστου «οι νόμοι που διέπουν τα έτη του Ναού, είναι νόμοι έλλογοι ενέργεια από τους λόγους του
«Τίμαιου» . διαπίστωση με γενικότερη ασφαλώς ισχύ για την Ελληνική Αρχιτεκτονική.
Ο Πλωτίνος, στο «Περί του Καλού», σύγγραμμα του υιοθετεί τις Πλατωνικές Ιδέες:
[…]. Και πως ο αρχιτέκτονας, που συνταιριάζει το έξω σπίτι με την ιδέα του σπιτιού εντός του, ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο; Η αιτία είναι ότι το εξωτερικό σπίτι, πέρα από τις πέτρες, είναι η εσωτερική ιδέα μοιρασμένη στον εξωτερικό όγκο της πέτρας, ένα ιδιαίτερο. Είναι που αναπαρίσταται στα πολλαπλά σώματα» {Πλωτίνος: «Περί του καλού», Εννεάς Πρώτη. Κάκτος 2000].
Οι αποφάνσεις του Σέξτου Εμπειρικού στο «Προς Μαθηματικούς», συνοψίζουν τις αντιλήψεις μιας ολόκληρης εποχής: «Καμία Τέχνη δεν προκύπτει χωρίς αναλογία και η αναλογία βρίσκεται στον αριθμό. Η κάθε τέχνη προκύπτει μέσω του αριθμού {…}. Άρα υπάρχει κάποια αναλογία στη γλυπτική και επίσης κάποια αναλογία στη ζωγραφική» -« δι’ ήν ομοιότης κατ’ παραλλαξίαν κατορθούται».
Ασφαλώς οι θεωρήσεις δεν είναι μονοσήμαντες, συχνά αντι-μάχονται: Στην Πλατωνική αντίληψη του Κάλλους, ως αυτής που μετέχει στην Ιδέα του Κάλλους, ο Σταγιρείτης μη αποδεχόμενος την, αντιτείνει: «το γαρ καλόν εν μεγέθει και τάξει εστίν». ο Νεοπλατωνικός Πλωτίνος: «ταυτόν αγαθόν τε και καλόν».
Ο δε Αντισθένης απορρίπτει την συγκρότηση της πόλης, κρίνοντας ότι εκεί βρίσκεται το σπέρμα της αδικίας και όλων των δεινών. Η ιδανική για τον Κυνικό αυτό στοχαστή Πολιτειακή οργάνωση, αποτελεί η επιστροφή σε αρχέγονες καταστάσεις, όπου ο άνθρωπος βρίσκει την ελευθερία και την ευδαιμονία, δίχως παντός φύσεως διακρίσεις.
Αλλά δεν είναι αυτός ο σπινθήρας των αντιθέσεων που ανάβει τον Πυρσό της αληθούς γνώσης;
Η πρόσληψη του κλασικού
Ποιος ο βαθμός πρόσληψης του κλασικού -και ειδικότερα της Ελληνικής δημιουργίας;
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ρώμη -τον άλλο πυλώνα του κλασικού -οι λόγοι των μερών του Ελληνικού Ναού, απαντώνται ως απλοποιητικές αναλογίες στον Vitruvius (Αλέξανδρος Παπανικολάου).
Οι ρυμοτομικές χαράξεις του Ρωμαϊκού Urbis, διασώζουν σε ένα βαθμό την Ιπποδάμεια σχεδιαστική πρακτική, δίχως να εντάσσονται σε μία γενικότερη «Περί Πολιτείας» αντίληψη.
Ο Le Corbusier, μελετώντας την Αρχιτεκτονική της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, αντλεί «συμπεράσματα για τους δύο τρόπους», από το παράδειγμα της Βυζαντινής τεχνοτροπίας του Ναού της Santa Maria di Cosmedin στη Ρώμη:
«Αληθινοί Έλληνες ήρθαν και έχτισαν την Παναγία του Κοσμηδίου (Santa Maria di Cosmedin). Μια Ελλάδα πολύ απομακρυσμένη από τον Φειδία, που διατήρησε όμως τον σπόρο του, δηλαδή την αίσθηση των αναλογιών, τα μαθηματικά χάρη στα οποία το τέλειο είναι προσιτό. Αυτή η τόσο μικρή εκκλησία της Παναγίας, η εκκλησία των εξαθλιωμένων, διακηρύσσει μέσα στην κραυγαλέα πολυτέλεια της Ρώμης, τη μεγαλοπρέπεια των μαθηματικών, την ακατανίκητη ισχύ των αναλογιών, την κυρίαρχη ευγλωττία των συσχετισμών.
[…] Η Ελλάδα μέσω Βυζαντίου, καθαρή δημιουργία του πνεύματος. Η Αρχιτεκτονική δεν είναι μονάχα διάταξη, ωραία πρίσματα κάτω από το Φως. Υπάρχει κάτι που μας γοητεύει κι αυτό είναι το μέτρο. Μετρώ. Κατανέμω τις ποσότητες με ρυθμό, ζωντανεμένες με ίση πνοή, για να διαπεράσει τα πάντα η ενιαία και εκπλεπτυσμένη αναλογία, η εναρμόνιση, να λυθεί η εξίσωση… μέσα στην ισορροπημένη σιωπή της Παναγίας του Κοσμηδίου… είναι η καθαρή και απλή ομορφιά της αρχιτεκτονικής». Le Corbusier: «Vers une Architecture», 1923 Ελληνική έκδοση: «Για μια Αρχιτεκτονική». Εκκρεμές, 2005, μτφ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης).
Η αναβίωση των Πλατωνικών σπουδών στην Φλωρεντία των Medici και η συγκλονιστική αναβίωση της Πλατωνικής Ακαδημίας στη Villa Careggi, αρχικά και στην έπαυλη Rucellai στη συνέχεια, με διδάσκοντες, μέλη και μαθητές – το σύνολο ίσως των πρωταγωνιστών του «Primo Rinascimento» -η διαμεσολάβηση του ανακαλυφθέντος Vitruvius, ο Alberti, οι
«Trattatisti», επαναφέρουν το πανάρχαιο μάθημα της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης, της
Αναλογίας και της Συμμετρίας στην Αρχιτεκτονική, δημιουργία. ως κεντρικό πλέον μέλημα, για το Δυτικό κομμάτι του χάρτη της Ευρώπης.
«Οι Αναγεννησιακοί καλλιτέχνες», τονίζει ο Rudoff Wittkowerr, στο θεμελιώδες για τη “De profundis» μελέτη του Ιταλικού «Rinascimento» βιβλίου του «Architectural Principles in the Age of Umanism», «προσχώρησαν σταθερά στις Πυθαγόρειες εκτιμήσεις ότι τα πάντα είναι αριθμός» . εμπνεόμενοι από τον Πλάτωνα και τους Νεοπυθαγόρειους, με τη στήριξη ενός μεγάλου αριθμού θεολόγων από τον Αυγουστίνο και μετέπειτα, ήταν πεπεισμένοι για την μαθηματική δομή και την αρμονία του Σύμπαντος. […] για όλα αυτά οι Αναγεννησιακοί Αρχιτέκτονες, ήταν σαφώς γνώστες. τα Εγχειρίδια τους –«i Trattati»-, δεν αφήνουν ίχνος αμφιβολίας. Δεν θα θέλαμε να βεβαιώσουμε ότι όλοι ή ακόμη και πολλοί ήταν εξοικειωμένοι με τις αποχρώσεις του φιλοσοφικού στοχασμού. αλλά ήταν ασφαλώς εμποτισμένοι από αυτές τις Ιδέες, ο οποίες με τον νεοπλατωνισμό του 15ου αιώνα, διαδόθηκαν γρήγορα και ακαταμάχητα»
Από τη Βενετία «Venetia quasi alterum Byzantium», στη Βενετία ως «Άλλη Αθήνα»
«Η Βενετία γεννιέται Βυζαντινή τον 6ο αιώνα και παραμένει τέτοια τουλάχιστον έως τον 9ο αιώνα», γράφει ο Giorgio Ravegnani, στο «Bizanzio e Venezia» (il Mulino, 2006), αναλύοντας τις πολυκύμαντες σχέσεις της Βασιλίδας των Πόλεων με την Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Με σημαντικές έως καθοριστικές επιρροές σε όλους τους τομείς της «Serenissima». Είναι λοιπόν οικεία στον «Ελληνικό τρόπο» των «Antichi» -πριν τον ανακαλύψει η Αναγεννησιακή Φλωρεντία, με ισχυρούς δεσμούς: πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς -και με την δραματική «έξοδο» μετά την Άλωση, με την παρουσία μιας δυναμικής Ελληνικής κοινότητας.
Γεγονότα ουδόλως ανεξάρτητα από την ανάδειξη της ως αδιαμφισβήτητου Εκδοτικού κέντρου στην Ευρώπη, της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας – με ακτινοβολία σε όλη τη
Γηραιά Ήπειρο. ένας Δίαυλος του κλασικού προς την υπόλοιπη Δύση.
Στην Αναγεννησιακή Βενετία του 16ου αιώνα, η αναβίωση του κλασικού και η πρόσληψη των αρχών που το διέπουν, βρίσκει – όπως στην Φλωρεντία του περασμένου αιώνα- ισχυρά ερείσματα στην άρχουσα τάξης της.
Αυτό αντανακλάται στην Τέχνη, στην Αρχιτεκτονική και στην Πολεοδομική της επανοργάνωση, την «renovation Urbis» των συνοικιών της, στη βάσει κλασικών προτύπων. O Manfredo Tafuri, στο «Jacopo Sansovino e l’ Architettura del ΄500 a Venezia», Marsilio, 1972, καταγράφει ρητά αυτήν την τάση:
«Η Βενετία, ως νέα Αθήνα και νέα Ρώμη. μόνον έτσι μπορεί να δώσει στον εαυτό της μία Αγορά (Foro), που επικοινωνεί άμεσα με την πολιτική της για μία Ευρωπαϊκή ισορροπία, να δώσει τέλος στον ανταγωνισμό με την Φλωρεντία (αντίστοιχη με την αντιπαράθεση Αθηνών – Σπάρτης) . να επικαλεστεί τον Αρχαίο Μύθο, ως νομιμοποίηση του δικού τους Μύθου.
[…] η Βενετία είχε όντως παρακολουθήσει, μία προσπάθεια φιλολογικής ανάκτησης της «Αγοράς των Αρχαίων» («Foro degli Antichi»), στην καρδιά του αστικού της ιστού. Το Σχέδιο του Fra Giocondo για την περιοχή του Rialto, το 1513, είναι σαφώς μία αρχαιολογική απόδοση της Ελληνικής Αγοράς, που «πέφτει ζωντανά στη πραγματική πόλη».
Ο Aldo Manutius συστήνει μία νέα Ακαδημία -την «Neoacademia»- στην Ελληνική γλώσσα και μέλη διακεκριμένους Ελληνιστές, με στόχο την έκδοση, προώθηση και διάχυση των κλασικών γραμμάτων.
Ο πολυμαθής Φραγκισκανός Μοναχός Francesco Giorgi, με ξεχωριστή γνώση των Ελληνικών, εκδίδει στη Venetia το «De Harmonia Mundi totius» (1525), -μία πραγματεία στον απόηχο του μαθήματος της Πλατωνικής Ακαδημίας της Villa Careggi, στη Φλωρεντία- με κεντρικό αντικείμενο την ερμηνεία του «Τίμαιου» και την συντονία του με το Χριστιανικό Δόγμα.
Του ανατίθεται η ανοικοδόμηση του San Francesco della Vigna, στη συνοικία του Castello, στη Βενετία. Συγγράφει ένα memorandum δεσμευτικό για τους μελετητές του Ναού, μία απόδοση των εναρμόνιων αναλογιών του «Τίμαιου», στα αρχιτεκτονικά του μέλη. Ο Αρχιτέκτονες Jacopo Sansovino και μετέπειτα ο Andrea Palladio, το ακολουθούν.
Την περιρέουσα αυτή πολιτισμική ατμόσφαιρα, εισπράττει και ερμηνεύει ο Rudolf Wittkower, όταν αναφέρεται στην έκδοση του Vitruvius (1556) – έργο με εκτενή σχολιασμό από τον Daniele Barharo και εικονογράφηση του Andrea Palladio -γράφοντας ότι: «Η Αρχιτεκτονική με άλλα λόγια, είναι περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη Τέχνη, πιο κοντά στην Πλατωνική Ιδέα»!
Η εκτύλιξη το νήματος του διδάγματος του «Τίμαιου», αποτελεί ερέθισμα το οποίο τον οδηγεί στην έρευνα κεντρικών παραμέτρων που συνθέτουν την Τέχνη της Αρχιτεκτονικής. νοούμενης ως ενιαίου corpus: Urbis – Αισθητική – Οικοδομική Tέχνη. κατά το παράδειγμα των Ικτίνου και Καλλικράτη, του Ιππόδαμου, της εμπειρίας της Ελληνιστικής περιόδου, όπως τη μετέφερε ο Vitruvius ή όπως εκδηλώθηκε στο απαράμιλλο έργο των Ανθέμιου και Ισίδωρου και -με την δική τους πινελιά- των πρωτοπόρων του «Primo Rinascimento».
Το παρόν φιλοδοξεί να αναδείξει κύριους σταθμούς, έργα και επισπεύδοντες, μιας εξαιρετικά γοητευτικής πορείας. με αφετηρία τους «τόπους» που διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε, βρίσκοντας πρόσφορο πνευματικό, πολιτικό και οικονομικό έδαφος. να αποτιμήσει το μέτρο επιρροής. να αξιολογήσει την πρόσληψη, το πεδίο εφαρμογής, τον βαθμό αφομοίωσης. να συνεισφέρει στην γνώση των πολεοδομικών ιστών του παρελθόντος, των μνημείων και των ιζημάτων αλλοτινών εποχών, των «Τόπων» της Ιστορίας και του Μύθου. Αντλώντας διδάγματα για τον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό, την Αρχιτεκτονική, την αισθητική δημόσιων χώρων. αφού η πολεοδομία και στην μικροκλίματα – είναι η επιστήμη που αναλύει το αστικό φαινόμενο σε όλες τους τις συνιστάμενες που το συγκροτούν, με στόχο το σχεδιασμό της ιστορικής εξέλιξης της Πόλης (Astengo). Η πρόσληψη της Ιστορίας, των στοιχείων που συναποτελούν το Urbis, αναδεικνύεται ως πολύτιμο εργαλείο.
Η πρόσληψη του παρελθόντος, δεν αποτελεί ασφαλώς μίμηση. συνιστά ανάδειξη προτύπων, που αντλούν και από το παρελθόν. επεξεργασία, ερμηνεία, προσαρμογή, μερική ή αποσπασματική αποδοχή ή και άρνηση.
Ωστόσο, ακόμη και η συνειδητή απόρριψη και ρήξη με το «Αρχέτυπο», το καθιστά, σε κάθε περίπτωση, ως παράδειγμα και εδραία αναφορά. Και εδώ έγκειται και η αξία του.
Προϋπόθεση «sine qua non» για την πληρέστερη κατανόηση κρίσιμων για τη θεματική εννοιών, «τόπων γνώσης και μεγεθών», αποτελεί η οικειότητα με πεδία που άπτονται άμεσα του φιλοσοφικού στοχασμού. στο εκτενές εισαγωγικό σημείωμα, επιδιώκεται να παρατεθούν κύριες πτυχές του.
Το πρώτο Κεφάλαιο προσεγγίζει τις αντιλήψεις περί Πόλης, Αισθητικής και Αρχιτεκτονικής της Κλασικής περιόδου. τις απαρχές, τη θεμελίωση και την κορύφωση της Ελληνικής δημιουργίας. τη «χρήα» ως αίτιο της οικιστικής συνάθροισης. τον πολίτη ως βάση της «πόλεως αρετής». τους όρους της ευκταίας πόλης. τα θεμέλια της Δημοκρατίας και η συμμετοχή. τις μαθηματικές προεκτάσεις. Διερευνά τις σχέσεις Αναλογίας – Αρμονίας- Κάλλους στην Ελληνική σκέψη και το μαθηματικό τους υπόστρωμα. τη συμβολή της «Μουσικής των Σφαιρών» στην ανθρώπινη δημιουργία. τα εργαλεία συν-αρμογής, Μικρόκοσμού και Μακρόκοσμου. τα πέντε κανονικά πολύεδρα και τη σχέση τους με τις εναρμόνιες χαράξεις, τη Συμμετρία και το Ωραίο. την Τομή σε Μέσο και Άκρο Λόγο ως κοσμική σταθερά και η διερεύνηση της σχέσης Μαθηματικών και Κάλλους.
Αναζητά τις Αρχές της Αρχιτεκτονικής της «Χρυσής Εποχής», ως εγχείρημα γήινης αναπαράστασης της κοσμικής τάξης.
Εξετάζει την Ελληνική Ζωγραφική, η οποία εκφράζεται «πολλαχώς»: μεταξύ οντολογικής άρνησης και μίμησης, συμβολισμού του Μύθου, της δύναμης του Έπους και της Ιστορίας. η έννοια της προοπτικής. αποκαλύπτει το μεγαλείο της Ελληνικής Γλυπτικής.
Το δεύτερο Κεφάλαιο αναλύει τους Συμβολισμούς στην Αισθητική, στην Αρχιτεκτονική και στην Τέχνη στη χιλιετία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
Σκιαγραφεί την σύγκρουση των δύο κόσμων, του κλασικού και του «καινούργιου» και την ανάδυση μιας νέας πνευματικότητας – μήτρα ενός αυθεντικού, ξεχωριστού ιδιώματος.
Αναδεικνύει το Αρχέτυπο και τις αλληγορίες της Πόλης του Βυζαντίου, την Αισθητική των χρόνων της Μετάβασης, της Λάμψης και της αγωνιώδους Δύσης. Στέκεται μπροστά στη στροφή στο κλασικό ιδίωμα. Εστιάζει στη σχέση των περί Έρωτα αντιλήψεων και αυτών του Κάλλους.
Αναλύει τον πλέον εμβληματικό χώρο της Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής: τον Ναό, Τόπο Ιεράς
Μυσταγωγίας και της Τέχνης, ως αγωγό προς την Θεία «μέθεξη»
Το τρίτο Κεφάλαιο, επικεντρώνει σε κύρια χαρακτηριστικά μιας περιόδου που σημάδεψε την πορεία του Δυτικού κόσμου:
Την ανάδυση της Φλωρεντίας ως κέντρου αναβίωσης των Ελληνικών Γραμμάτων και της μελέτης των Ρωμαϊκών κειμένων, σε βαθμό που οι ίδιοι την αποκαλούσαν «Athenae Alterae»: τη διασπορά των λογίων της Κωνσταντινούπολης ως φορέα μεταλαμπάδευσης των κλασικών αξιών στην πόλη του Άρνου -κι από εκεί στην υπόλοιπη Ιταλική Χερσόνησο. το ανήσυχο και διψασμένο για ανάγνωση πνευματικό περιβάλλον της πρωτεύουσας της Τοσκάνης και τη διαμόρφωση του «Umanesimo» . την πραγμάτωση μιας συγκλονιστικής Ιδέας: την ίδρυση της Ακαδημίας του Πλάτωνα και την εκεί μαθητεία των πρωτεργατών του «Rinascimento». Την άνθηση της Ελληνικής Γραμματείας και το επώδυνο μάθημα του απογαλακτισμού της εγχώριας διανόησης. την επιμονή της υπέρβασης της «maniera greca» -την τεχνοτροπία της Βασιλεύουσας και η ανάδυση ενός νέου ιδιώματος, που θα αποκαλείται Ανα-γεννησιακό;, βασισμένου στο «μάθημα αυτών που αποκαλούσαν αδιάκριτα «Antichi» . οι δίαυλοι και τα μέσα αυτής της μαθητείας: τα Ελληνικά χειρόγραφα, οι πρόσφυγες λόγιοι,- γλυπτά όπως το «Torso”, “Apollo”, “Laooconte”, “Ercole”- στις αίθουσες των “Sale Vaticani”, ως παράδειγμα για τους νέους δημιουργούς. τα μνημεία της Ρώμης, ως πρότυπα. Ο μύστης των κλασικών Γραμμάτων, Leon Battista Alberti, ο Vitruvius -με την πραγματεία του «De Architecura”, οι «Trattaristi» που ακολούθησαν, αποδίδουν ξανά στη Δύση, τεχνικές και σχεδιαστικά εργαλεία πρωτίστως της Ελληνιστικής περιόδου. Έκτοτε αναδεικνύονται ως τα αδιαμφισβήτητα «παραδείγματα» για τους Αρχιτέκτονες και τους Καλλιτέχνες.
Αναλύονται οι σχεδιαστικές αρχές της “Architectura”, της “Pictura”, της “Sculptura”, του “Urbis”, μιας συγκλονιστικής εποχής, που επεδίωξε να ανασυστήσει ένα μακρινό παρελθόν, ως δικό της τρόπο. Το «Rinascimento» ασφαλώς, με την μαθητεία στους “Antichi”, -της Αθήνας και της Ρώμης- τις μετεξέλιξε με μία όλως αυθεντική δική της δημιουργική γλώσσα.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, το τέταρτο Κεφάλαιο μελετά το νέο «Υπόδειγμα» στην Αρχιτεκτονική και στην Τέχνη. Την επάνοδο του «Ελληνικού Μύθου», τις αντιλήψεις περί «Ωραίου», την (επαν) ερμηνεία και επαναδιατύπωση συστήματος των «Αναλογιών» και της Προοπτικής απεικόνισης.
Το «πέμπτο Κεφάλαιο», αναλύει την Ενετική Αναγέννηση: τις καταβολές και την πορεία της ως μιας Βυζαντινής Επαρχίας στη μεθόριο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας -και τα αδιάψευστα τεκμήρια που αποτυπώθηκαν στην Οικοδομική, στην Εικαστική δημιουργία, στην Οχυρωματική Μηχανική. το πέρασμα από το «Atherum Byzantium», στην αναβίωση των αρχών του κλασικού: φιλοδόξησε να καταστεί η «Άλλη Αθήνα». Στέκεται στην αναβίωση τους. στην «άνθηση» των «Lettere Greche» και στους «επισπεύδοντες» της. στις εκδοτικές πρωτοβουλίες του Aldo Manutio και των Ελλήνων συνεργατών του: την έκδοση των Απάντων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, πρωτίστως. στο μεγαλειώδες εγχείρημα της σύστασης της
«Νέας Ακαδημίας» -της «Neoacademia», Aldina. της επιρροής τους στην επικράτηση του «κλασικού» στο «Linguaggio» της Αρχιτεκτονικής, της Τέχνης και της «Forma Urbis”, ιδίως στις κτήσεις της.
Το έκτο Κεφάλαιο επικεντρώνει στο θεωρητικό υπόστρωμα και σε εμβληματικά έργα πρωταγωνιστών του «Rinascimento Veneziano», υπό το πρίσμα της πρόσληψης του κλασικού: του Gian Giorgio Trissino, μαθητή και φίλου του Χαλκοκονδύλη, ελογιμότατου, και μεγάλου σκηνοθέτη της κλασικής αναβίωση στο Veneto: “splendore dei nostri tempi”, για τον μαθητή του Andrea di Pietro, τον οποίο ο ίδιος μεταμόρφωσε σε Palladio:
Συνεχίζει με τον Daniele Barbaro, ένθερμο μελετητή της Ελληνικής Γραμματείας και εκδότη, μεταρρυθμιστή της Αρχιτεκτονικής σκέψης στη Βενετίας. Διερευνά τις καταβολές της αρχιτεκτονικής έκφρασης του Andrea Palladio: συνθετική, λειτουργική, μορφολογική, αναδεικνύοντας πτυχές της κλασικής τους συγκρότησης.
Ακολουθεί η μυθογραφία του Έρωτα στην «Ποιητική εικονογραφία» του Tiziano Vecellio:
Η πρόσληψη του «Antico» στην «Αιώνια Πόλη», η βίωση της ανεξίτηλης γοητείας του Μύθου. τα ισχυρά ερεθίσματα που αναδεικνύονται στην ιδιοφυή εικαστική απόδοση της «Ιδέας του Έρωτα»- ο «Ουράνιος και Αγοραίος Έρωτας» του Πλατωνικού «Συμποσίου».
Το αποτύπωμα της Αναγεννησιακής Βενετίας στη διαδρομή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αποτελεί αντικείμενο της επόμενης ενότητας : η Τέχνη «in forma alla Greca», τα κλασικά του ερείσματα, η παρουσία του στον «Maestro Tiziano», η ανάγνωση του υπερβατικού στο έργο του. η αποτίμηση μιας μοναδικής διαδρομής «προς την αιώνια επιστροφή».
Εμβαθύνει στην πραγματεία «De Harmonia Mundi Totius» του μοναχού Francesco Zorzi θεωρητικού με εδραία Πλατωνικά θεμέλια- με ισχυρή επιρροή στην οικοδόμηση του Ναού του San Francesco della Vigna των Jacopo Sansovino και Andrea Palladio. Οι τελευταίοι -σε μία πολιτιστική ατμόσφαιρα ανάδυσης και εδραίωσης του Πλατωνισμού στη Γαληνοτάτη- τον σχεδίασαν, στη βάση ενός «memorandum», Πλατωνικής μήτρας, που συνέταξε ο ίδιος ο Zorzi, ως παράδειγμα εφαρμογής των χαράξεων του «Τίμαιου».
Το τελευταίο κεφάλαιο, ολοκληρώνεται με την ανάγνωση του έργου, ενός ξεχωριστού
Μήλιου ζωγράφου, με εντυπωσιακή παρουσία στην Venetia, του Αντώνιου Βασιλάκη, του επιλεγόμενου Aliense: των υφολογικών του καταβολών, την πληθωρικότητα της ζωγραφικής του παραγωγής, τον πλούτο των συνθέσεων του, που τον οδήγησαν στον «Όλυμπο της Τέχνης», στο παρατεταμένο Φθινόπωρο της Ενετικής Αναγέννησης.
Το παρόν πόνημα, εντάσσεται στον ολκό των πρωτοβουλιών που αποσκοπούν να καταστήσουν την ανάγνωση των ανάγλυφων τεκμηρίων του παρελθόντος, όπως διασώζονται στην «Υψηλή Τέχνη της Αρχιτεκτονικής», ως μέσο κατανόησης του παρόντος και ανάληψης πολιτικών διατήρησης και ανάδειξης του. οδηγώντας στο σχεδιασμό ενός αστικού μέλλοντος, που θεωρεί την «Ιδιοσυστασία του Τόπου – το «Genius Loci» – ως πολύτιμο κομμάτι του. Με την ελπίδα, παράλληλα, να δώσει έναυσμα για περαιτέρω έρευνα, διεργασίες και εμβάθυνση.
*Αρχιτέκτων, πολεοδόμος