Του Γιάννη Ρούντου*
Το κοινωνικό κεφάλαιο ενός τόπου, που για την Ελλάδα φαίνεται ελλειμματικό, ενδυναμώνεται από τη συνοχή, τη διαγενεακή συνέχεια, την ισορροπημένη γεωγραφική διασπορά, την αναγνώριση και ισχύ ενός “οικουμενικού μέτρου” στην κοινωνική καθημερινότητα. Αυτά είναι δομικά στοιχεία που διασφαλίζουν τις απαραίτητες κοινές αναφορές και την κοινωνική δικαιοσύνη, τροφοδοτούν μια ενιαία κουλτούρα κοινωνικής ειρήνης και στοιχειοθετούν τοπικό πολιτισμό.
Θα μπορούσε να κτίζεται, έτσι, ο κοινωνικός ιστός πάνω σε ένα μοτίβο με αμβλυμένες τις αντιθέσεις, που πυροδοτούνται κυρίως από το δημόσιο χρέος, το βιοτικό επίπεδο και τον ρυθμό γήρανσης του πληθυσμού. Προφανώς, η δημογραφική κρίση είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο και η αναστρεψιμότητα εξαρτάται από την εφαρμογή ενός συγκροτημένου σχεδίου σειράς μεταρρυθμιστικών ή και ανατρεπτικών πολιτικών ανασύνθεσης, με σκοπό την κοινωνική σταθερότητα και ευημερία. Και τούτο κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση είναι προκειμένου να καθοριστεί θετικά η σύσταση του πληθυσμού της χώρας κατά τα επόμενα χρόνια, με προσαρμογή στα νέα δεδομένα.
Ευρύτερα στην Ευρώπη, το Δημογραφικό απειλεί κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ισορροπίες, δεδομένου ότι διαμορφώνονται πληθυσμιακές κοινότητες διαφορετικών ταχυτήτων, διεθνώς αλλά και μέσα στα κράτη. Αυτό ισχύει και στον τόπο μας.v
Διαπιστώσεις επί ερευνών
Σύμφωνα με τα στοιχεία σημαντικής έρευνας της ΔιαΝΕΟσις (Σεπτέμβριος 2016 – https://www.dianeosis.org/2016/09/greece_demographic_crisis/) στην Ελλάδα παρατηρείται:
– Υπερσυγκέντρωση πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα, δεδομένου ότι ο μισός πληθυσμός της χώρας (50%) ζει μόλις στο 4% της εδαφικής επικράτειας.
– Ο δείκτης γονιμότητας, από τη δεκαετία του 1980 στη χώρα μας έχει περάσει κάτω από το 1,5 (1,38 το 2016) και είναι από τους χαμηλότερους παγκοσμίως, όταν το όριο αναπλήρωσης των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα υπολείπεται και στην Ευρώπη.
– Η απόκτηση του πρώτου παιδιού έρχεται μετά την ηλικία των 30 της μητέρας (30,3 το 2016)
– στην Ευρώπη είναι στα 29 έτη- ενώ μια στις τέσσερεις γεννήσεις αφορούν σε ηλικίες μητέρας 35-39 ετών και το 5,3% των πρώτων γεννήσεων σε γυναίκες άνω των 40 ετών.
Εξάλλου, από τα δημογραφικά στοιχεία για το 2022 της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει υστέρηση γεννήσεων (75.921) έναντι θανάτων (139.921) και δείκτης γήρανσης 171,8 (άτομα 65 ετών και άνω έναντι παιδιών έως 14 ετών – άνω των 65 ετών είναι το 22,9% του πληθυσμού). Ας συνεκτιμηθούν και οι αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές, που για την Ελλάδα πλησιάζουν τις 100 χιλιάδες ετησίως, οι οποίες αξιολογούνται δυνητικά και μόνο για εργατικό δυναμικό με θεωρητικά απλοποιημένη την αφομοίωση των -νομίμων, εννοείται- μεταναστών ως πολιτών σε βάθος χρόνου, ενώ είναι άλυτα τα θέματα ένταξης με διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Υπεκτιμημένος στις έρευνες είναι, πιστεύω, ένας κρίσιμος παράγων της δημογραφικής κρίσης σε επίπεδο ηθών: η φθορά και αποδόμηση του θεσμού της δια βίου συνεκτικής οικογένειας, των σταθερών δεσμών έναντι της σημερινής εξατομικευμένης ζωής και του τρόπου διαβίωσης με αυξανόμενες τις διαλυμένες, βραχύβιες οικογένειες. Μισόν αιώνα πίσω, φτωχές οικογένειες έκαναν τουλάχιστον δύο τρία παιδιά και ως “μια γροθιά”, με εφόδιο την αγάπη και την αυταπάρνηση των γονέων επιζούσαν με τα ελάχιστα. Τα παιδιά μεγάλωναν, έμπαιναν νωρίς στον κόσμο της εργασίας ή σπούδαζαν και έβγαιναν στη ζωή ώριμοι και φιλάλληλοι πολίτες, με κοινωνική συνείδηση και προσανατολισμό. Έτσι πορευτήκαμε μεταπολεμικά και ανασυγκροτηθήκαμε ως χώρα.
Δημογραφικό και Εργασία
Πανευρωπαϊκώς, συναφής με τις επιπτώσεις της “δημογραφικής μετάβασης” είναι η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, καθώς ο πληθυσμός των εργατικά παραγωγικών ηλικιών στην ΕΕ έχει μειωθεί την πενταετία 2015-2020 κατά 3,5 εκατ. και αναμένεται περαιτέρω μείωσή του έως το 2050 κατά 35 εκατ. Συρρίκνωση, που δεν αντισταθμίζεται από την ανάπτυξη δεξιοτήτων (χαρακτηρίζεται ως παγίδα – “talent development trap”).
Ειδικότερα στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο πρόβλημα συρρίκνωσης πληθυσμού σε ηλικίες εργασίας εντοπίζεται στην Πελοπόννησο και τα Ιόνια νησιά, με την Αττική ευλόγως πιο παραγωγική περιφέρεια εξ αιτίας της συγκέντρωσης.
Η μακροβιότητα ως δημογραφική παράμετρος και η βιωσιμότητα
Οφείλουμε να διαχωρίσουμε το ενδιαφέρον για αύξηση του προσδόκιμου ζωής από την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας στο δημογραφικό ζήτημα, που αφορά πρωτίστως στο μείγμα και τη διαδοχή των γενεών. Η μακροβιότητα (όπου συμπορεύονται τα άλματα της ιατρικής έρευνας, της τεχνολογίας της υγείας και των επιτευγμάτων με την εμφάνιση νέων ασθενειών και αύξηση των χρονίων) δεν θα σώσει τους πληθυσμούς μέσα από μια συμψηφιστική λογική. Μιλάμε για διαφορετικές έννοιες και βέβαια, το ζήτημα προτεραιότητας είναι η αναγκαιότητα ισορροπίας στη σύνθεση των ηλικιών επί του συνόλου, δεδομένου ότι κάθε ηλικιακό φάσμα φέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αναγκών καθώς και συνεισφοράς στα κοινά.
Ποιος πολιτισμός ζητεί τη μακροβιότητα σ’ έναν κόσμο με τα παιδιά πρώτα και εύκολα, πολλαπλασιαζόμενα συνεχώς και ανυπαίτια θύματα πολεμικών συρράξεων, μεταναστεύσεων, βίας, πείνας, φτώχειας, ορφάνιας, εγκατάλειψης και εκμετάλλευσης; Μας ενδιαφέρει τόσο πολύ να γεράσει περισσότερο ο άνθρωπος χωρίς το δικαίωμα και τη δυνατότητα να ζήσει αξιοπρεπώς, δημιουργικά και ευχάριστα τα όσα χρόνια του και μάλιστα στις ηλικίες της νεότητάς του;
Στην ηθική βάση του δικαιώματος στη ζωή, οφείλουμε να προτάσσουμε την ανθρωπιστική σειρά των πραγμάτων σε έναν φυσικό κύκλο ζωής με νόημα. Και βέβαια έτσι, κατάφαση στη μακροβιότητα, αλλά με προϋποθέσεις κοινωνικής αναγνώρισης και σεβασμού, οργανικής ισότιμης συμπερίληψης μακριά από ληστρικά, απαξιωτικά πάρκινγκ απάνθρωπης “φροντίδας ηλικιωμένων” και μακρόχρονης, βασανιστικής διαχείρισης ασθενειών του γήρατος. Το Δημογραφικό αποτελεί συνάρτηση απαντήσεων στο υπαρξιακό αίτιο και αιτιατό με όρους ποιότητας ζωής σε οποιαδήποτε ηλικία. Η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής δεν βαρύνει και είναι θετική όταν στα επιπλέον χρόνια υπάρχει υγεία και κάποιου είδους ενεργητική ύπαρξη (ας μη συνδέεται με τη στενή παραγωγικότητα).
Στη συνάρτηση “αντιμετώπιση υπογεννητικότητας – υποστήριξη μακροβιότητας” χωρούν οι περισσότεροι από τους παγκόσμιους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης. Απορώ, για παράδειγμα, όταν ασφαλιστικοί οργανισμοί που προτάσσουν την εταιρική υπευθυνότητα και βιωσιμότητα δεν παρέχουν ασφαλιστικά κίνητρα για πολύτεκνες οικογένειες και αντιστοίχως αποκλείουν τους “μη έχοντες” ηλικιωμένους από κάθε περιθώριο ασφαλιστικής κάλυψης της υγείας. Και δεν αναφέρομαι μόνον στις κατώτερες εισοδηματικά τάξεις αλλά και στις μεσαίες.
Ποιο πελατολόγιο ηλικιών άνω των -ήντα, με το μεγαλύτερο πλήθος τους στην κατηγορία των συνταξιούχων, μπορεί να αντεπεξέλθει σε ετήσιες αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων υγείας κατά 10-15%; Είναι κοινωνικά φιλικό -αλλά και δίκαιο- οι ηλικιωμένοι να υφίστανται αυτή τη μειωτική διάκριση επειδή κάνουν… “χρήση”; Αφήνω το ότι τίθεται ζήτημα, σε αυτόν τον φαύλο κύκλο, διείσδυσης της ιδιωτικής ασφάλισης στην ευρύτερη κοινωνία και βιωσιμότητας του ίδιου του ασφαλιστικού κλάδου υγείας. Προς το παρόν και χωρίς συμπράξεις και συμπόρευση με το κρατικό Σύστημα Υγείας, αυτό είναι ένας γόρδιος δεσμός για την ιδιωτική ασφάλιση.
Η εξίσωση του δημογραφικού ως ελληνικό πρόβλημα
Κατά το πρόσφατο συνέδριο του Economist στην Αθήνα, τέθηκε επιτακτικά ως “έκτακτη ανάγκη η επίλυση της εξίσωσης του Δημογραφικού” εκ μέρους της επιστήμης, των κυβερνήσεων και των πολιτών, με την αναγνώριση “προκλήσεων” (εύσχημη μετάφραση των κρίσεων) στην αγορά εργασίας, την υγειονομική περίθαλψη, τα συνταξιοδοτικά συστήματα. “Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι η δημογραφική αλλαγή δεν είναι απλώς κάτι αναπόφευκτο, αλλά πως αποτελεί ευκαιρία για την επαναξιολόγηση και την καινοτομία στις κοινωνικές και οικονομικές δομές μας” είπε η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία, Ντουμπράβκα Σούιτσα.
Από εθνική άποψη, καταληκτικά, έχω την πεποίθηση πως το Δημογραφικό αποτελεί το μεγαλύτερο διακύβευμα προάσπισης των “εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων” (αποτελεί κοινότοπο motto των εκάστοτε κυβερνήσεων) και όχι τα θαλάσσια ύδατα και η έρημη γη. Πώς θα υπάρξει Ελλάδα χωρίς νέους ανθρώπους -δηλαδή χωρίς κοινωνική και οικονομική ζωή- στα παραμεθόρια εδάφη; Είναι ακατανόητο να τίθεται στην πρώτη γραμμή η πολιτική βούληση για ενθάρρυνση των γεννήσεων με φιλοδωρήματα χωρίς να προσεγγίζεται το ζήτημα πρωτίστως ως κοινωνικά πολιτιστικό (δηλαδή στο επίπεδο των υλικών αξιών) και πολιτισμικό (άυλες αξίες) σε συνδυασμό με την οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη.
Εκτιμώ πως η δημογραφική κρίση στην Ελλάδα αφορά σε μια ευρύτερα παρακμιακή και ανισοβαρή κοινωνική κατάσταση σύνθεσης πολλών ετεροκλήτων μειονοτήτων, ενός παζλ σύγχρονης και δαιδαλώδους κοινωνικής διαστρωμάτωσης με υπερσυγκέντρωση και παντελώς αποδυναμωμένη την άλλοτε συμπαγή έννοια “λαός”, που συνεχίζουν να επικαλούνται κενολογώντας οι πολιτικοί εκπρόσωποι ως κάτι δεδομένα ενιαίο, έχοντας χάσει μάλλον κεφάλαια ανάγνωσης από την ιστορία των τελευταίου αιώνα μέχρι τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
*Ο Γιάννης Ρούντος είναι διευθυντικό στέλεχος της ασφαλιστικής κοινότητας (Interamerican, 1994-2021) με αναγνωρισμένο έργο στους τομείς των Εταιρικών Υποθέσεων, της Επικοινωνίας, της Εταιρικής Ευθύνης και Βιώσιμης Ανάπτυξης, μετά της ολοκλήρωση του επαγγελματικού βίου πρεσβεύει ιδέες και πρωτοβουλίες για τον πολιτισμό, την κοινωνία και το περιβάλλον.
Πηγή: kathimerini.gr