Του Θανάση Κουραβέλου
Steven Pinker, Διαφωτισμός τώρα. Λογική, επιστήμη και ουμανισμός για μια καλύτερη ζωή, μετάφραση από τα αγγλικά: Παναγιώτης Δρεπανιώτης, Διόπτρα, Αθήνα 2021, 864 σελ.
Ο καναδο-αμερικανός, πολωνοεβραϊκής καταγωγής, γνωστικός ψυχολόγος και γλωσσολόγος Στίβεν Πίνκερ, καθηγητής στο τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, στο προτελευταίο του βιβλίο Διαφωτισμός τώρα. Λογική, επιστήμη και ουμανισμός για μια καλύτερη ζωή, κόντρα σε ένα δημοφιλές πνεύμα πολιτισμικής απαισιοδοξίας, μας προσφέρει ένα μέγα εναλλακτικό θετικό αφήγημα της ανθρώπινης προόδου. Τα τελευταία περίπου διακόσια πενήντα χρόνια, με σημείο εκκίνησης το κίνημα του Διαφωτισμού, και υπερήφανους χορηγούς τις επιστημονικές ανακαλύψεις και τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό, ο ανθρώπινος βίος βελτιώθηκε αδιανόητα.
Ο Διαφωτισμός δεν ήταν μια αφελής ελπίδα. Ο Διαφωτισμός απέδωσε – και είναι ίσως το πιο σπουδαίο αφήγημα στην ιστορία (σ. 23, έμφαση στο πρωτότυπο). Όσο και αν σοκάρει κάποιους: «Η ζοφερή αποτίμηση της παγκόσμιας κατάστασης είναι λανθασμένη. Και μάλιστα όχι απλώς λίγο λανθασμένη – είναι εντελώς λάθος, είναι τόσο λάθος όσο “η επίπεδη Γη”, είναι τόσο λάθος που δεν γίνεται να είναι πιο λάθος» (σ. 13, έμφαση στο πρωτότυπο). Ο συγγραφέας επιδίδεται σε ένα τιτάνιο έργο απότισης φόρου τιμής στις δυνάμεις του Διαφωτισμού που αναμόρφωσαν τον κόσμο μας. Η εξαντλητική του τεκμηρίωση δεν έχει μάλλον προηγούμενο. Αποκαλύπτει το πιο καλά «κρυμμένο σε κοινή θέα» μυστικό, εκλαϊκεύει επιδέξια την κεκτημένη γνώση όσων ειδικών γνωρίζουν τα δεδομένα: ζούμε σε έναν συναρπαστικό κόσμο!
Πλούτος
Τα μεγέθη είναι ιλιγγιώδη: «Σήμερα, το Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν έχει σχεδόν εκατονταπλασιαστεί από τα πρώτα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης, το 1820» (σ. 130). «Μέσα σε διακόσια χρόνια, το παγκόσμιο ποσοστό όσων ζούσαν σε έσχατη ένδεια μειώθηκε από 90 σε 10 τοις εκατό, με τη μισή σχεδόν μείωση να έχει συμβεί στα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια» (σ. 139). Παρ’ όλη την αγωνία για την όξυνση των ανισοτήτων, «η ανισότητα στον κόσμο μειώνεται» (σ. 165, έμφαση στο πρωτότυπο), με τις φτωχότερες μάλιστα χώρες να πλουτίζουν ταχύτερα από την ταχύτητα με την οποία πλουτίζουν οι πλουσιότερες.
Η συμβατική σοφία του τύπου «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι» έχει διαψευσθεί παταγωδώς ως προς το δεύτερο σκέλος της. Ναι μεν δηλαδή οι πάμπλουτοι γίνονται υπερβαθύπλουτοι, αλλά το κρισιμότερο είναι ότι έχουν ευνοηθεί και όλοι, μα όλοι, οι υπόλοιποι. Περισσότερο μάλιστα έχουν ευνοηθεί οι φτωχότεροι όλων, οι φτωχοί των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι «μεγάλοι» χαμένοι είναι τα φτωχότερα στρώματα των μεσαίων τάξεων στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά ακόμα και αυτοί είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται έστω οριακά – σίγουρα δεν το είδαν πάντως να καταποντίζεται. Και όλα αυτά ελέω παγκοσμιοποίησης.
«Παρά τον τρόμο που προκαλεί η λέξη σε πολλές περιοχές του πολιτικού φάσματος, η παγκοσμιοποίηση, όπως συμφωνούν οι αναλυτές θεμάτων ανάπτυξης, έφερε ευημερία για τους φτωχούς. Ο Ντίτον επισημαίνει ότι “Κάποιοι διατείνονται πως η παγκοσμιοποίηση είναι μια νεοφιλελεύθερη συνωμοσία που έχει σχεδιαστεί για να κάνει πλούσιους πολύ λίγους σε βάρος των πολλών. Αν ισχύει αυτό, τότε η συνωμοσία απέτυχε καταστροφικά – ή, τουλάχιστον, βοήθησε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους ως παράπλευρη συνέπειά της. Μακάρι οι αναπάντεχες συνέπειες να λειτουργούσαν έτσι ευνοϊκά”» (σ. 146).
Αρκετοί, στις ανεπτυγμένες χώρες, συνεχίζουν να μιλούν για τη φτώχεια έχοντας στο μυαλό τους ντικενσιανές εικόνες περασμένων εποχών. «Το παλιό στερεότυπο της ένδειας ήταν ο σκελετωμένος, πάμπτωχος άνθρωπος που φορούσε κουρέλια. Σήμερα οι φτωχοί –και οι εργοδότες τους– είναι εξίσου πιθανό να είναι υπέρβαροι και να φοράνε παρόμοια φούτερ, σνίκερς και τζιν» (σ. 183). Η πλειονότητα των αμερικανικών νοικοκυριών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας έχουν ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό, τουαλέτα με καζανάκι, ψυγείο, κουζίνα, έγχρωμη τηλεόραση, υπολογιστή, πλυντήριο ρούχων και στεγνωτήριο, κλιματιστικό και κινητό τηλέφωνο. Ενάμιση αιώνα νωρίτερα, οι μεγιστάνες Ρότσιλντ θα παρακαλούσαν να διέθεταν έστω τα μισά.
Οι ειδικοί μιλούν για το φαινόμενο της μετάβασης από τη Μεγάλη Απόδραση (των ανεπτυγμένων κρατών από τη φτώχεια) στη Μεγάλη Σύγκλιση (των εισοδημάτων). «Το 2008 όλος ο παγκόσμιος πληθυσμός, τα 6,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι, είχαν μέσο εισόδημα αντίστοιχο με της Δυτικής Ευρώπης το 1964» (σ. 138). Και το συγκλονιστικότερο: «Η έσχατη ένδεια εξαφανίζεται κι όλος ο κόσμος γίνεται “μεσαία τάξη”» (σ. 138). «Μέσα σε μια γενιά, παραγκουπόλεις, φτωχογειτονιές, φαβέλες μπορούν να μετασχηματιστούν σε προάστια και η εργατική τάξη να γίνει μεσαία» (σ. 149).
Το πρόβλημά μας πλέον (στη Δύση) δεν είναι βεβαίως ο υποσιτισμός αλλά η παχυσαρκία. Είμαστε «θύματα» της εύκολης πρόσβασης σε αχρείαστες θερμίδες. Όμως, για να φτάσουμε να διαμαρτυρόμαστε για την επιδημία παιδικής παχυσαρκίας, τα δικαιώματα των υπέρβαρων, τα λιπόσαρκα μοντέλα και τις διατροφικές διαταραχές χρειάστηκε πρώτα να λιγδώσουμε το αντεράκι μας. Να κάνουμε την πείνα παρελθόν.
Οικολογία
Οι παραδοσιακοί οικολόγοι έρχονται να χαλάσουν τη ζαχαρένια μας υπενθυμίζοντάς μας το βαρύ οικολογικό της κόστος. Και όμως, η εικόνα και σε αυτό το πεδίο είναι πιο σύνθετη. Η περίφημη, σχεδόν καταστατική για το πράσινο κίνημα, έκθεση The limits to growth (1972), που προφήτευε ότι έως το 1992 τα παγκόσμια αποθέματα σε αλουμίνιο, χαλκό, χρώμιο, χρυσό, νικέλιο, κασσίτερο, βολφράμιο και ψευδάργυρο θα εξαντλούνταν, διαψεύσθηκε. (Άραγε οι συγγραφείς της έκθεσης προχώρησαν σε αυτοκριτική;) Ο εμβληματικός αγώνας για τη διάσωση του Αμαζονίου τώρα δικαιώνεται: «Μολονότι τα τροπικά δάση βροχής εξακολουθούν να εξαφανίζονται με ανησυχητικό ρυθμό, ο ρυθμός της υλοτόμησής τους από τα μέσα του εικοστού αιώνα ώς τις αρχές του εικοστού πρώτου μειώθηκε κατά δύο τρίτα» (σ. 202). Τα άγρια είδη βλέπουν τους βιότοπούς τους να επεκτείνονται: «Το ποσοστό των εδαφών που είναι αφιερωμένο σε εθνικά πάρκα, καταφύγια άγριων ζώων και άλλες προστατευόμενες περιοχές αυξήθηκε από 8,2 τοις εκατό το 1990 στο 14,8 το 2014 – που είναι μια επιφάνεια διπλάσια από τις Ηνωμένες Πολιτείες» (σ. 205).
Τα καλά νέα είναι ότι η φύση άρχισε ήδη να ανακάμπτει! Οι λύκοι στην Πάρνηθα είναι μάλλον μόνο η αρχή μιας πολλά υποσχόμενης εξέλιξης. Χάρη στη συνεχιζόμενη συγκέντρωση του παγκόσμιου πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, τις βελτιούμενες αγροτικές πρακτικές που δεσμεύουν ολοένα και μικρότερες εκτάσεις, τη δημογραφική συγκράτηση και, βεβαίως, την αποϋλοποίηση, το τέκνο της ψηφιακής επανάστασης, ο πλανήτης Γη αρχίζει να ξανανιώνει. Κάποιοι εκτιμούν ότι «πιάσαμε ταβάνι» («Αποκορύφωση», είναι ο τεχνικός όρος) στη χρήση μιας σειράς κρίσιμων πόρων. «Είναι πιθανό να έχουμε φτάσει στην Αποκορύφωση Παιδιών, στην Αποκορύφωση Χωραφιών, στην Αποκορύφωση Ξυλείας, στην Αποκορύφωση Χαρτιού και στην Αποκορύφωση Αυτοκινήτων. Ίσως φτάνουμε μάλιστα στην Αποκορύφωση Πραγμάτων: από τα εκατό αγαθά που καταγράφει ο Όσουμπελ, τα τριάντα έξι πέρασαν την κορυφή της απόλυτης χρήσης τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, για άλλα τριάντα πέντε φαίνεται πιθανό να αρχίσει να μειώνεται η κατανάλωσή τους (ανάμεσα σε αυτά είναι το νερό, το άζωτο και ο ηλεκτρισμός) και μόνο έντεκα εξακολουθούν να έχουν αυξητική τάση» (σ. 210). Και όλα αυτά χωρίς να ξανακαβαλήσουμε το γαϊδουράκι, χωρίς να ξαναπιάσουμε την τσάπα, χωρίς να καταφύγουμε σε οικοδικτάτορες, χωρίς στιβαρές παγκόσμιες περιβαλλοντικές αρχές.
Από την εξαθλίωση στην αλλοτρίωση
Όταν το επιχείρημα της συνεχούς εξαθλίωσης δεν αποτελεί καν σοβαρή υπόθεση εργασίας, τότε ο επόμενος ηθικός πανικός είναι η αλλοτρίωση: η πρόοδος ως πηγή δυστυχίας. Οι σύγχρονοι παρακμιολόγοι έχουν μετατοπίσει το πεδίο της αντιπαράθεσης από το υλικό στο πνευματικό – παραδεχόμενοι απρόθυμα την ήττα τους στο πρώτο. Η αντι-προοδευτική ιερεμιάδα θα μπορούσε να ηχεί κάπως έτσι: «Ο τεχνολογικός καπιταλισμός απλά καταδίκασε τους ανθρώπους […] σε μια ατομικιστική, ετεροκατευθυνόμενη, καταναλωτική, κομφορμιστική, ξεριζωμένη, ρουτινιάρικη, υλιστική, ψυχοπαραλυτική έρημο. Σε αυτή την παράλογη ύπαρξή τους, οι άνθρωποι υποφέρουν από άγχος, ανία, ανομία, απάθεια, αποξένωση, δυσφορία, κακοπιστία και ναυτία» (σ. 62).
Και όμως, αν και δεν δηλώνουμε τα επίπεδα ευτυχίας, τα οποία θα δικαιολογούνταν από τη συνολική μας κατάσταση, μακράν απέχουμε από το να τα ’χουμε βάψει μαύρα. «Τώρα γνωρίζουμε ότι οι πλουσιότεροι άνθρωποι σε μια χώρα είναι πιο ευτυχισμένοι, ότι οι πλουσιότερες χώρες είναι πιο ευτυχισμένες και ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο ευτυχισμένοι καθώς οι χώρες τους γίνονται πλουσιότερες (που σημαίνει ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο ευτυχισμένοι με την πρόοδο του χρόνου)» (σ. 403-404). Ναι, τα χρήματα αγοράζουν σε έναν υπολογίσιμο βαθμό την ευτυχία. Επιπλέον: «Δεν υπάρχει καμία επιδημία μοναξιάς» (σ. 409), «Η τάση της αυτοκτονίας είναι φθίνουσα στην Ευρώπη» (σ. 417) και «Όταν εφαρμόζονται σαφή διαγνωστικά κριτήρια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο επιπολασμός των κοινών ψυχικών διαταραχών αυξάνεται» (σ. 421).
Ας εξετάσουμε όμως ειδικά τη νεολαία, και ειδικότερα τους μιλένιαλς, όσους δηλαδή γεννήθηκαν κάπου μεταξύ 1981 και 1996. Μην ξεχνάμε ότι η νεολαία φιγουράρει στους πλέον «συνήθεις ύποπτους» καταδίκης των παντοειδών συντηρητικών – ταυτόχρονα συνήθως με τις γυναίκες. Εδώ, η υπόρρητη παραδοχή είναι ότι η κάθε επόμενη γενιά είναι πιο διεφθαρμένη, πιο «χαμένη», πιο «αλλοτριωμένη» από την προηγούμενη. (Στην πράξη, αυτό σημαίνει απλώς ότι επιλέγει να ζήσει με τον δικό της τρόπο.) Ο εκμοντερνισμός όμως «διεγείρει την άνοδο των “χειραφετικών αξιών”» (σ. 338). «Οι άνθρωποι [με τους μιλένιαλς να πρωτοπορούν] αρχίζουν να δίνουν προτεραιότητα στην ελευθερία αντί στην ασφάλεια, στη διαφορετικότητα αντί στην ομοιομορφία, στην αυτονομία αντί στην αυθεντία, στη δημιουργικότητα αντί στην πειθαρχία, στην ατομικότητα αντί στον κομφορμισμό» (σ. 338). Οι νεότερες γενιές είναι πιο φιλελεύθερες από τις παλιότερες, και το σημαντικότερο, δεν φαίνεται να έχουμε να κάνουμε με μια πρόσκαιρη μόδα που θα ακυρωθεί καθώς μεγαλώνουν. Ισχύει ότι «είμαστε πλέον όλοι φιλελεύθεροι», με τους ανεκτικούς μιλένιαλς να δείχνουν το δρόμο του μέλλοντος.
Ωστόσο, οι καταστροφολόγοι κάπου εδώ φαίνεται να χτυπούν μια ευαίσθητη χορδή. Κάνουν λόγο για μια διάχυτη αίσθηση άγχους και αγωνίας και δεν έχουν άδικο. Σε μια εποχή απομυθοποίησης των «παλιών καλών καιρών», αποδόμησης των επαναστατικών αφηγημάτων και υποχώρησης της θρησκείας, όλοι νιώθουμε πιο αβέβαιοι για το ποιοι είμαστε και προς τα πού πάμε. Ωστόσο, αυτό είναι μάλλον το «ευγενές δεινό» της προόδου. «Λίγο άγχος είναι ίσως το τίμημα που πληρώνουμε για την αβεβαιότητα της ελευθερίας» (σελ. 424). Ως ελεύθερα όντα κατατρυχόμαστε σήμερα από απίστευτες ευθύνες έναντι του εαυτού μας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Οι παλιότεροι έδειχναν ευτυχισμένοι, αλλά ήταν μάλλον ακριβέστερα «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»: παντρεύονταν, εργάζονταν και ζούσαν όπως επέβαλε η παράδοση, χωρίς διαβρωτικές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Και όμως, παρ’ όλη την πολυθρυλούμενη αποτυχία του έρωτα (Πασκάλ Μπρικνέρ, Ο γάμος από έρωτα έχει αποτύχει; μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2012) και την «κόπωση εαυτού» (Αλέν Ερενμπέργκ, Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου: κατάθλιψη και κοινωνία, μτφρ. Βασιλική Δημουλά, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013), δεν νομίζω ότι είναι πολλοί εκείνοι που θέλουν να παντρευτούν με προξενιό.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η πρόοδος σύμφωνα με τον Καντ σημαίνει «έξοδος από την ανωριμότητα», άρα ανησυχία. Μόνο οι ανώριμοι (και οι νεκροί) δεν ανησυχούν. «Παρ’ όλο που κάποιο άγχος θα συνοδεύει αναπόφευκτα τους συλλογισμούς για τα πολιτικά και υπαρξιακά διλήμματά μας, δεν χρειάζεται να μας οδηγήσει σε παθολογικά συμπτώματα ή απόγνωση. Μια από τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής είναι πώς να αντεπεξερχόμαστε σε ένα διογκούμενο πακέτο ευθυνών χωρίς να αγχωθούμε μέχρι θανάτου» (σ. 427).
Άρνηση προόδου
Μετά την παράθεση τόσων ενθαρρυντικών στοιχείων –δεν μπορώ να αναφερθώ σε όλα– θα νόμιζε κάποιος ότι η πρόοδος είναι η συναρπαστικότερη ιστορία επιτυχίας του ανθρώπινου είδους. Για την ακρίβεια, θα μπορούσαμε να μιλάμε για την κοινοτοπία της προόδου.
Και όμως, η πολιτισμική απαισιοδοξία, η τεχνοφοβία και ο φόβος της προόδου έχει μακρά ποδάρια στη δυτική παράδοση. «Εκείνοι που σπέρνουν το φόβο με κάποια τρομακτική προφητεία μπορεί να θεωρηθούν σοβαροί και υπεύθυνοι, ενώ όσοι είναι μετρημένοι θεωρούνται εφησυχασμένοι και αφελείς. Η απελπισία ξεχωρίζει αιώνια. Τουλάχιστον από την εποχή των εβραίων προφητών και του Βιβλίου της Αποκάλυψης, οι προφήτες προειδοποιούν τους συγχρόνους τους για την επικείμενη μέρα της συντέλειας. […] Το αφήγημα που ολοκληρώνεται με σκληρό αντίτιμο για την τεχνολογική ύβρη είναι ένα αρχέτυπο της δυτικής φαντασιακής σκέψης, όπου εντάσσονται η φλόγα του Προμηθέα, το κουτί της Πανδώρας, η πτήση του Ικάρου, η συμφωνία του Φάουστ, ο Μαθητευόμενος Μάγος, το τέρας του Φρανκενστάιν και, από το Χόλιγουντ, περισσότερες από 250 ταινίες για τη συντέλεια του κόσμου» (σ. 434-435).
Το κλειδί και σε αυτή την περίπτωση είναι η στάση μας απέναντι στα πράγματα, η εικόνα που έχουμε γι’ αυτά. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πίνκερ, αναφερόμενος στους αμφισβητίες: «Ακόμα και η ιδέα ότι τα πράγματα μπορεί να βελτιωθούν δεν τους περνάει καν από το μυαλό» (σ. 76, η έμφαση είναι δική μου). Επιπρόσθετα: «Πιο βαθιά από όλες βρίσκεται η προκατάληψη που συνοψίζεται σε φράσεις όπως “Το κακό είναι ισχυρότερο από το καλό”» (σ. 82). Παρατηρείται ταυτόχρονα «ο τρόμος του κύκλου»: ακόμα και αν αναγνωριστεί μια κάποια βελτίωση θα ακυρωθεί αναγκαστικά, και μάλιστα πανηγυρικά, στο επόμενο γύρισμα του κύκλου. Κατ’ ουσίαν, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική πρόοδος, πρόκειται για αφελή ψευδαίσθηση. Η πολιτισμική αυτή κεκτημένη ταχύτητα της αρχαϊκής αποκαρδίωσης είναι ακόμη μεγάλη.
Η οπτική της καταστροφής δεν γοητεύει μόνο πολλούς λαϊκούς αλλά και τα πιο «λαμπρά» πνεύματα της υψηλής διανόησης. Η γενεαλογία του αρνητισμού έχει διάσημους εκπρόσωπους. «Στο βιβλίο του The idea of decline in Western history [Η ιδέα της παρακμής στη Δυτική ιστορία], ο Άρθουρ Χέρμαν δείχνει ότι οι προφήτες της καταστροφής είναι τα μεγαλύτερα αστέρια στο πρόγραμμα των κλασικών σπουδών και ανάμεσά τους βρίσκονται ονόματα όπως Νίτσε, Άρθουρ Σοπενάουερ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Τέοντορ Αντόρνο, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Φραντς Φανόν, Μισέλ Φουκώ, Έντουαρντ Σαΐντ, Κορνέλ Γουέστ καθώς και η μεγάλη χορωδία των οικοπεσιμιστών» (σ. 70). Ο Χέρμαν συμπεριλαμβάνει επίσης τους Τζόζεφ Κάμπελ, Νόαμ Τσόμσκι, Πολ Γκούντμαν, Μάικλ Χάρινγκτον, Ρόμπερτ Χάιλμπρονερ, Κρίστοφερ Λας, Νόρμαν Μέιλερ, Τόμας Πίντσον, Κιρκπάτρικ Σέιλ, Τζόναθαν Σελ, Ρίτσαρντ Σένετ, Σούζαν Σόνταγκ, Γκορ Βιντάλ.
Όπως εύκολα φαίνεται από την παραπάνω ονοματολογία, ο πολιτισμικός πεσιμισμός δεν είναι προνόμιο καμίας πολιτικής οικογένειας, αλλά μπορεί μια χαρά να προσβάλλει ακόμα και τις καλύτερες. Δεν ήταν μόνο οι δεξιοί παρακμιολόγοι του μεσοπόλεμου, όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, αλλά και οι μοντέρνοι αριστεροί της ιδιαίτερα επιδραστικής νεομαρξιστικής Σχολής της Φρανκφούρτης. Επίσης, μεταμοντέρνοι, «όπως ο Μισέλ Φουκώ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το Ολοκαύτωμα ήταν το αναπόφευκτο αποκορύφωμα μιας “βιοπολιτικής” που ξεκίνησε με τον Διαφωτισμό», κοινωνιολόγοι, όπως ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ο οποίος «με παρόμοιο πνεύμα, απέδωσε το Ολοκαύτωμα στο ιδεώδες του Διαφωτισμού “να αναδιαμορφώσει την κοινωνία, να την αναγκάσει να συμμορφωθεί με ένα συνολικό, επιστημονικά αποδεκτό σχέδιο”» (σελ. 581), σοσιαλιστές αμεσοδημοκράτες, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο οποίος μιλούσε για «αποσάθρωση της Δύσης», «άνοδο της ασημαντότητας» και «κουλτούρα εγωισμού», ριζοσπάστες φιλόσοφοι, όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ο οποίος ισχυρίζεται ότι οδεύουμε προς έναν νέο ολοκληρωτισμό, μακράν χειρότερο μάλιστα από όσους προηγήθηκαν, ακόμα και αναρχικοί θεωρητικοί, όπως ο Τζον Ζέρζαν, που μας καλεί να επιστρέψουμε στο προ-αγροτικό στάδιο. (Προσωπικά, για κάμποσα χρόνια ήμουν με τον τελευταίο.)
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια ασυμφωνία σε ένα τόσο εκκωφαντικά χειροπιαστό γεγονός, όπως αυτό της προόδου; Σε ένα βαθμό, πέρα από θέμα υποκειμενικής αποτίμησης είναι και θέμα ιδεολογικών αγκυλώσεων. Πώς αλήθεια να δεχτούν οι συντηρητικοί ότι ο κόσμος βελτιώθηκε χωρίς να χρειαστεί να επιστρέψουμε στις ομοιογενείς, κλειστές, «ζεστές» κοινότητες; Πώς αλήθεια να δεχτούν οι θρησκευόμενοι ότι ο κόσμος βελτιώθηκε από τη στιγμή ακριβώς που ο Θεός μπήκε στην άκρη; Πώς αλήθεια να δεχτούν οι ριζοσπάστες αριστεροί ότι ο κόσμος βελτιώθηκε χωρίς τις δικτατορίες του προλεταριάτου; Πώς αλήθεια να δεχτούν οι ριζοσπάστες οικολόγοι ότι ο κόσμος βελτιώθηκε χωρίς την «αποανάπτυξη»; Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις τους. Θα ισοδυναμούσε με πνευματικό σοκ.
Ας αποτολμήσουμε τέλος κάποιες ψυχολογίζουσες ερμηνείες της πολιτισμικής απαισιοδοξίας. Σοκαριστική είναι η παρατήρηση του Πίνκερ ότι «[η] πολιτισμική κριτική μπορεί να είναι ένας λεπτά συγκαλυμμένος σνομπισμός που γέρνει προς τη μισανθρωπία» (σ. 371). Αν η πρόοδος βελτίωσε συθέμελα τη ζωή των ανθρώπων, τι ψυχολογικά ελατήρια μπορεί να έσπρωξαν κάποιον στη δυσφήμηση και στην παρεμπόδισή της; Προς τι αυτή η εναντίωση στο κοινό καλό; Μήπως ένας ασυνείδητος αριστοκρατισμός, έως και σαδισμός, απέναντι στα δεινά των απλών ανθρώπων, ειδικά μάλιστα όταν κάποιος συνεχίζει να απολαμβάνει τα οφέλη της προόδου ενώ τα αρνείται στους υπόλοιπους; Μήπως μια άρνηση του φωτός, μια σκοτεινή ενόρμηση θανάτου; (Και μιλάω εκ πείρας.)
Η πολιτική του Πίνκερ
Ο συγγραφέας δεν σοκάρεται από την αναφορά στον καπιταλισμό. «Αν και οι διανοούμενοι συχνά στραβοκαταπίνουν ή πνίγονται κιόλας όταν διαβάζουν κάτι που υπερασπίζεται τον καπιταλισμό, τα οικονομικά οφέλη του είναι τόσο προφανή, ώστε να μη χρειάζονται καν οι αποδείξεις με αριθμούς. Είναι κυριολεκτικά ορατά από το διάστημα. Μια δορυφορική φωτογραφία που δείχνει τη χερσόνησο της Κορέας με τον καπιταλιστικό Νότο να λούζεται στο φως και τον κομμουνιστικό Βορρά ένα σκοτεινό κενό απεικονίζει ολοζώντανα την αντίθεση στις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες των δύο συστημάτων με σταθερή τη γεωγραφία, την ιστορία και την πολιτισμική παράδοση» (σ. 144).
Αξιοπρόσεκτα, νιώθει υποχρεωμένος να μιλήσει για την αύξηση των κοινωνικών δαπανών με όρους σιδερένιου νόμου της ιστορίας. «Μολονότι δεν αισθάνομαι καθόλου άνετα με κάθε αναφορά σε ιστορικές νομοτέλειες, κοσμικές δυνάμεις και μυστικιστικούς κύκλους θείας δίκης, υπάρχουν πράγματι κάποιες κατηγορίες κοινωνικών αλλαγών που μοιάζει να καθιερώνονται με τη δύναμη αναπόφευκτων τεκτονικών μεταβολών. Καθώς προχωρούν, υπάρχουν πολιτικές παρατάξεις που αντιστέκονται σε αυτές με νύχια και με δόντια, αλλά κάθε αντίσταση τελικά αποδεικνύεται μάταιη. Οι κοινωνικές δαπάνες είναι ένα τέτοιο καλό παράδειγμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες φημίζονται ότι αντιστέκονται σε οτιδήποτε μπορεί να μοιάζει με αναδιανομή. Όμως αφιερώνουν το 19 τοις εκατό του ΑΕγχΠ τους σε κοινωνικές υπηρεσίες και, παρά τις μέγιστες προσπάθειες συντηρητικών και ελευθεριακών, οι δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται» (σ. 170-171).
Είναι επιφυλακτικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα, θεωρώντας «τον εαυτό του κέρβερο που επιβλέπει τυχόν πολιτικά ορθούς δογματισμούς στον ακαδημαϊκό χώρο» (σ. 213). Και από την άλλη, δεν χαρίζει κάστανα ούτε στους νεοφιλελεύθερους ούτε στους ελευθεριαστές (libertarians). Κατά τη γνώμη του, η θεωρία του νεοφιλελεύθερου Φρίντριχ Χάγιεκ ότι «οι κρατικές παρεμβάσεις και τα συστήματα πρόνοιας χαράζουν έναν επικλινή δρόμο, κατά μήκος του οποίου μια χώρα ολισθαίνει στην πενία και την τυραννία» διαψεύστηκε (σ. 536). Η σοσιαλδημοκρατία δεν αποτέλεσε τον προθάλαμο του ολοκληρωτισμού. Για την πρωθιέρεια του ελευθεριασμού Άιν Ραντ γράφει δηκτικά ότι «[α]ν και αργότερα προσπάθησε να το κρύψει, η εξύμνηση του εγωισμού, η θεοποίησή της για τον ηρωικό καπιταλιστή και η περιφρόνησή της για τη γενική ευημερία ήταν εκκωφαντικός νιτσεϊσμός από κάθε πλευρά» (σ. 651).
Κριτική του Πίνκερ στο χριστιανισμό
Ο Πίνκερ ως αθεϊστής πιστεύει ακράδαντα στον ευεργετικό ρόλο της επιστήμης. «Η ομάδα που θα φέρει καθαρή και άφθονη ενέργεια στον κόσμο θα ωφελήσει την ανθρωπότητα περισσότερο από όλους μαζί τους αγίους, τους ήρωες, τους προφήτες, τους μάρτυρες και τους τιμημένους σοφούς της ιστορίας της» (σ. 231). Γι’ αυτό το λόγο, δεν βρίσκει νόημα να ασκείται κάποιος σε «επιδεικτικές αυτοθυσίες» και να μη συντελεί με έμπρακτο τρόπο στη βελτίωση των όρων της ζωής των πολλών. Δεν έχει σημασία πόσες νηστείες κάνεις, αλλά πόσο συνεισφέρεις ενεργητικά σε πολιτικές αύξησης των παγκόσμιων διατροφικών αποθεμάτων. Επισημαίνει προκλητικά, αλλά θεμιτά, ότι ο Ιησούς, υπήρξε απαισιόδοξος αναφορικά με την εξάλειψη της φτώχειας. «Τα Ηνωμένα Έθνη […] όρισαν ως στόχο την “εξάλειψη της έσχατης ένδειας για όλους τους ανθρώπους, παντού” στο έτος 2030. Εξάλειψη της έσχατης ένδειας για όλους τους ανθρώπους, παντού! Μακάρι να ζω για να δω τη μέρα εκείνη. (Ούτε καν ο Ιησούς δεν ήταν τόσο αισιόδοξος, γι’ αυτό και είχε πει πως “τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας”.)» (σ. 142). Τέλος, περηφανεύεται δικαίως για το προφανές: «Η ιστορία και η γεωγραφία της εκκοσμίκευσης διαψεύδουν το φόβο ότι αν δεν υπάρχει η θρησκεία οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες στην ανομία, στον μηδενισμό και στη “συνολική έκλειψη όλων των αξιών”. […] Πολλές μη θρήσκες κοινωνίες, όπως ο Καναδάς, η Δανία και η Νέα Ζηλανδία, είναι από τα ωραιότερα μέρη για να ζει κανείς στην ιστορία του είδους μας (με υψηλά επίπεδα σε κάθε μετρήσιμο καλό στη ζωή), ενώ πολλές από τις θρήσκες κοινωνίες του κόσμου είναι κολαστήρια. Ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι διδακτικός: οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο θρήσκες από τις ομότιμές τους χώρες της Δύσης, αλλά υστερούν ως προς αυτές στην ευτυχία και την ευημερία, έχοντας υψηλότερα ποσοστά ανθρωποκτονιών, φυλακίσεων, αμβλώσεων, σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, παιδικής θνησιμότητας, παχυσαρκίας, εκπαιδευτικής μετριότητας και πρόωρων θανάτων. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και ανάμεσα στις πενήντα πολιτείες: όσο πιο θρήσκα η πολιτεία, τόσο πιο δυσλειτουργική είναι η ζωή των πολιτών της» (σ. 640-641).
Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο του Πίνκερ μπορεί να μείνει με την εντύπωση ότι ο Διαφωτισμός αποτέλεσε παρθενογένεση. Τη μοναδική πραγματική επανάσταση που όμοιά της δεν υπήρξε άλλη. Ωστόσο, πριν από τον Αιώνα των Φώτων, υπήρξε η Επιστημονική Επανάσταση, και πιο πριν προηγήθηκε η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μέρτον ισχυρίστηκε ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στις δύο πρώτες επαναστάσεις (βλ. “Puritanism, pietism, and science”, The Sociological Review, 28(1):1-30, 1936). Ο βρετανός πολιτικός φιλόσοφος Λάρι Σιντεντοπ στο έργο του Inventing the individual: the origins of Western liberalism [Επινοώντας το άτομο: οι απαρχές του Δυτικού φιλελευθερισμού] (Για μια παρουσίασή του βλ. Άκης Καλογνωμής, «Ο φωτεινός Μεσαίωνας», The Books’ Journal, τχ. 63, Φεβρουάριος 2016), διατείνεται ότι ο χριστιανισμός είναι ο ουσιωδέστερος διαμορφωτής του φιλελεύθερου δυτικού πολιτισμού. Όλα όσα ενθουσιάζουν τον Πίνκερ –ατομικά δικαιώματα, διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, ανθρωπισμός, κοινοβουλευτική δημοκρατία, εκκοσμίκευση, επιστήμη, καπιταλισμός, Κράτος Πρόνοιας– είναι χριστιανικά κεκτημένα.
Ο Διαφωτισμός δεν θα μπορούσε να αναδυθεί εκ του μηδενός χωρίς το υπόβαθρο των χριστιανικών ευαισθησιών. Οι διαφωτιστές εγκαλούσαν τους χριστιανούς της εποχής τους ότι δεν τιμούσαν τις πραγματικές αξίες τους. Δεν είναι συμπτωματικό ότι έως σήμερα έχει υπάρξει μόνο ένα διαφωτιστικό κίνημα και αυτό γεννήθηκε σε χριστιανικό έδαφος. Είναι αλήθεια ότι ένα σημαντικό τμήμα της χριστιανοσύνης πολέμησε λυσσαλέα τον Διαφωτισμό, αλλά τελικά ηττήθηκε. Η χειραφετητική παράδοση του χριστιανισμού, αν και με δραματική ομολογουμένως καθυστέρηση, κατίσχυσε της αυταρχικής. Το ίδιο ακριβώς που συνέβη με τον δυτικό πολιτισμό εν συνόλω – αλλά και με την ίδια την Αριστερά. Αυτοεξημερώθηκαν μέσω διαδοχικών κυμάτων εσωτερικής αμφισβήτησης. Ακόμα και ο προσφιλής στον Πίνκερ αθεϊσμός θεωρείται από τον γάλλο πολιτικό φιλόσοφο Μαρσέλ Γκοσέ ένα επιπλέον δώρο του χριστιανισμού, τον οποίο προσδιόρισε μάλιστα γλαφυρά ως «θρησκεία της εξόδου από τη θρησκεία» (Η απομάγευση του κόσμου: μια πολιτική ιστορία της θρησκείας, μτφρ. Άντα Κλαμπατσέα, Πατάκη, Αθήνα 2011).
Η Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, «το διασημότερο», κατά Πίνκερ, «προϊόν του Διαφωτισμού» (σ. 32), βρίθει ιδιαζόντως χριστιανικών αξιών, των συγκινητικά μοντέρνων «αυταπόδεικτων» (self-evident): «Δεχόμαστε τις εξής αλήθειες ως αυταπόδεικτες, πως όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι, και προικίζονται από τον Δημιουργό τους με συγκεκριμένα απαραβίαστα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι το δικαίωμα στη Ζωή, το δικαίωμα στην Ελευθερία, και το δικαίωμα στην επιδίωξη της Ευτυχίας. Πως για να εξασφαλιστούν αυτά τα δικαιώματα ιδρύονται Κυβερνήσεις μεταξύ των Ανθρώπων, αντλώντας τις εύλογες εξουσίες τους από την συναίνεση των κυβερνωμένων». Με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια.
Η αλλαγή του κόσμου θεμελιώθηκε πάνω στην ιουδαϊκο-χριστιανική ρήξη: ελπίδα/αισιοδοξία (εβραϊκός προφητισμός), εξορθολογισμός (αρχικά εβραϊκός μονοθεϊσμός και αργότερα προτεσταντισμός), πίστη (το καλό στο τέλος θα νικήσει), οικουμενισμός (Απόστολος Παύλος), πρακτικό, μεθοδικό πνεύμα (ο προτεσταντισμός και πιο «χτυπητά» ο μεθοδισμός), εγκατάλειψη του αρνησίκοσμου προσανατολισμού και καταξίωση της εγκόσμιας δράσης (Ιωακείμ της Φλόρα). Δεν υπάρχει ίσως καλύτερη απόδειξη της συγγένειας χριστιανισμού, Διαφωτισμού και φιλελευθερισμού από το μίσος του Νίτσε εναντίον και των τριών ταυτόχρονα. Με τα λόγια του Πίνκερ: «[Για τον Νίτσε] ιδιαίτερα φθοροποιά ήταν η “δουλική ηθική” του χριστιανισμού, η λατρεία του ορθολογισμού του Διαφωτισμού και τα φιλελεύθερα κινήματα του δέκατου ένατου αιώνα, που ζητούσαν κοινωνική μεταρρύθμιση και κοινή ευημερία» (σ. 648). Αν λοιπόν δεν μπορούμε παρά να είμαστε διαφωτιστές, δεν μπορούμε παρά να είμαστε και φιλοχριστιανοί. Το γεγονός μάλιστα ότι το αφήγημα της Προόδου το υπερασπίζονται σήμερα πιο σθεναρά από όλους (ακόμα και εναντίον πολλών χριστιανών…) οι φιλελεύθεροι μου δείχνει ότι αυτοί είναι μάλλον οι γνησιότεροι συνεχιστές του χριστιανικού πνεύματος! Εικάζω ότι ο Πίνκερ είναι υποψιασμένος για όλα αυτά, αλλά θα προτιμούσα να δω αυτόν τον προβληματισμό και μέσα στο βιβλίο του.
Συνοψίζοντας
Ποτέ ο κόσμος δεν ήταν καλύτερος για τους εργαζόμενους, τις γυναίκες, τη νεολαία, τα παιδιά, τους ομοφυλόφιλους, τους ψυχασθενείς, τους αντικομφορμιστές, τους ετερόδοξους – για τη συντριπτική δηλαδή πλειονότητα της ανθρωπότητας. Οι παγκόσμιες μεταναστευτικές ροές ψηφίζουν δαγκωτό την προοδευμένη Δύση. Ναι, χωρίς περιττές αυτομαστιγώσεις, ζούμε στον καλύτερο κόσμο που υπήρξε μέχρι σήμερα. Όχι, δεν είναι κατάρα να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς, είναι ευλογία. Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι η εκ νέου ανάγνωση της δυτικής ιστορίας με αισιόδοξη ματιά δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο ένα τμήμα της εγχώριας διανόησης που με ρεαλισμό αναδιατυπώνει τα εθνικά ερμηνευτικά σχήματα από το παρακμιολογικό προς το εκσυγχρονιστικό.
Η μετάφραση του Παναγιώτη Δρεπανιώτη είναι, όπως πάντα, ένα πολύτιμο μάθημα στη ρέουσα, απλή γλώσσα, που είναι άλλωστε και η πιο απολαυστική. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις Διόπτρα για την επιλογή του τίτλου. Εκκρεμεί πλέον η έκδοση των άλλων δύο, πιο φιλοσοφημένων, βιβλίων του Πίνκερ, The blank slate: the modern denial of human nature, Penguin, 2002 [H άγραφη πλάκα: η σύγχρονη άρνηση της ανθρώπινης φύσης] και The better angels of our nature: why violence has declined, Penguin, 2011 [Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας: γιατί έχει μειωθεί η βία]. Το Διαφωτισμός τώρα προστίθεται πλέον σε μια ομάδα βιβλίων με παρόμοια αισιοδοξία για τον παγκόσμιο πολιτισμό, όπως τα Ματ Ρίντλεϊ, Ορθολογική αισιοδοξία: πώς αναδύεται εξελικτική η ευημερία, μτφρ. Έλσα Βιδάλη, επιμ. Ιωάννης Παπαδόγγονας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017 (για μια παρουσίασή του βλ. Βίβιαν Στεργίου, «Ύμνος στην εποχή μας», The Books’ Journal, τχ. 85, Μάρτιος 2008.) και Εγκυρογνωμοσύνη: δέκα λόγοι που κάνουμε λάθος για τον κόσμο μας, και γιατί η κατάσταση είναι καλύτερη απ’ ό,τι νομίζετε, 2η έκδ., μτφρ. Αλέξανδρος Μάμαλης, Αζαρίας Καραμανλίδης, Κωνσταντίνος Σίμος, Κάτοπτρο, Αθήνα 2021. Στα ελληνικά κυκλοφορούν δύο ακόμα βιβλία του Πίνκερ, τα κυρίως επιστημονικά του: Το γλωσσικό ένστικτο: πώς ο νους δημιουργεί τη γλώσσα, μτφρ. Ευαγγελία Μούμα, Κάτοπτρο, Αθήνα 2000 και Το υλικό της σκέψης: η γλώσσα ως παράθυρο στην ανθρώπινη φύση, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, επιμ. Γιώργος Κοτζόγλου, Κάτοπτρο, Αθήνα 2009.
H ζωή του Μαρτίνου Λούθηρου και οι ήρωες της Μεταρρύθμισης. Έγχρωμη λιθογραφία του Η. Breul, που απεικονίζει σημαντικές προσωπικότητες του προτεσταντισμού. Για τον Στίβεν Πίνκερ, ο Διαφωτισμός δεν θα μπορούσε να αναδυθεί εκ του μηδενός χωρίς το υπόβαθρο των χριστιανικών ευαισθησιών.
United States Library of Congress’s Prints and Photographs
Πηγή: booksjournal.gr