Του Γιώργου Παπανικολάου
Μόνο ένας μήνας πέρασε από το σημείωμα «Το δόγμα Τραμπ, η ταπείνωση της Ευρώπης και οι αγωνίες της Ελλάδας», κι έχει ήδη επιβεβαιωθεί πλήρως, από την επεισοδιακή «απόβαση» των στελεχών του Τραμπ στην Ευρώπη.
Μια ανώνυμη δήλωση αξιωματούχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρεισέφρησε σε πρόσφατο άρθρο του (αντιτραμπικού) Politico, δίνει ίσως με τον καλύτερο τρόπο το στίγμα των εξελίξεων:
«Ο λόγος που οι Ευρωπαίοι ηγέτες πληγώθηκαν τόσο πολύ από τον Τραμπ, έγκειται στο ότι οι ΗΠΑ έπαψαν να προσποιούνται ότι αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως ισότιμο γεωπολιτικό εταίρο», σημείωσε ο αξιωματούχος.
«Για δεκαετίες, οι ευρωπαϊκές ελίτ είχαν συνηθίσει, ως καλοί υποτακτικοί των ΗΠΑ, σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο διπλωματικής ευγένειας στη δημόσια αντιμετώπισή τους, σαν να επρόκειτο για όρο του συμβολαίου υποτέλειας που είχαν αποδεχτεί», συνέχισε.
«Ο Τραμπ τερμάτισε αυτή την προσποίηση, φέρνοντας τους Ευρωπαίους αντιμέτωπους με την ωμή πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου».
Οι σκληρές διατυπώσεις δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Επί Μπάιντεν, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες σύρθηκαν αδιαμαρτύρητα από τις ΗΠΑ σε μια καταστρεπτική περιπέτεια, με αφορμή την πολιτική «ανοικτών θυρών» του ΝΑΤΟ. Σε έναν πόλεμο «δια αντιπροσώπου», στον οποίο μεγάλος ζημιωμένος (πλην φυσικά της Ουκρανίας) θα ήταν οικονομικά και γεωπολιτικά η Ευρώπη.
Τώρα, το φιάσκο αποκαλύπτεται, εκθέτοντας τις ηγεσίες που πρωταγωνίστησαν σε έναν πόλεμο χωρίς προοπτική νίκης.
Διότι ήταν εξαρχής εμφανές, τουλάχιστον στους ειδικούς, ότι οι ΗΠΑ δεν επρόκειτο να εμπλακούν άμεσα σε ένα πόλεμο με την άλλη πυρηνική υπερδύναμη, ότι οι περίφημες οικονομικές κυρώσεις δεν θα ήταν αρκετές (δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν), άρα η Ρωσία ήταν εξαιρετικά δύσκολο να χάσει τον πόλεμο, μέσα στην αυλή της.
Η άνοδος των «νεο-ιδεαλιστών»
Πώς συνέβη αυτό το φιάσκο; Τα γεράκια της αμερικανικής πολιτικής ταίριαξαν στην Ευρώπη με τους «νεο-ιδεαλιστές», όπως τους «βάφτισε» πέρυσι ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος, o Mπέντζαμιν Τάλις, δραστήριο μέλος διαφόρων γνωστών «think tanks».
Πρόκειται για ηγέτες του αποκαλούμενου «ριζοσπαστικού κέντρου», κυρίως από χώρες της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης, με επίκεντρο τη Βαλτική (χαρακτηριστικό παράδειγμα η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας Κάγια Κάλας), που συνδυάζουν μια δογματική και απερίσκεπτη εξωτερική πολιτική, στηριγμένη σε «φιλελεύθερες αξίες», με τον έντονα αντιρωσικό χαρακτήρα, που προκύπτει από την ιστορία τους.
Μαζί με τους υπερατλαντικούς ομοϊδεάτες και με την υποστήριξη της συντριπτικής πλειονότητας των δυτικών ΜΜΕ, μετέτρεψαν τον ανταγωνισμό με την αυταρχική Ρωσία του Πούτιν σε υπαρξιακό ζήτημα «υπέρ δημοκρατικών βωμών και εστιών». Μαζί υποτίμησαν και συνεχίζουν να υποτιμούν την ισχύ και τη θέση της Ρωσίας στις διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές ισορροπίες.
Μαζί επίσης πολέμησαν όσο μπορούσαν την επάνοδο του Τραμπ στην εξουσία, κάτι που ο εκδικητικός νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν σκοπεύει να αφήσει ατιμώρητο.
Τα τρία σκέλη του σχεδίου Τραμπ
Oι ενέργειες των απεσταλμένων του Τραμπ στην Ευρώπη μπορεί να σόκαραν με την ωμότητά τους (μέρος της πάγιας τακτικής του), φαίνεται όμως να αποτελούν μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου, που ξεδιπλώνεται.
Το ένα σκέλος του, που έχει προαναγγελθεί από καιρό, αφορά τη σταδιακή απαγκίστρωση των ΗΠΑ από το βάρος της συμβατικής άμυνας της Ευρώπης. Κάτι που μπορεί να ξεκινήσει σύντομα, μονομερώς, αιφνιδιάζοντας ξανά τους Ευρωπαίους. Το δεύτερο, την εξομάλυνση της σχέσης των ΗΠΑ με τη Ρωσία.
Ο Τραμπ φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία επέφερε σφιχτό εναγκαλισμό της Ρωσίας, δηλαδή της μεγαλύτερης «αποθήκης» πρώτων υλών στον κόσμο, με τη βιομηχανική υπερδύναμη της Κίνας, που είναι πια ο κύριος ανταγωνιστής των αμερικανικών συμφερόντων.
Στην αλλαγή αυτού του συσχετισμού φαίνεται να αποσκοπούν οι κατευναστικές κινήσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης, στο πλαίσιο μιας τακτικής που προσώρας θυμίζει εκείνη που ακολούθησαν οι Νίξον και Κίσινγκερ με την Κίνα, απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ο Τραμπ δείχνει να αποδέχεται, στην πράξη, την ύπαρξη ζωνών επιρροής της Ρωσίας, ή ότι μίλησε ανοικτά υπέρ της επιστροφής της στους G-7.
Ενδιαφέρον όμως έχουν και κάποιες δηλώσεις του, σύμφωνα με τις οποίες προτίθεται να συζητήσει με Ρωσία αλλά και Κίνα, τη μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών και των αμυντικών προϋπολογισμών.
Ίσως μια τριμερής «νέα Γιάλτα» να είναι στο τραπέζι, αν και είναι πολύ νωρίς να προδικάσουμε εξελίξεις. Ο ίδιος πάντως είναι σαφές ότι επιδιώκει πολιτική παρακαταθήκη «ειρηνοποιού», ίσως κι ένα Νόμπελ.
Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την ευρωπαϊκή ελίτ
Το τρίτο σκέλος του σχεδίου αφορά το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του με την ευρωπαϊκή ελίτ, μέσω της ενίσχυσης πολιτικών δυνάμεων που έχουν ιδεολογική συνάφεια με την παράταξή του. Οι στόχοι είναι δύο. Αφενός, να αλλάξει προς όφελός του τους πολιτικούς συσχετισμούς μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση κι αφετέρου, να διευκολύνει την αποδοχή των επιλογών του, έναντι της Ρωσίας,
Έτσι εξηγούνται τα σχόλια του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς υπέρ του γερμανικού εθνικιστικού κόμματος AfD (που έχει φιλορωσική στάση) και η κριτική του για τις δημοκρατικές διαδικασίες στην Ευρώπη, που παρότι ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων, βρήκαν πλήρη κάλυψη από τον Τραμπ.
Το ενδεχόμενο να απειληθεί από τις εθνικιστικές δυνάμεις η συνοχή του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» δεν φαίνεται να τον απασχολεί καθόλου. Είναι γνωστό άλλωστε ότι δεν έχει καμία εκτίμηση στους πολυμερείς οργανισμούς.
Η δεινή θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Οι εξελίξεις φέρνουν το ευρωπαϊκό κατεστημένο σε δεινή θέση. Ήδη έχει εξαιρεθεί ταπεινωτικά, από τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ενώ οι υφιστάμενες ηγεσίες, τόσο της ΕΕ όσο και επιμέρους ισχυρών χωρών, έχουν δεσμευτεί αμέτρητες φορές στην αμέριστη στήριξη της Ουκρανίας.
Μαζί με τα περισσότερα ΜΜΕ, δεκάδες «ειδικούς» των think tanks και διαμορφωτές απόψεων, που έγιναν γνωστοί παραμυθιάζοντας τη διεθνή κοινή γνώμη ότι «η Ουκρανία θα νικήσει», θα δώσουν αγώνα. Γνωρίζουν ότι το τέλος του πολέμου, με τους όρους που μπορεί να συμβεί σήμερα, θα βάλει ταφόπλακα στην καριέρα τους.
Δεν έχουν όμως την ισχύ να επιβάλουν τη θέση τους. Η Ευρώπη εξαρτάται όχι μόνο από την πυρηνική αλλά και από τη συμβατική ισχύ των ΗΠΑ. Ο Μαρκ Ρούτε και η Κάγια Κάλας μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Μεραρχίες, όμως, δεν έχουν.
Ούτε οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν μια σειρά από συστήματα απαραίτητα στην Ουκρανία, όπως οι τεχνολογίες αναγνώρισης και στόχευσης σε μεγάλο βάθος και το περίφημο Starlink του Ελον Μασκ, ή την απαιτούμενη παραγωγή όπλων. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας απαιτεί χρόνια.
Εξίσου σημαντικό, μετά από τρία χρόνια πολέμου, οι ηγεσίες στις περισσότερες δυτικές χώρες της Ευρώπης έχουν πλέον την κοινή γνώμη εναντίον τους. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες θέλουν διπλωματική λύση και δεν συμφωνούν με αύξηση της ενίσχυσης της Ουκρανίας. Στο νέο «πόλεμο» για την Ουκρανία, μεταξύ συμμάχων, πολύ δύσκολα θα χάσει η βούληση της αμερικανικής διοίκησης.
Ταυτόχρονα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υφίστανται και την πλαγιοκόπηση των Αμερικανών στο εσωτερικό μέτωπο. Από τώρα και μέχρι το τέλος του 2027, θα διεξαχθούν κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις (Γερμανία, πιθανώς Αυστρία, Ρουμανία, Τσεχία, Σουηδία, Γαλλία) που μπορούν να μεταβάλουν την πολιτική φυσιογνωμία της Ευρώπης, με τρόπο που κάποτε φάνταζε αδιανόητος.
Επιπλέον, η απαίτηση των ΗΠΑ να πάψει η Ευρώπη να στηρίζεται στις αμερικανικές «πλάτες» για θέματα συμβατικής ασφάλειας, όπως τώρα, ίσως δημιουργήσει πρόσθετα πολιτικά προβλήματα.
Εάν δεν υπάρξει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, που να λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα που θεωρεί ότι έχει η Ρωσία, το μερίδιο των αμυντικών δαπανών θα ανέβει κατακόρυφα, δημιουργώντας ερωτήματα για την αντίδραση των πολιτών, στις περικοπές άλλων κοινωνικών δαπανών.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι χώρες της Ευρώπης δεν έχουν την ίδια αντίληψη περί ρωσικού κινδύνου, ούτε τους ίδιους αμυντικούς προσανατολισμούς, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες εντάσεις, ενδεχομένως και σε διασπαστικές τάσεις, μέσα στην Ευρωπαϊκή. Ένωση.
Προς το παρόν, η ενιαία «στρατηγική αυτονόμηση» της ΕΕ αποτελεί ευσεβή πόθο.
Αναθεώρηση πολιτικής για την Ελλάδα
Ορθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέφυγε να συμμετάσχει στη διάσκεψη του Μονάχου, όπου το θέμα της Ουκρανίας θα επισκίαζε τα πάντα. Εάν πήγαινε, πιθανώς θα έπρεπε να πάρει θέση, χωρίς κανένα όφελος για τη χώρα.
Η Ελλάδα στηρίζεται οικονομικά στην Ευρώπη. Λόγω γεωγραφίας, όμως, η ασφάλειά της και η εξέλιξη των σχέσεων με τη γείτονα εξαρτώνται κυρίως από τις ΗΠΑ. Στο εξής, η κυβέρνηση μάλλον θα πρέπει να τηρεί πολύ ευαίσθητες ισορροπίες.
Επιπρόσθετα, τα επόμενα χρόνια, η κυβέρνηση θα κινηθεί αναγκαστικά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο διεθνών σχέσεων, που ίσως βολεύει περισσότερο, για πολλούς λόγους, την αναθεωρητική Τουρκία.
Δεν έχει όμως νόημα να αντιμαχόμαστε την πραγματικότητα. Οι εξελίξεις υποχρεώνουν τη χώρα μας να κινηθεί προληπτικά. Να αναθεωρήσει περαιτέρω την αμυντική πολιτική της και να ενισχύσει «ολιστικά» τις δυνατότητές της, κυρίως την εφεδρεία και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, τομείς στους οποίους πάσχει σοβαρά.
O πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη αποδείξει τη σημασία τους.
Πηγή: euro2day.gr