Το ΚΕΑ και οι προνοιακές δομές σήμερα στη χώρα μας… Του Κων. Λεμπιδάκη

242

Του Κων. Λεμπιδάκη

Παρόλο που η ηλεκτρονική διακυβέρνηση έχει ως πρώτιστο στόχο αφενός μεν την αποφυγή γραφειοκρατικών διαδικασιών αφετέρου δε την ταχύτατη και αμερόληπτη διεκπεραίωση των θεμάτων που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση, δυστυχώς ακόμα και σήμερα ισχύει το αντίθετο:

Έχει δημιουργηθεί, θα έλεγε κανείς, ένα μεικτό «υβριδικό σύστημα» όπου προσπαθούν να συνυπάρξουν, αντιφατικά πλέον, το παλιό – το παλαιοκομματικό, με το σύγχρονο, που αφορά τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του κράτους και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, με την αυτόματη διασταύρωση των στοιχείων και την ταχύτατη διεκπεραίωση για την γρήγορη, την αμερόληπτη και την απρόσκοπτη τελική έκβαση των υποθέσεων κάθε πολίτη.

Τι συμβαίνει εκτός των άλλων με το ΚΕΑ και σε άλλες προνοιακές δομές της χώρας μας, όταν από το 2016 έως σήμερα η Ελλάδα επί προϋπολογισμού βοηθείας πάνω από 125 εκατ. ευρώ απορρόφησε μόλις 9 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 7,2% του συνολικού ποσού;

Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό με έντονο το  «άρωμα» της πολιτικής ανεπάρκειας και όχι μόνο. Αυτό φαίνεται κατά την συμπλήρωση της αίτησης για τη χορήγηση του ΚΕΑ, από τη  «χάλκευση» των στοιχείων που αφορούν το εισόδημα του τελευταίου εξαμήνου, με την αυτόματη συμπλήρωση από το σύστημα του μισού ετήσιου εισοδήματος που είχε πριν –όταν εργαζόταν- πριν απολυθεί και καταστεί μακροχρόνια άνεργος  ως δήθεν σημερινό πραγματικό του εισόδημα! Ακόμα κι εάν στο αντίστοιχο χώρο της αυτόματης συμπλήρωσης του βοηθήματος ανεργίας φαίνεται καθαρά ότι είναι μακροχρόνια άνεργος!

 Κατ’ αυτό τον τρόπο αποκλείεται αμέσως από το σύστημα ένας μεγάλος αριθμός δικαιούχων, επειδή τεκμαρτά – και όχι στην πραγματικότητα το εισόδημά τους θα υπερβαίνει το ποσό του εισοδήματος που ορίζεται συνήθως, το οποίο είναι πάρα πολύ μικρό έως ελάχιστο για την διαβίωση ενός πολίτη.

Εκείνοι λοιπόν που αδικούνται  μη γνωρίζοντας που να απευθυνθούν για να βρουν το δίκιο τους είτε απογοητεύονται είτε αηδιάζουν και τα παρατούν. Βεβαίως, όπως είναι αυτονόητο σε ένα παρωχημένο αναχρονιστικό πελατειακό πολιτικό σύστημα, η επόμενη συνηθισμένη κίνηση ενός «πολίτη – πελάτη» όταν βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ένδειας είναι να τρέξει στον πολιτικό του νταβατζή, είτε αυτός ανήκει σε κάποιον κομματικό μηχανισμό – είτε είναι διορισμένος από το κόμμα στο δημόσιο για να βρει το δίκιο του! Για να τον βοηθήσει κατόπιν να αντιμετωπίσει (και) αυτή την αδικία που του έχει δημιουργήσει το ίδιο κράτος.

Όλα αυτά τα επιεικώς απαράδεκτα συμβαίνουν, όπως βλέπετε,  ακόμα και σήμερα στη χώρα μας, παρόλο που, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, από το 2016 έως σήμερα η Ελλάδα επί προϋπολογισμού βοηθείας πάνω από 125 εκατ. ευρώ απορρόφησε μόλις 9 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 7,2% του συνολικού ποσού! Κι όλα αυτά παρόλο που η ελάχιστα απαιτούμενη βασική ευθύνη κάθε κράτους – μέλους, είναι αφενός μεν η συμμετοχή του με 15% στη δαπάνη αφετέρου δε να υπάρχει ο κατάλληλος σχεδιασμός για την απορρόφησή τους.

 Και εδώ γεννιούνται τα παρακάτω οικτρά -και παράλληλα απελπιστικά- με οργή, θυμό και αγανάκτηση ερωτήματα από τον κάθε πολίτη:

 – Είναι δυνατόν ακόμα και σήμερα παρ’ όλα τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ξοδευτεί στη χώρα μας για την υλοποίηση και την ανάπτυξη του θεσμού της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης οι πολίτες αναίτια να ταλαιπωρούνται, να λοιδορούνται και να καλούνται διαρκώς από το κράτος να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες;

– Είναι δυνατόν, ακόμα και σήμερα η χώρα μας να είναι ανίκανη να απορροφήσει πάνω από το 7,5% των κονδυλίων 2014 – 2020 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, όταν μάλιστα η συμμετοχή μας – η συνεισφορά μας για την εκταμίευσή τους, έχει οριστεί μόλις στο 15%;

Δεν θα ‘πρεπε, λοιπόν, μαζί με τα αισθήματα οργής και αγανάκτησης του κάθε αδικούμενου πολίτη αυτής της ήδη καθημαγμένης από την αναξιοκρατία και την ανικανότητα χώρας μας να προστεθεί και το αίσθημα ντροπής από τους υπευθύνους της εκτελεστικής εξουσίας,  όταν, παρ’ όλα αυτά, αντί να παραδεχθούν τα προαναφερθέντα εξόφθαλμα λάθη τους, για να τα διορθώσουν, ζητώντας συγνώμη, απαιτούν χωρίς ίχνος ντροπής και ενσυναίσθησης από τον κάθε οικονομικά – και όχι μόνο χειμαζόμενο πολίτη να «αποδεικνύει διαρκώς ότι δεν είναι ελέφαντας»;

Γιατί λοιπόν η χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία της E.E, από το 2016 έως σήμερα επί προϋπολογισμού βοηθείας πάνω από 125 εκατ. ευρώ απορρόφησε μόλις 9 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 7,2% του συνολικού ποσού; Ποιος ο κύριος λόγος; Είναι η αδυναμία καταβολής του 15% του ποσού συμμετοχής που απαιτείται για την εκταμίευσή τους; Είναι κάτι άλλο, που ανήκει «στα αυτονόητα», ή είναι όλα μαζί;

Η απάντηση είναι πλέον ξεκάθαρη:

Είναι όλα μαζί και κυρίως η ευτέλεια, η ταπείνωση, η ντροπή και η αγανάκτηση που αισθάνονται οι πολίτες να ταλαιπωρούνται αναίτια ακόμα και για θέματα που δεν φέρουν καμιά ευθύνη. Φτάνοντας στο σημείο αηδιάζοντας – να απεμπολούν τα νόμιμα δικαιώματά τους ακόμα και στη περίπτωση των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας των ευάλωτων ομάδων πολιτών, ακόμα και όταν πληρούν όλα τα κριτήρια, παρόλο που σε κλάσματα δευτερολέπτων κατόπιν αποτελεσματικής διασταύρωσης στοιχείων από τα αρχεία των ίδιων των υπηρεσιών του κράτους  θα ‘πρεπε η διαπεραίωση κάθε αίτησης να γινόταν αυτόματα.

Αυτά δυστυχώς είναι τα απτά αποτελέσματα τής “κατ’ ευφημισμό” λεγόμενης ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και του ψηφιακού εκσυγχρονισμού της χώρας μας. Κι όλα αυτά παρ’ όλα τα χρήματα των Ελλήνων Πολιτών και τα κονδύλια της Ε.Ε. που έχουν δαπανηθεί μέχρι σήμερα για αυτό το σκοπό.

Τα χρήματα αυτά άραγε έχουν πιάσει τόπο; Έχουν εξαλείψει τις γραφειοκρατικές και τις προσωπικές παρεμβάσεις είτε αυτές είναι πελατειακής – κομματικής και όχι μόνο φύσεως, είτε εξαιτίας της έλλειψης ικανοτήτων  και επαφής με την πραγματικότητα ενός αδαούς απλού δημοτικού υπαλλήλου κάποιου μικρού επαρχιακού δήμου της χώρας μας, ακόμα και για θέματα, λ.χ. του Τaxis Νet, για τα οποία είναι εντελώς αναρμόδιοι και δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα ούτε και τις γνώσεις για να ασχοληθούν.

Να λοιπόν γιατί οι πολιτικοί που ευθύνονται για όλα αυτά θα προσπαθούν συνέχεια να παραπλανούν και να αποπροσανατολίζουν τους πολίτες, σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Δυστυχώς, έρχονται και  χειρότερα.