Το μεγάλο αίνιγμα… Του Κώστα Μποτόπουλου

345

Του Κώστα Μποτόπουλου

Όταν θα γραφεί εμπεριστατωμένα (μαζεύω ήδη το υλικό) η πολιτική ιστορία της Μεταπολίτευσης, θα φωτιστεί ελπίζω με νέο φως μια περίοδος και μαζί ένα αίνιγμα: πρόκειται για την περίοδο 2004-2009, εκείνη που οδήγησε την Ελλάδα από την καλύτερή της στιγμή στη χρεοκοπία, και για το αίνιγμα της αιδήμονος σιωπής που την καλύπτει.

Η εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας υπό τη νέα, και επώνυμη, ηγεσία της (το όνομα αρκούσε για να καλύψει τις τεράστιες πολιτικές διαφορές ανάμεσα στον θείο και στον ανιψιό, όπως έγινε αργότερα για δύο πατέρες και δύο γιους) θα μπορούσε να λάβει χώρα από το 2000. Το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσε από το 1993, η δε πρώτη τετραετία Σημίτη, μάλλον η πιο παραγωγική της Μεταπολίτευσης, δεν είχε φοβηθεί τις τομές και τις συγκρούσεις και γι’ αυτό είχε συσπειρώσει τη συντηρητική παράταξη. Η Ελλάδα στάθηκε τυχερή: η ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα δεν θα είχαν υλοποιηθεί αν αυτοί που κέρδισαν το 2004 είχαν κερδίσει το 2000. Όμως τίποτα δεν προδιέγραφε ότι η προδιαγεγραμμένη νίκη του 2004 θα αποτελούσε σημείο τέτοιας οπισθοχώρησης. Και πάντως όχι, πριν ασκήσει εξουσία, το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού, που έμοιαζε συμπαθής, με κοινό νου και με συγκρότηση περί τα. βασικά θέματα (κάτι που δεν ισχύει αναγκαστικά για όλους τους διαδόχους του). Κι όμως. Η πενταετία 2004-2009 αποδείχθηκε μια περίοδος ήσσονος προσπάθειας, διαχείρισης στον αυτόματο πιλότο, κατάλυσης συντελεσθείσας προόδου (στην οικονομία, τα εθνικά θέματα, τη θέση στην Ευρώπη, τον εκσυγχρονισμό του κράτους), υπέρμετρης κομματικοποίησης και, τελικά, θέσης των βάσεων για την απόλυτη ανατροπή: το 2004, καθώς συνέπεσε και με τους αθλητικούς θριάμβους του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν χρονιά συλλογικής ευφορίας (που περιείχε βέβαια, μέσω των γνωστών ελληνικών υπερβολών, το σπέρμα της ύβρεως), πεντέμισι χρόνια αργότερα η Ελλάδα πτώχευε και άλλαζε όχι απλώς ταχύτητα αλλά κατηγορία..

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση εκείνη γνώριζε και επέλεξε να πράξει όπως έπραξε. Ο πρωθυπουργός είχε ενημερωθεί -το έχουν πει ρητά ο τότε υφυπουργός και νυν δήμαρχος Σπάρτης, ο τότε διοικητής της κεντρικής τράπεζας, ο τότε Ευρωπαίος Επίτροπος ότι, με τον τρόπο που αυξάνονταν χρέη και ελλείμματα μέσω των ασταμάτητων και πάντα με κομματικό πρόσημο παροχών, η οικονομία βάδιζε προς τον εκτροχιασμό. Αλλά η κυβέρνηση εκείνη συνέχισε να προσλαμβάνει, να σιωπά και να κρύπτεται -μέχρι να παραδώσει, στο παρά πέντε της καταστροφής, την καυτή πατάτα.

Γνώριζε και γνωρίζαμε, και πάντως σήμερα πέρα από κάθε αμφιβολία γνωρίζουμε. Κι όμως, η κριτική που έχει ασκηθεί για όλα αυτά τα κεφαλαιώδους σημασίας λάθη και παραλείψεις είναι ελάχιστη και πάντως υποπολλαπλάσια των κραυγών κατά των κυβερνήσεων που ακολούθησαν και που τουλάχιστον προσπάθησαν. Οι βασικές αιτίες βρίσκονται σε ορισμένες συνειδητές κινήσεις και επιλογές, τόσο κατά την εξουσία όσο και μετά από αυτήν. Στην εξουσία, το «χαλαρό» στυλ, η κάλυψη των πάντων (συμπεριλαμβανομένων των τραγικών πυρκαγιών) διά του δημοσίου χρήματος, η εικόνα επίπλαστης ευμάρειας, το γαργάλημα μιας στο όριο του εθνικισμού «εθνικής περηφάνιας», ταίριαζαν με τα γούστα της κοινωνίας και το κλίμα της εποχής. Μετά την αποχώρηση, προστατευτικά λειτούργησε η απόσυρση του τότε πρωθυπουργού από το προσκήνιο και η φιλοτέχνηση μιας παράλληλης αλήθειας από «κύκλους» του (μόνη άξια λόγου, και τιμητική για εκείνον, παρέμβασή του, το καθαρό δημόσιο «ναι» στο δημοψήφισμα για την Ευρώπη). Καθοριστικότερη όλων υπήρξε η υπόγεια αλλά μέσω φανερών προσώπων σύμπραξη εκείνης της Δεξιάς, που είχε οδηγήσει στη χρεοκοπία αλλά που συνέχιζε να αυτοχαρακτηρίζεται ως η μόνη αυθεντική, με τη δήθεν ριζοσπαστική δήθεν Αριστερά που ήρθε στην εξουσία το 2015: έκανε τη σιγή για τα πεπραγμένα της περιόδου 2004- 2009 επίσημο δόγμα και διαπότισε με τα χαρακτηριστικά της (άλωση – του κράτους, κομματισμός, προχειρότητα, δημιουργία «αφηγήματος») την άσκηση της εξουσίας. Μια συνωμοσία σιωπής και διαστρέβλωσης που διαρκεί ως τις μέρες μας.