Αν ο σημερινός Γάλλος πρόεδρος χάσει τη μάχη της επανεκλογής του την Κυριακή 24 Απριλίου, θα πρέπει να αναζητήσει ευθύνες στο πείσμα του να γυρίζει την πλάτη σε ένα καίριο πρόβλημα της γαλλικής πραγματικότητας. Αυτό του ρόλου του Ισλάμ στη γαλλική κοινωνία και όχι μόνον.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, ίσως να σκάβει το λάκκο του, για ανεξήγητους λόγους, εκτός και αν ο ίδιος ενδομύχως επιδιώκει να μην επανεκλεγεί. Γνωρίζει πολύ καλά ότι μετά το πρόβλημα της πτώσης της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων πολιτών, που είναι κυρίαρχο στην καθημερινή τους ζωή, η ασφάλεια και το Ισλάμ είναι δεύτερα στα αιτήματά τους για αντιμετώπιση.
Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω σοβαρά για τη Γαλλία αλλά και για την Ευρώπη προβλήματα, απουσιάζουν πλήρως από το πρόγραμμα του Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος στις δημόσιες εμφανίσεις του δείχνει να φοβάται να προφέρει τις λέξεις «ασφάλεια» και «ισλάμ». Το ίδιο δε συμβαίνει και με υπουργούς της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίοι σε δημόσιες τηλεοπτικές συζητήσεις επιμένουν ότι η Γαλλία δεν έχει κανένα πρόβλημα ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων.
Την άποψη αυτή ωστόσο, την διαψεύδει ο Γάλλος δοκιμιογράφος Χακίμ Ελ Καουρί, με ρίζες από τη Βόρεια Αφρική, ο οποίος σήμερα διευθύνει το Ινστιτούτο Montaigne. Ήδη, από το 2018, ο Ελ Καουρί, μαζί με άλλους σαράντα επώνυμους μουσουλμάνους της Γαλλίας, είχε κάνει έκκληση εναντίον του ισλαμικού φονταμενταλισμού, την οποίαν το 2020 επανέλαβε στο πολύκροτο βιβλίο του «Ισλάμ, μια γαλλική θρησκεία».
Ο τυνησιακής καταγωγής διανοούμενος, απευθυνόμενος σ’ ένα ευρύτερο και πέρα από τη Γαλλία ευρωπαϊκό κοινό, θέτει το πρόβλημα του Ισλάμ στις πραγματικές διαστάσεις του, τονίζοντας ότι είναι τεράστιο πολιτικό λάθος οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες να κρατούν τα μάτια τους κλειστά.
«…Ο πρόεδρος Μακρόν ακολουθεί λάθος δρόμο στο θέμα αυτό και σε κάποια φάση θα είναι πολύ αργά για να αντιμετωπίσει ένα καυτό πρόβλημα…», τονίζει.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Montaigne,στη Γαλλία, οι μουσουλμάνοι που πηγαίνουν στα τζαμιά, τρώνε χαλάλ, προσεύχονται καθημερινά, τοποθετούν τον ισλαμικό νόμο πάνω από τον νόμο του κράτους υπολογίζονται γύρω στα 3.500.000.
Είναι δε ξεκάθαρο από τα αιτήματα και τις δράσεις αυτού του πληθυσμού ότι βασική διεκδίκησή του είναι η αντικατάσταση του γαλλικού νόμου από τη Σαρία. Κάτι που ήδη ισχύει σε αρκετές περιοχές της Γαλλίας, από τις οποίες οι αλλόθρησκοι Γάλλοι έχουν από καιρό φύγει.
Ακόμα, σημειώνει ο Ελ Καουρί, το 80% των μουσουλμάνων της Γαλλίας που πλησιάζουν τα 10.000.000, εγείρει απαιτήσεις στην καθημερινότητα: ζητούν να είναι χαλάλ τα σχολικά γεύματα, να υπάρχουν ξεχωριστές πισίνες για άνδρες και γυναίκες και να επιτρέπεται δια νόμου η πολυγαμία.
Συγκριτικά με άλλες διεκδικήσεις, το χαλάλ είναι λεπτομέρεια. Πλήν όμως ενισχύει τη θέση ότι το Ισλάμ δεν είναι μόνο θρησκεία, αλλά και ιδεολογία, τρόπος ζωής, πολιτικό πρόγραμμα. Υπό αυτή την έννοια, η απόρριψη του δεν αποτελεί συμπεριφορά μη ανεκτικότητας («μισαλλοδοξίας», όπως λένε, πομπωδώς, οι ορθώς σκεπτόμενοι) αλλά πολιτική αντίθεση, αντιπολίτευση σε ένα διεθνές, σαρωτικό, υπερσυντηρητικό κίνημα.
Ένα κίνημα που βρίσκεται τέσσερεις αιώνες πίσω από τον δικο μας, από πλευράς θεσμών και αντιλήψεων και το οποίο έχει φιλοδοξίες επέκτασης. Ιδιαίτερα δε στη Γαλλία όπου άτυπος σύμμαχός του είναι και η άκρα αριστερά, η οποία μέσω του Ισλάμ αναζητεί δρόμο ιδεολογικής επιβίωσης. Έτσι η γαλλική ισλαμοαριστερά, όχι μόνον τείνει χέρι βοήθειας στο ακραίο Ισλάμ στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά το απαλλάσσει και από τις ευθύνες του στις τρομοκρατικές επιχειρήσεις του.
Για παράδειγμα, η ακτιβίστρια Μενέλ Ιμπτισέμ, που πήρε μέρος στο «The Voice», στα κοινωνικά δίκτυα κατηγορεί το γαλλικό κράτος ότι συνωμοτεί εναντίον των μουσουλμάνων: «Τρομοκρατική είναι η Γαλλία» γράφει, «όχι οι ισλαμιστές». Μέσα σε αυτό το αποπνικτικό περιβάλλον, η μουσουλμανική ταυτότητα εκθειάζεται και το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στρεβλώνεται (η αριστερά και οι νεοφεμινίστριες αξιώνουν «το δικαίωμα των γυναικών στην μπούρκα»). Όσο για τις γνωστές ευαισθησίες σχετικά με τον σεξισμό, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, σε ό,τι αφορά τους μουσουλμάνους, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα.
Δυστυχώς δε, η άρνηση του Γάλλου πρόεδρου και της γαλλικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει σοβαρά και αποτελεσματικά ένα τεράστιο πρόβλημα, τροφοδοτεί τη γαλλική ακροδεξιά, οι υποψήφιοι της οποίας στον πρώτο γύρω των προεδρικών εκλογών, με σημαία τους την αντίσταση στον ισλαμισμό, ξεπέρασαν σε ψήφους το 30%. Πρόκειται για ένα ποσοστό ρεκόρ στη γαλλική πολιτική ζωή, το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον φόβο της γαλλικής μεσαίας τάξης να δει την παράδοση του γαλλικού κράτους δικαίου στις ισλαμικές μαφίες που ήδη κυριαρχούν σε συγκεκριμένες περιοχές.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με ισχυρή χρηματοδότηση από χώρες όπως το Κατάρ για παράδειγμα, στη Γαλλία, η ισλαμική ιδεολογία κερδίζει έδαφος (και εδάφη: μεταφορικά και κυριολεκτικά) προβάλλοντας χαρακτηριστικά που συγκινούν ανώριμους και αμόρφωτους πληθυσμούς, κυρίως νέους: εξέγερση και ανυπακοή (εναντίον του γαλλικού κράτους, του Κατεστημένου, των γαλλικών αξιών τις οποίες εξάλλου ελάχιστα γνωρίζουν), πολιτικό όραμα (την ισλαμική κοινωνία, τον εξισλαμισμένο κόσμο), ελευθερία στην άσκηση βίας (απελευθέρωση των ενστίκτων, καθαγιασμός του μίσους), κοινή επιθετικό – αμυντική ταυτότητα και αδελφότητα,είναι στη σημερινή Γαλλία,ο νέος σκοταδισμός.
Αν ο Εμμανουήλ Μακρόν δεν δείξει ότι πραγματικά θέλει να αντιμετωπίσει ένα πολύ κρίσιμο για τη Γαλλία πρόβλημα, την Κυριακή 24 Απριλίου 2022 είναι πολύ πιθανόν η Ευρώπη να μπει σε νέες οδυνηρές περιπέτειες.