Το μέλλον της «Αλλαγής»… Του Κώστα Πάντζιου

267

Του Κώστα Πάντζιου

Η ανθρωπιά στη χώρα μας πήρε άριστα, με όσα συνέβησαν στην εκλιπούσα Φώφη Γεννηματά, μέσα σε λιγότερο χρόνο από τις τρεις εβδομάδες. Ευτυχώς, στην Ελλάδα παραμένουμε συναισθηματικοί και ευαίσθητοι στον ανθρώπινο πόνο. Όπως άλλωστε πάντοτε ήμασταν οι Έλληνες –και παραμένουμε και τώρα– συναισθηματικοί και στην προσέγγιση των πολιτικών γεγονότων. Και πάλι ευτυχώς. Όμως, η ζωή συνεχίζεται και η πολιτική διαμάχη συνεχίζεται και οι πολιτικές εξελίξεις δεν σταματούν, όπως δεν σταματά και το ενδιαφέρον, για ένα θέμα που έχει να κάνει με την εκλογή νέας ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ. Είναι μία πολιτική εξέλιξη πολύ παράξενη. Γιατί;

Πρώτον, διότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο θεωρουμένων ως επικρατέ-στερων στην κούρσα για την ηγεσία, έχει ως σημείο αναφοράς την επιστροφή στο 1974, όταν ιδρύθηκε το ΠΑΣΟΚ από τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ένας εκ των υποψηφίων, ο κ. Α. Λοβέρδος, δήλωσε ευθύς εξ αρχής ότι αν εκλεγεί θα ξαναονομάσει το ΚΙΝΑΛ, ΠΑΣΟΚ. Ο άλλος εκ των υποψηφίων, ο κ. Γ. Παπανδρέου, δηλώνει μεν ότι θέλει το ΚΙΝΑΛ σε προοδευτική κατεύθυνση, πλην όμως, με το ίδιο το όνομά του «δίνει σήμα» για ανάλογη επιστροφή στο παρελθόν. Δεν έχει ξαναγίνει. Να διεξάγεται πολιτικός αγώνας με το βλέμμα στο μακρινό παρελθόν.

Δεύτερον, όλοι μαζί –και οι έξι υποψήφιοι για την αρχηγία του κόμματος– ομιλούν για την αλλαγή, όντας μέλη και στελέχη ενός κόμματος που το όνομά του είναι «Κίνημα Αλλαγής». Πολύ παράδοξο και πολύ εντυπωσιακό, αλά υπαρκτό ως πολιτικό θέμα. Τρίτον, έτσι όπως είναι τα πράγματα, μέγας προβληματισμός επικρατεί για το ποια θα είναι τελικά η πολιτική φυσιογνωμία αυτού του κόμματος, όταν αρχές προσεχούς Δεκεμβρίου, αποκτήσει καινούργιο αρχηγό. Όταν στις παρέες τίθεται τέτοιο ερώτημα, κάποιοι λένε: «Ποιο είναι το πρόβλημα; Μήπως τα άλλα κόμματα του Ελληνικού Κοινοβουλίου έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική φυσιογνωμία και πολιτική ταυτότητα, για να έχει και το ΚΙΝΑΛ;»

Είναι υπερβολή βέβαια αυτό, αφού ούτε στην άλλη Ευρώπη ευδοκιμούν τέτοιες πολυτέλειες. Επομένως, μοιραία πρέπει να πάμε στις προβλέψεις για το ποιος εκ των έξι θα επικρατήσει τελικά, πράγματα το οποίο έχει περισσό-τερο ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας, λοιπόν, όσοι ασχολούνται με τα πολιτικά γεγονότα, προβλέπουν ότι θα επικρατήσει ο κ. Γ. Παπανδρέου, διότι λόγω ονόματος, είναι ο πιο «ορίτζιναλ» εκπρόσωπος της τάσης για την επιστροφή στο παρελθόν. Ο κ. Α. Λοβέρδος, που το δήλωσε αυτό πρώτος, υπήρξε άτυχος, διότι δεν μπορούσε να προβλέψει τα φοβερά γεγονότα που εν τω μεταξύ συνέβησαν στον εν λόγω κομματικό χώρο. Για τους άλλους τέσσερις υποψήφιους, η «πιάτσα» προβλέπει ότι δεν θα είναι στον δεύτερο γύρο, αλλά θα επηρεάσουν την αναμέτρηση μεταξύ των δύο επικρατέστερων προαναφερθέντων υποψηφίων.

Αναφερθήκαμε στην αρχή του παρόντος κειμένου στον συναισθηματισμό του Έλληνα πολίτη, ακόμα και όταν ψηφίζει. Αυτό, δεν είναι πάντοτε κακό διότι, κατά τη γνώμη μας, πολιτική χωρίς συναίσθημα και ευαισθησία, σίγουρα είναι επικίνδυνη. Και πάντως, δεν λειτουργεί υπέρ των πολλών. Και τις τελευταίες μέρες, με τα δραματικά γεγονότα που όλοι ζήσαμε, στην εκλογή του αρχηγού του κόμματος ΚΙΝΑΛ, έπεσε σαν ογκόλιθος το συναισθηματικό στοιχείο, με μελαγχολία, με θλίψη, με νοσταλγία, συναισθήματα τα οποία, για ευνόητους λόγους, ευνοούν την υποψηφιότητα Γ. Παπανδρέου. Ο οποίος, συναισθανόμενος ότι η επιστροφή στο 1974 δεν…. πολυενθουσιάζει, ειδικά τους νέους ψηφοφόρους, ξεκαθάρισε από την αρχή ότι το πρόγραμμά του και οι συμμαχίες του κόμματος θα είναι προς την προοδευτική κατεύθυνση, την κεντροαριστερή δηλαδή. Κατά τη γνώμη μας, αυτό το «ιδεολογικό» πρόταγμα, ενώ είναι και αυτό επιστροφή στις ρίζες του ΠΑΣΟΚ, είναι προοδευτικό, αφού είναι γνωστό ότι το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, ήταν πράγματι, όταν ιδρύθηκε, προωθημένο κεντροαριστερό κόμμα.

Άλλωστε, τα πράγματα είναι απλά, αν τα δούμε πρακτικά. Η συμμαχική κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, του 2012-2015, δηλαδή η κεντροδεξιά εκδοχή, έφερε το ΚΙΝΑΛ να είναι μεν τρίτο κόμμα στη Βουλή, στις εκλογές του 2019, με ποσοστό όμως 8%, δηλαδή ένα ποσοστό που ισούται με το ένα πέμπτο, σε σχέση με το πρώτο κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία και το ένα τέταρτο περίπου του δεύτερου κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ.