Του Γιώργου Παπανικολάου
Δεν γνωρίζω ποιος συμβούλεψε τον πρωθυπουργό να ισχυριστεί ότι η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη, αλλά λανθασμένη και ότι ο ίδιος εάν γνώριζε δεν θα την επέτρεπε.
Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να θυμίζει την περιβόητη φράση του παρελθόντος «ότι είναι νόμιμο δεν είναι απαραίτητα και ηθικό» στην πράξη όμως δεν έχει καμία σχέση μαζί της. Διότι εάν το αίτημα της ΕΥΠ για παρακολούθηση των επικοινωνιών του ευρωβουλευτή και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, ήταν νόμιμο, προβλεπόταν δηλαδή από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και επαρκώς αιτιολογημένο, τότε ορθώς το υπέγραψε η αρμόδια εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου και ο πρωθυπουργός δεν θα έπρεπε να έχει -και δεν έχει- θεσμικά τη δυνατότητα να ανατρέψει κάτι τέτοιο, παρεμβαίνοντας στη λειτουργία και της δικαιοσύνης.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο πρωθυπουργός αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη να επέμβει σε ένα θέμα υψίστης εθνικής ασφάλειας προεξοφλώντας ότι το εμπλεκόμενο πολιτικό πρόσωπο δεν έχει κάνει τίποτα μεμπτό χωρίς να μπορεί να γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης και των γεγονότων. Θα έκανε με άλλα λόγια ανοιχτή παρέμβαση στους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους χωρίς να δικαιούται.
Αν πάλι στην έγκριση του αιτήματος παρακολούθησης των επικοινωνιών Ανδρουλάκη και στην παραβίαση του ειδικού απορρήτου των επικοινωνιών που απολαμβάνει ως μέλος του ευρωκοινοβουλίου, δεν τηρήθηκε το προβλεπόμενο θεσμικό πλαίσιο και δεν υπήρξε επαρκής αιτιολογία, τότε η παρακολούθηση ήταν παράνομη και η αρμόδια εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου που την υπέγραψε, έχει παραβεί το καθήκον της. Που είναι ακριβώς να ελέγχει και να εγκρίνει σύμφωνα με τους νόμους τα αιτήματα παρακολούθησης που φτάνουν σε αυτή εκ μέρους της ΕΥΠ.
Διότι νόμιμη δεν καθιστά μία παρακολούθηση το γεγονός ότι την υπέγραψε εισαγγελική λειτουργός, αλλά το αν είναι ή όχι σύμφωνη με τους νόμους. Σε άλλη περίπτωση η εισαγγελέας που την υπέγραψε έχει παρανομήσει.
Κατά συνέπεια η παρακολούθηση Ανδρουλάκη είτε ήταν παράνομη και λανθασμένη, είτε ήταν νόμιμη αλλά προφανώς πολιτικά ευαίσθητη, κάτι που όμως δεν την καθιστά εξ αντικειμένου λανθασμένη. Εκτός εάν θεωρήσουμε ότι αν μία παρακολούθηση είναι μεν νόμιμη, αλλά είναι και πολιτικά ευαίσθητη, διότι εμπλέκεται πολιτικό πρόσωπο, τότε είναι εξ ορισμού… «λανθασμένη», ανεξαρτήτως του πόσο βάσιμη είναι η αιτιολογία με την οποίαν ζητείται, κι ο εκάστοτε πρωθυπουργός δικαιούται να την εμποδίζει.
Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την «διευκρίνιση» του κυβερνητικού εκπροσώπου Γ. Οικονόμου ότι ο πρωθυπουργός δεν θα προχωρούσε σε παρέμβαση από την ώρα που είχε εγκριθεί από τον εισαγγελέα η παρακολούθηση, αλλά σε προηγούμενο στάδιο κι ότι «η εξέλιξη της διαδικασίας θα ήταν διαφορετική» χωρίς να διευκρινίζεται πως θα ήταν διαφορετική. Ο πρωθυπουργός πάντως στη προχθεσινή δήλωση του είπε ξεκάθαρα ότι δεν θα την επέτρεπε.
Έως στιγμής η κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει κανένα στοιχείο σε ό,τι αφορά τους λόγους για τους οποίους έγινε η παρακολούθηση των επικοινωνιών Ανδρουλάκη, δημιουργώντας την αίσθηση ότι η αιτιολογία ήταν σαθρή. Ταυτόχρονα πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί και σε σοβαρά φιλοκυβερνητικά μέσα δημιουργούν την εντύπωση ότι τα αιτήματα της ΕΥΠ εγκρίνονται σωρηδόν από την αρμόδια εισαγγελέα χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, με την αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας και χωρίς καν να αναγράφονται στις αιτήσεις τα ονόματα των προσώπων που θα τεθούν σε παρακολούθηση, παρά μόνο οι αριθμοί τηλεφώνων τους!
Η προχειρότητα της διαδικασίας προκύπτει επίσης και από το γεγονός ότι μία εισαγγελέας καλείται να εγκρίνει περίπου 15.000 αιτήματα το χρόνο (κατά μέσο όρο πάνω από 60 την ημέρα, κάθε εργάσιμη μέρα) που ενδεχομένως αφορούν πολύ περισσότερους από έναν τηλεφωνικούς αριθμούς.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι και ο Ευάγγελος Βενιζέλος που εκτός από πολιτικός είναι και διαπρεπής συνταγματολόγος αναφέρθηκε εκτενώς και χθες και προχθές στη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, μιλώντας ξεκάθαρα και για «αξιόποινες πράξεις».
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να παίζουμε με τις λέξεις και τις δικαιολογίες. Και η νομιμότητα των όσων συνέβησαν πρέπει να ελεγχθεί μέχρι τέλους από τη Δικαιοσύνη, αλλά και μέσα από τη Βουλή. Εξίσου σοβαρή όμως είναι και η «σύμπτωση», η αλληλουχία προσπαθειών παρακολούθησης των δυο έως τώρα γνωστών θυμάτων, του πολιτικού Νίκου Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη από την ΕΥΠ και ακόλουθα από το παράνομο λογισμικό Predator, θέμα που είναι βέβαιο ότι θα απασχολήσει την επικαιρότητα και προσεχώς.
Το περίεργο είναι ότι ενώ οι καταγγελίες του δημοσιογράφου τόσο για το Predator, όσο και για την παρακολούθηση του από την ΕΥΠ έχουν γίνει και δημοσιοποιηθεί εδώ και μήνες, ουδέν έχει προκύψει από τις σχετικές έρευνες των αρμοδίων αρχών! Κι αυτό παρότι, ιδίως αν όντως δεν υπάρχει εμπλοκή κυβερνητικών υπηρεσιών στη χρήση του Predator, η χρήση του στην Ελλάδα από τρίτους για την παρακολούθηση ελληνικών «στόχων» θα έπρεπε να αποτελεί θέμα προτεραιότητας για την εθνική ασφάλεια.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.
Πηγή: euro2day.gr