Και «αμύνεσθαι περί πάρτης» από τους 1.000 πανεπιστημιακούς καθηγητές!
Στην ανοιχτή επιστολή τους προς την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως εκφράζουν «ανησυχίες» για «υπονόμευση του του δημόσιου πανεπιστημίου» και για «τα παιδιά εκείνα που δεν έχουν την οικονοµική δυνατότητα να σπουδάσουν» (καταργήθηκε η «δωρεάν» παιδεία;), καταγγέλλουν για «ιδεοληπτική εµµονή στο νόµο και την τάξη» (είναι ιδεοληψία η τήρηση του νόμου και της τάξης!) και στο τέλος αγωνιούν που «δεν θα είναι βιώσιµα όσα µεταπτυχιακά δεν θα έχουν δίδακτρα» και για το «ψητό» ότι «Οι «δέσμες ρυθμίσεων» αφορούν σχεδόν όλες τη δυνατότητά μας για παράλληλες δραστηριότητες, πέραν εκείνων που απαιτεί η ιδιότητα του/της πανεπιστημιακού δασκάλου/ας, δραστηριότητες που θα μας επιτρέψουν να έχουμε πρόσθετα εισοδήματα…»!
Του Δημήτρη Στεργίου
Δεν γνωρίζω αν το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που έδωσε στη δημοσιότητα η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως συνοδεύτηκε και από την αντίστοιχη Εισηγητική Έκθεση με απαρίθμηση των στόχων της νέας «μεταρρύθμισης» στα ελληνική πανεπιστήμια ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως λέγονται τώρα, μετά την ένταξη σε αυτά και των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Σημειώνεται ότι τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, όπως προκύπτει από την ανοιχτή επιστολή των 1.000 (οι καθηγητές στα πανεπιστήμια ανέρχονταν το 2015 σε 10.800, έναντι 5.000 το 1973 και στα ΤΕΙ το 2014 σε 11.500, έναντι 3.200 το 1973!!!), η υπουργός Παιδείας ενημέρωσε με σημείωμα απαριθμώντας και τα «οφέλη» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τη «μεταρρύθμιση». Πάντως, από τη δική μου πλευρά, χωρίς να έχω διαβάσει αυτό το σημείωμα της υπουργού Παιδείας, σημειώνω ότι, όπως καταδεικνύεται από την ανοιχτή επιστολή των 1.000 πανεπιστημιακών καθηγητών , το όφελος θα είναι μεγάλο τουλάχιστον για τους … φορολογούμενους!!!
Η ανοιχτή αυτή επιστολή , η οποία «πλημμυρίζει» από γνωστές «πιασάρικες», «ευαίσθητες» και «ψυχόπονες» φράσεις για τον ελληνικό Τύπο και τον ελληνικό λαό που πληρώνει ετησίως περίπου 6.000 ευρώ για κάθε φοιτητή (κι άλλα τόσο τα αντίστοιχα νοικοκυριά!), χαρακτηρίστηκε από μερίδα μέσων ενημέρωσης ως «κόλαφος» κατά της υπουργού, ενώ συμβαίνει το αντίθετο, τουλάχιστον ως προς τις ρυθμίσεις που αποσκοπούν στον έλεγχο των οικονομικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως θα αναλύσω στη συνέχεια. Σπεύσω να επισημάνω ότι η Νίκη Κεραμέως δεν είναι και η καλύτερη υπουργός Παιδείας και η ταπεινότητά μου έχει σχολιάσει δυσμενώς μερικές παραλείψεις και αποφάσεις, όπως εκείνες για προσλήψεις στρατιάς χιλιάδων εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε μια περίοδο κατά την οποία, λόγω υγειονομικής κρίσης δεν λειτουργούσε σχεδόν τίποτε, παρατηρείται εφιαλτικό κλείσιμο σχολείων και εφιαλτική μείωση των μαθητών και την ίδια περίοδο κατά την οποία από στοιχεία της Eurostat προκύπτει η Ελλάδα έχει την υψηλότερη (πρώτη!) σχέση δασκάλου προς μαθητές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Λοιπόν, η ανοιχτή αυτή επιστολή των 1.000 πανεπιστημιακών καθηγητών, πλήθουσα στην αρχή από «ανησυχίες για το δημόσιο πανεπιστήμιο», για «αυταρχικές πρακτικές του παρελθόντος», για «ιδεοληπτική εµµονή στο νόµο και την τάξη» (δηλαδή πανεπιστημιακοί καθηγητές «διδάσκουν» ότι είναι ιδεοληψία η εμμονή στην τήρηση του νόμου και της τάξης!!!) , για το ότι «το ελληνικό δηµόσιο πανεπιστήµιο θα κλείσει τις πόρτες του στα παιδιά εκείνα που δεν έχουν την οικονοµική δυνατότητα να σπουδάσουν (καταργήθηκε η «δωρεάν» παιδεία;), ενώ οι νέοι επιστήµονες θα δυσκολευτούν να βρουν θέση στο πανεπιστήµιο…» και για «υπονόμευση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», από απογόητευση ότι «δεν θα είναι βιώσιµα όσα µεταπτυχιακά δεν θα έχουν δίδακτρα»(!) και ότι «τα µεταπτυχιακά προγράµµατα δεν χρηµατοδοτούνται πλέον από το υπουργείο Παιδείας», από καταγγελίες για «απορρύθµιση και κατακερµατισµό της γνώσης µε πληθώρα παρεχόµενων τίτλων και σπουδών». Στη συνέχεια, μέσα από αυτό το «προπέτασμα καπνού» «μιλάει» και για την «ταμπακιέρα» με το γνωστό «αμύνεσθαι περί πάρτης», η οποία γίνεται έντονο με τη διαπίστωση ότι «η «ευελιξία» (είναι, μαζί με την «αξιολόγηση», «αριστεία», η πιο ξορκσιμένη λέξη, σε αντίθεση με τις θεοποιημένες πια «ακινησία», «ανελαστικότητα», «μονιμότητα», «μακαριότητα»!!!) στα προγράµµατα σπουδών και τα διδακτορικά σηµαίνει ότι θα µειωθεί το µόνιµο προσωπικό των πανεπιστηµίων σε όφελος διαφορετικών κατηγοριών διδασκόντων που θα προσλαµβάνονται για βραχεία παρουσία (επισκέπτες/τριες, εντεταλµένοι/ες διδασκαλίας κ.λπ.) ώστε να µην επενδύουν µακροπρόθεσµα στο πανεπιστήµιο»! Και μετά από όλα αυτά φτάνουν στο «ψητό» για το οποίο αγωνιούν επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Οι «δέσμες ρυθμίσεων» στις οποίες αναφέρεστε αφορούν σχεδόν όλες τη δυνατότητά μας για παράλληλες δραστηριότητες, πέραν εκείνων που απαιτεί η ιδιότητα του/της πανεπιστημιακού δασκάλου/ας, δραστηριότητες που θα μας επιτρέψουν να έχουμε πρόσθετα εισοδήματα…»!
Δεν γνωρίζω πάλι αν το επίμαχο νομοσχέδιο καταρτίστηκε για την «εξαφάνιση» της «ταμπακιέρας» αυτή κι αν ελήφθησαν υπόψη καίριες διαπιστώσεις και προτάσεις μελετών για την οικονομική κατάσταση και τις επιδόσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ταπεινότητά μου εντόπισε την «ταμπακιέρα» αυτή για την οποία «αμύνονται» με την ανοιχτή επιστολή οι 1.000 πανεπιστημιακοί καθηγητές διότι έχω διαβάσει τη σημαντική επιστημονική μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών Και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) υπό τον τίτλο «Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα», η οποία κυκλοφόρησε το 2017 και καλύπτει την περίοδο 2005-2015, δηλαδή μια περίοδο που κατά το ήμισυ στην Ελλάδα «έβοσκαν» τάχα παχιές αγελάδες και κατά το άλλο ήμισυ όχι ισχνές, αλλά … «κοκαλιάρες»! Οι διαπιστώσεις της μελέτης αυτής, μολονότι αποκαλυπτικές και πλήθουσες από προβληματισμό, ίσως να είναι άγνωστες ακόμα και στην Νίκη Κεραμέως και στους συνεργάτες της! Ως απάντηση στους 1.000 πανεπιστημιακούς καθηγητές θα έπρεπε να υποδειχθεί από την κυβέρνηση, τα κόμματα και τους δημοσιογράφους η μελέτη αυτή, η οποία μολονότι περιέχει στοιχεία έως το 2015, όταν η ελληνική οικονομία κατασπαρασσόταν από δύο μνημόνια και πήγαινε για … τρίτο, οι διαπιστώσεις εξακολουθούν να είναι διδακτικές και ίσως σήμερα ακόμα πιο … εκκωφαντικές.
Όταν «γκρεμίστηκε» το Σχέδιο «Αθηνά» το 2011!
Φοβάμαι ότι και η μεταρρύθμιση που προωθείται με το επίμαχο νομοσχέδιο θα έχει την τύχη εκείνης της προσπάθειας εξορθολογισμού της ανώτατης εκπαίδευσης , η οποία εκδηλώθηκε ( με πενιχρά αποτελέσματα) με το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ» το 2011 (Ν. 4009), διότι σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και διοίκηση των ΑΕΙ ανατράπηκαν, ενώ οι αλλαγές στη χρηματοδότηση και διακυβέρνηση στο επίπεδο του συνολικού συστήματος έμειναν ανεφάρμοστες, και η η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα θα παραμείνει, όπως διαπιστώνει η μελέτη του ΙΟΒΕ, από τα πλέον συγκεντρωτικά συστήματα στην Ευρώπη, ενώ η διακυβέρνηση του συνολικού συστήματος και των ιδρυμάτων ασκείται με παραδοσιακά εργαλεία ρύθμισης, όπως είναι οι έλεγχοι νομιμότητας και το δημόσιο λογιστικό πρότυπο.
Όπως επισημαίνεται στην παραπάνω μελέτη, παρά τις περικοπές στην κρατική χρηματοδότηση, τη μεταβολή της σύνθεσης της συνολικής χρηματοδότησης, και την ενίσχυση της αβεβαιότητας στη χρηματοδότηση των ΑΕΙ από εθνικές και ευρωπαϊκές πηγές, οι διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στα ιδρύματα δεν έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς. Ειδικότερα, δεν έχουν εισαχθεί συστηματικές διαδικασίες ελέγχου των αποτελεσμάτων της λειτουργίας των ιδρυμάτων, ενώ η κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης δεν έχει συνδεθεί με το βαθμό επίτευξης στόχων και αποτελεσμάτων της λειτουργίας τους. Συνεπώς, η ετήσια χρηματοδότηση κάθε ιδρύματος επηρεάζεται, πρωτίστως, από τις ετήσιες διακυμάνσεις (αύξηση- μείωση) της συνολικής χρηματοδότησης από το κράτος, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της λειτουργίας τους.
Έτσι, η περιορισμένη αυτονομία της οικονομικής διαχείρισης των ιδρυμάτων που επικρατούσε πριν από την κρίση (και καθορίζεται και από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη νομική τους μορφή ως ΝΠΔΔ), ενισχύεται μετά την έναρξη της κρίσης από τις αυξημένες ανάγκες εποπτείας στο πλαίσιο της εφαρμογής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, ενώ η διακυβέρνηση του συνολικού συστήματος και ο δημόσιος έλεγχος ασκείται με παραδοσιακά εργαλεία προληπτικού χαρακτήρα (έλεγχοι νομιμότητας, όπως προαναφέρθηκε).
Πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ και της Ευρωζώνης η δαπάνη εργαζομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση!
Στη συνέχεια παραθέτω μερικές από τις διαπιστώσεις της μελέτης αυτής. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της Eurostat, για λόγους συγκρισιμότητας με την υπόλοιπη Ευρώπη προκύπτουν επίσης τα εξής:
– Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η δαπάνη αποζημίωσης των εργαζομένων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατατάσσεται οριακά πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, ενώ η δαπάνη αποζημίωσης των εργαζομένων στο σύνολο της εκπαίδευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ κινείται πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης την περίοδο 2005-2015 (σημείωση δική μου: όταν μάλιστα εφαρμόζονταν και δύο … Μνημόνια!).
– Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η δαπάνη αποζημίωσης των εργαζομένων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα το 2014 φθάνει το 0,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, γεγονός που την κατατάσσει οριακά πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης (0,4%). Αντίστοιχα, η δαπάνη αποζημίωσης των εργαζομένων στην εκπαίδευση συνολικά ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2014 καλύπτει το 3,5% του εγχώριου προϊόντος, ποσοστό το οποίο σε αυτήν την περίπτωση βρίσκεται επίσης υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου ευρωπαϊκού (3% στην ΕΕ-28 και 3,1% στην Ευρωζώνη)
-Συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκύπτει ότι η Ελλάδα διατηρεί το πλεόνασμα της δαπάνης και σε όρους αποζημίωσης εργαζομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως ποσοστό του συνόλου της δαπάνης στην εκπαίδευση. Το ποσοστό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για αποζημίωση εργαζομένων ως προς το σύνολο της εκπαιδευτικής δαπάνης στην Ελλάδα κινείται πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης την περίοδο 2005-2015. Συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο ποσοστό στην Ελλάδα κινείται κατά μέσο όρο στο 17%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της περιόδου αυτής για την Ευρωζώνη και την ΕΕ28 βρίσκεται στο 13% και 12%
– Παρά τις περικοπές την περίοδο της κρίσης, η συνολική δαπάνη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατατάσσεται το 2015 ελαφρώς πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης (0,9% έναντι 0,7%, και 0,8% αντίστοιχα), λόγω της μεγάλης μείωσης και του ΑΕΠ.
Αποκαλύψεις για τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ)
Αποκαλυπτικές είναι και οι διαπιστώσεις για τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνα (ΕΛΚΕ), οι οποίοι τηρούνται στα πανεπιστήμια και οι οποίοι περιλαμβάνουν τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, τους τόκους, τις επιχορηγήσεις και τα Λοιπά έσοδα. Πιο συγκεκριμένα, οι επιχορηγήσεις περιλαμβάνουν έσοδα από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και άλλες επιχορηγήσεις. Πέρα από τα βασικά έσοδα, τα ιδρύματα μπορεί να έχουν και έσοδα από εισπράξεις χρηματοοικονομικών συναλλαγών, όπως εισπράξεις από δάνεια και από εκποίηση κινητών αξιών. Δηλαδή, στους λογαριασμούς αυτούς περιλαμβάνονται και τα έσοδα από μεταπτυχιακές σπουδές για τις οποίες ανησυχούν οι 1.000 πανεπιστημιακοί , πέρα από τις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού των ΑΕΙ. Οι ροές αυτές εσόδων, ακόμα και όταν προέρχονται από κρατικές πηγές, αντανακλούν τις δραστηριότητες, τις πρωτοβουλίες, τη στρατηγική και τις διαχειριστικές επιλογές των ίδιων των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, της διοίκησης και των μελών τους.
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία για τα έσοδα και έξοδα των ΕΛΚΕ που παρουσιάζονται στη μελέτη του ΙΟΒΕ προέρχονται από το υπουργείο Παιδείας και αφορούν ερευνητικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων. Από τη μελέτη αυτή προκύπτουν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες διαπιστώσεις για τους ΕΛΚΕ, οι οποίες πρέπει να προβληματίσουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση:
-Στο σύνολο , τα έσοδα των ΕΛΚΕ, μαζί με τις εισπράξεις από χρηματοοικονομικές συναλλαγές, φθάνουν το 2015 τα 327,6 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 47% σε σχέση με το 2011). Από αυτά περίπου 60 εκατ. ευρώ είναι από … επιχειρηματική δραστηριότητα (μεταπτυχιακά, μελέτες, έρευνες κλπ)
-Από την άλλη πλευρά, τα έξοδα αυτά, που περιλαμβάνουν τις αμοιβές προσωπικού, τις δαπάνες για επενδύσεις, τις μεταβιβάσεις εισοδημάτων σε τρίτους (επιχορηγήσεις, χορηγίες κ.λπ.), τα έξοδα τόκων και τα λοιπά έξοδα (πληρωμές για χρηματοοικονομικές συναλλαγές, όπως δάνεια, τα οποία περιλαμβάνουν τα χρεολύσια δανείων και τη χορήγηση δανείων σε τρίτους), παρουσιάζουν αύξηση από τα 204,7 εκατ. ευρώ το 2011 στα 342 σχεδόν εκατ. ευρώ το 2015, δηλαδή κατά 67%. Σημειώνεται ότι οι αμοιβές προσωπικού έχουν αυξηθεί κατά 54% από το 2011 έως το 2015, φθάνοντας στα 97 εκατ. ευρώ (από 63 εκατ. ευρώ το 2011). Ως ποσοστό του συνόλου των εξόδων των ΕΛΚΕ, οι αμοιβές προσωπικού συνιστούν ένα σχετικά σταθερό μερίδιό τους, το οποίο κυμαίνεται ελαφρώς από το 31% του συνόλου το 2011, στο 28% του συνόλου το 2015.
-Το ισοζύγιο εσόδων-εξόδων , ενώ είναι θετικό από το 2011 μέχρι το 2013, το 2014 και το 2015 αλλάζει πρόσημο, με τα συνολικά έξοδα των ΕΛΚΕ του να ξεπερνούν τα συνολικά έσοδά τους!
-Οι επιχορηγήσεις βαίνουν αυξανόμενες σχεδόν καθόλη την περίοδο, με εξαίρεση το 2014, όταν και μειώνεται ήπια στα €178,1 εκατ. Το 2015, τα έσοδα από επιχορηγήσεις βρίσκονται στα 205,4 εκατ. ευρώ , έχοντας σωρευτικά σχεδόν διπλασιαστεί (95%) σε σχέση με το 2011. Από τα έσοδα των επιχορηγήσεων, αυτά που προέρχονται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων καταγράφουν τη μεγαλύτερη αύξηση σωρευτικά για την εξεταζόμενη περίοδο, αφού το 2015 φθάνουν στα 72,2 εκατ. ευρώ, δηλαδή παρουσίασαν αύξηση κατά 190% σε σχέση με το 2011 (στα 24,8 εκατ. ευρώ). Έτσι, ενώ το 2011 συνιστούσαν μόνο το 24% των εσόδων από επιχορηγήσεις, το 2015 συνιστούν το 35% αυτών.
Οι προκλήσεις
Η παραπάνω μελέτη παραθέτει και μερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση, ύστερα από την πολυετή κρίση και τις επιπτώσεις της στην οικονομία, την αγορά εργασίας, και το κράτος, η ανώτατη εκπαίδευση , και που συνοπτικά είναι οι εξής:
α) Βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επένδυσης στην ανώτατη εκπαίδευση, με εξορθολογισμό του συνολικού μεγέθους και της περιφερειακής διάρθρωσης του συστήματος,
β) Βελτίωση της σύνδεσης της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα, με αλλαγή έμφασης και προσανατολισμού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, σε συνεργασία με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις,
γ) Εξεύρεση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης με εξωστρέφεια, διεθνοποίηση και
Η επιστολή των πανεπιστημιακών
Η ανοιχτή επιστολή των 1.000 πανεπιστημιακών έχει ως εξής:
«Αξιότιμη κυρία Υπουργέ,
Λάβαμε την επιστολή που απευθύνατε στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας όπου παρουσιάζετε τα «οφέλη» του σχεδίου νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και νιώθουμε βαθιά απογοητευμένοι/ες και προσβεβλημένοι/ες.
Οι «δέσμες ρυθμίσεων» στις οποίες αναφέρεστε αφορούν σχεδόν όλες τη δυνατότητά μας για παράλληλες δραστηριότητες, πέραν εκείνων που απαιτεί η ιδιότητα του/της πανεπιστημιακού δασκάλου/ας, δραστηριότητες που θα μας επιτρέψουν να έχουμε πρόσθετα εισοδήματα.
Είναι αλήθεια ότι οι μισθοί μας είναι χαμηλοί, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Όπως είναι επίσης αλήθεια ότι έχει μειωθεί δραματικά το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων μας και ότι επωμιζόμαστε όλο και περισσότερα διοικητικά και διδακτικά καθήκοντα. Ωστόσο, ασκούμε το λειτούργημά μας με αξιοπρέπεια και αφοσίωση, επειδή νιώθουμε ότι αυτό είναι το χρέος μας απέναντι στους φοιτητές και τις φοιτήτριές μας και την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της.
Στα χρόνια της οικονομικής και της υγειονομικής κρίσης, το ελληνικό πανεπιστήμιο όχι μόνο άντεξε αλλά συνέχισε να παράγει υψηλής ποιότητας ερευνητικό έργο και να παρέχει στους φοιτητές και τις φοιτήτριές του επιστημονική γνώση και επαγγελματική κατάρτιση.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το να θεωρείτε ότι σε αυτή την ιστορικά κρίσιμη καμπή αυτό που χρειάζεται το πανεπιστήμιό μας είναι να έχουμε τη δυνατότητα να λείπουμε εκατό μέρες τον χρόνο με άδεια (αντί για εξήντα που ίσχυε μέχρι τώρα) και να κάνουμε έξι ώρες μάθημα την εβδομάδα αλλά μόνο σε προπτυχιακό επίπεδο! Δημόσιο πανεπιστήμιο σημαίνει υποχρέωση της πολιτείας για οικονομική ενίσχυση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όχι απλώς απελευθέρωση των διαδικασιών απόκτησης πρόσθετου εισοδήματος των μελών ΔΕΠ.
Εφόσον ψηφιστεί ο νέος νόμος, αλλάζει δραματικά το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο κλείνοντας τις πόρτες του στα παιδιά εκείνα που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν. Οι φοιτητές και φοιτήτριες δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε δωρεάν μεταπτυχιακά.
Οι ρυθμίσεις που «απελευθερώνουν» τις μεταπτυχιακές σπουδές προβλέπουν ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα δεν χρηματοδοτούνται πλέον από το Υπουργείο Παιδείας και το διδακτικό έργο των μελών ΔΕΠ δεν τα περιλαμβάνει. Επομένως θα είναι αδύνατο να είναι βιώσιμα όσα μεταπτυχιακά δεν θα έχουν δίδακτρα.
Δημόσιο πανεπιστήμιο σημαίνει οργάνωση των σπουδών με επιστημονικά κριτήρια και όχι απορρύθμιση και κατακερματισμό της γνώσης με πληθώρα παρεχόμενων τίτλων και σπουδών. Η «ευελιξία» στα προγράμματα σπουδών και τα διδακτορικά σημαίνει ότι θα μειωθεί το μόνιμο προσωπικό των πανεπιστημίων σε όφελος διαφορετικών κατηγοριών διδασκόντων που θα προσλαμβάνονται για βραχεία παρουσία (επισκέπτες/τριες, εντεταλμένοι/ες διδασκαλίας κ.λπ.) ώστε να μην επενδύουν μακροπρόθεσμα στο πανεπιστήμιο.
Αυτό σημαίνει και η επαναφορά ομότιμων και συνταξιούχων σε όλες τις ακαδημαϊκές δραστηριότητες. Αντίθετα, οι νέοι/ες επιστήμονες/ισσες θα δυσκολευτούν να βρουν θέση στο πανεπιστήμιο του «μέλλοντος», εφόσον θα εργάζονται με ελαστικές σχέσεις εργασίας και πενιχρές αμοιβές και θα εξαρτώνται από τους διδάσκοντες και τις διδάσκουσες ανώτερων βαθμίδων, όπως συνέβαινε παλιά όταν ο κάτοχος της «έδρας» ήταν παντοδύναμος.
Θεωρούμε επίσης ότι δεν είναι δυνατόν ένας νόμος να προβλέπει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες το αν θα διδάξουμε εξ αποστάσεως ή μέσα στο αμφιθέατρο και με ποιους τρόπους έχουμε δικαίωμα να εξετάσουμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριές μας. Όλο το νομοσχέδιο διαπνέεται από βαθιά περιφρόνηση, καχυποψία και απαξίωση για τους Έλληνες και Ελληνίδες πανεπιστημιακούς. Υποθέτουμε ότι αυτός είναι ο λόγος που παύουμε πλέον να έχουμε λόγο στην εκλογή πρυτάνεων/ισσών, κοσμητόρων/ισσών και αντιπρυτάνεων/ισσών ως ανάξιοι/ες αυτοδιοίκησης.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα ταυτιζόταν με την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μέχρι σήμερα αποφάσιζαν για τις δικές τους υποθέσεις με τα δικά τους όργανα.
Με όργανα που αναδεικνύονται με καθολική ψηφοφορία αλλά και ευρεία αντιπροσωπευτικότητα και που απαρτίζονται από πρόσωπα επιφορτισμένα με την πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής αποστολής τους. Δημόσιο πανεπιστήμιο σημαίνει, σε κάθε περίπτωση, αξίωση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για μη επέμβαση του κράτους στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους.
Οι πανεπιστημιακοί είναι η μόνη κατηγορία δημοσίων λειτουργών που υπόκειται σε συνεχείς κρίσεις και αξιολογήσεις και το πανεπιστήμιο είναι ένας από τους ελάχιστους θεσμούς της χώρας όπου κυριαρχεί η διαφάνεια και η λογοδοσία.
Παρά τη συστηματική προσπάθεια δυσφήμισης, η ελληνική κοινωνία γνωρίζει ότι χάρη στο δημοκρατικό, ανοιχτό σε όλους και όλες πανεπιστήμιο, έχουν τη δυνατότητα τα παιδιά της να διαπρέψουν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι διδάσκουσες και οι διδάσκοντες σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν εξαιρετικά βιογραφικά με διεθνείς σπουδές και δημοσιεύσεις και η Ελλάδα παράγει πολύ περισσότερα ερευνητικά αποτελέσματα από όσα αναλογούν στο μέγεθός της.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει υπαρκτά προβλήματα που όμως δεν μπορούν να λυθούν ούτε με τον αυταρχισμό και την επιβολή ενός καθεστώτος αστυνόμευσης, ούτε με τη συνεχή συκοφάντηση του θεσμού αλλά και όσων τον υπηρετούν.
Και προφανώς δεν μπορούν να λυθούν με τον στραγγαλισμό της δημοσιονομικής βάσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα.
Λυπούμαστε που χάνεται άλλη μία ευκαιρία μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης. Δυστυχώς σχεδιάστηκε ερήμην και εναντίον της Ακαδημαϊκής Κοινότητας. Δηλώνουμε ότι θα συνεχίσουμε το έργο μας με αξιοπρέπεια και αίσθημα ευθύνης, υπηρετώντας το δημόσιο πανεπιστήμιο και τις αξίες της δημοκρατικής παιδείας και ζητάμε, έστω την ύστατη στιγμή, να αποσυρθούν όλες οι διατάξεις που υπονομεύουν το μέλλον της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».