Το πήρε ο Μέσι… Του Χρίστου Χ. Λιάπη

277

Του Χρίστου Χ. Λιάπη*

«Ο Μέσι στα πόδια του έχει ένα μοναδικό ταλέντο, κάτι που ξεπερνά το ίδιο το ποδόσφαιρο, κοιτάζοντάς τον να παίζει, είναι λες και ακούς μουσική, λες και ξαναμπαίνει στη θέση της κάθε ψηφίδα ενός μωσαϊκού που έχει ξεκολλήσει», γραφει για αυτόν ο Ρομπέρτο Σαβιάνο στο «Η ομορφιά και η κόλαση». Αυτή τη μουσική ακούσαμε βλέποντας τον τελικό Αργεντινή – Γαλλία με τον οποίο έπεσε η αυλαία του Mundial 2022.

Μουσική όπως αυτή που έπαιζε ο “κοντός γίγαντας” της τζαζ, ο πάσχων από τη νόσο της ατελούς οστεγένεσης –μιας γενετικής διαταρχής του κολλαγόνου που προκαλεί ατελή ανάπτυξη και εύκολα κατάγματα των “εύθριπτων” οστών- Μισέλ Πετρουτσιάνι, για τον οποίο, στο ίδιο βιβλίο ο Σαβιάνο γράφει πως: «Περνά τον ατέλειωτο χρόνο της νοσηλείας κοιτάζοντας τα μόνα πράγματα που δεν σπάνε στο σώμα του, τα χέρια του. Τα χέρια του δεν είναι καν μικρά. Τα χέρια του είναι η μοίρα του. Το μοναδικό κομμάτι του που μπορεί να του επιτρέψει να χτίσει έναν κόσμο και να μη χρειάζεται να υποφέρει αυτόν που του έτυχε. Με τον τρόπο που του έτυχε. Με τα χέρια του μπορεί να αλλάξει τους κανόνες. Μπορεί να τους μεταμορφώσει». Όπως ακριβώς ο τερματοφύλακας, στο ποδόσφαιρο αλλάζει τους ετυμολογικούς κανόνες, μεταμορφώνοντας, παροδικά, μέσα στα καρέ της περιοχής του, τις ονοματολογικές νόρμες ενός αθλήματος που αντλεί το όνομά του από τα πόδια που χτυπούν τη μπάλα – παρότι στις ΗΠΑ το αποκαλούν ”soccer”.

Μέσα στο κουτάκι του πρώτου Subbuteo -όπως ονομάστηκε το πρώτο επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι- που κυκλοφόρησε το 1948 υπήρχαν είκοσι παίκτες από σκληρό χαρτόνι. Τους τερματοφύλακες παρίσταναν δύο κάθετες βάσεις με μεταλλικές ράβδους οι οποίες χρησίμευαν στη μετακίνησή τους, όπως μας πληροφορεί η εισαγωγή ενός από τα τεύχη του “Τερματοφύλακα γιατρού” που επανακυκλοφορούν πρόσφατα. Πάλι αδικημένος ο τερματοφύλακας, αυτή η καταδικασμένη φιγούρα που στο αληθινό ποδόσφαιρο υποχρεούται να μπλοκάρει, αντί να σκοράρει και στο πρώτο επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι ήταν σαν να έπασχε και αυτός, σαν άλλος Πετροτσιάνι, από ατελή οστεγένεση, ή από κάποιο άλλο είδος υποπλασίας ή αγενεσίας των κάτω άκρων, αναγκασμένος “να στέκεται μπροστά από τα δίχτυα μονίμως με ανοιγμένα τα χέρια, λες και κάποιος τον απειλεί με όπλο. Λες και υποχρεώθηκε σε μία αιώνια τιμωρία όπως εκείνη του Άτλαντα που έπρεπε να κρατάει τον ουράνιο θόλο”.

 Ίσως αυτό να εξηγεί ένα μέρος της απρέπειας του πανηγυρισμού του Αργεντινού Τερματοφύλακα Εμιλιάνο Μαρτίνες, ο οποίος, μετά τον τελικό με τη Γαλλία, ο οποίος κρίθηκε, σε μεγάλο βαθμό, χάρη στις σωτήριες επεμβάσεις του, τοποθέτησε το “χρυσό γάντι” που του απονεμήθηκε ως το βραβείο του καλύτερου τερματοφύλακα της διοργάνωσης, εν είδει φαλλικού συμβόλου, πάνω του. Άλλος ένας λιβιδινικός ιδιοτροπισμός του γκολκιπερ που γλιτώνοντας τον “ξαφνικό θάνατο” στο γήπεδο ξεσπά σε μια εφηβόμορφα αχαλιναγώγητη σεξουαλικοποιημένη κινησιολογία υποκατάστασης της ενόρμησης του “θανάτου” -τον οποίο μπλόκαρε αποκρούοντας δύο πέναλτι- από μια πρωτόγονα και ακατάσχετα ανάρμοστη ενόρμηση της “ζωής”. Ο Εμιλιάνο Μαρτίνες, ζώντας το όνειρο της κατάκτησης του Παγκοσμίου κυπέλλου, με τον ανάρμοστο πανηγυρισμό του δικαίωσε τον Jung που υποστήριζε ότι: «το σύμβολο δεν μεταμφιέζει, αλλά αποκαλύπτει». Μια Φροϋδική ερμηνεία θα μπορούσε να μιλήσει για τα φαλλικά συνδηλούμενα ενός χρυσού παπουστιού ή ενός χρυσού γαντιού ή ακόμη και του ίδιου του κυπέλλου. Ο Αργεντίνος γκολκίπερ, όμως, όπως έκλεινε σωστά τις γωνίες της εστίας του, απέναντι στους αντίπαλους επιθετικούς έτσι δεν αφήνει φροϋδικά περιθώρια ανάλυσης στα «παραθυράκια» του ασυνειδήτου του, αφήνοντας να φανεί το «έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου» της εκπληρωμένης κατάκτησης του Mundial. Μας δείχνει ανοιχτά και ξεδιάντροπα τι ακριβώς σημαίνει για τις ακατέργαστες, ασυνείδητες παρορμήσεις του το χρυσό γάντι –ως υποκατάστατο και «θήκη» χεριού- που του απονεμήθηκε, τοποθετώντας το στην περιγεννητική του περιοχή και εν συνεχεία πιπιλώντας το, σε μια αραφινάριστη εξεικόνιση της στοματικής καθήλωσης.

Άλλη μία κινητική ιδιοτυπία αυτής της “πλαστικής” φιγούρας που, όπως διαβάζουμε πάλι στο εσώφυλλο του “Τερματοφύλακα γιατρού”, στέκεται μπροστά από τα δίχτυα και κρατιέται στο παιχνίδι με μια πλαστική ράβδο η οποία τη μετακινεί δεξιά και αριστερά. Πάντοτε με τα χέρια ανοιχτά, σε ένα παιχνίδι όπου οι άλλοι απαγορεύεται να τα χρησιμοποιήσουν.

Όπως άνοιγε τα χέρια του, στην τελετή έναρξης του Mundial του Qatar 2022, σαν επιδαπέδιος τερματοφύλακας του subbuteo, μπροστά στον κορυφαίο, έγρωμο ηθοποιό Morgan Freeman και στα συγκινημένα μάτια των εκατομμυρίων τηλεθεατών, ο πάσχων από το σύνδρομο ουραίας υποστροφής Ghanim al-Muftah. Ένας άνθρωπος δίχως πόδια, λίγο πριν το εναρκτήριο λάκτισμα της μεγαλύτερης παγκοσμίως ποδοσφαιρικής διοργάνωσης. Ένας νεαρός καταριανός φοιτητής, σύμβολο μιας ευημερούσας κοινωνίας που προσπαθεί να εμφανισθεί συμπεριληπτική προς τις ευπαθείς ομάδες, την ίδια στιγμή που σοβεί το Qatargate και οι κατηγορίες για εργασιακό μεσαίωνα και ανθρώπινα θύματα στα έργα κατασκευής των γηπεδικών υποδομών.

Ένας γενετικά ακρωτηριασμένος άραβας της νέας γενιάς που στο επιτραπέζιο «ποδοσφαιράκι» της ύπαρξης, στο αέναο παιχνίδι των πιθανοτήτων της εξέλιξης και των νουκλεϊκών οξέων, κινείται χωρίς πόδια, λες και τον καταπίνει η κινούμενη άμμος της ερήμου που στήθηκε στο σκηνικό της τελετής έναρξης και ταυτόχρονα σαν αναδύεται μέσα από αυτήν, όπως ένα αερικό αραβικό τζίνι, λες και τον μετακινεί, άυλα κολλημένη στο κολόβωμα της πλάτη του, η αόρατη ράβδος της θέλησης και του ανθρώπινου μεγαλείου που υπερνικά το φυσικό «ελάττωμα», δείχνοντάς μας ότι όσο γενναιόδωρη και αν μπορεί να σταθεί η φύση, ως προς τον φυσικό πλούτο κάποιων κρατών, ή ως προς την ευμάρεια κάποιων οικογενειών, τόσο άδικη μπορεί να αναδειχθεί η βιολογία και η γενετική απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες συνανθρώπων μας, όπως εκείνος που παρά την “κόλαση” του σπάνιου συνδρόμου το οποίο έχει ουσιαστικά προκαλέσει την αγενεσία των ποδιών του, μας δείχνει τη δική του ομορφιά με την καθημερινή του προσπάθεια να κερδίσει τη ζωή με το μυαλό και με τα χέρια του, καθώς η γενετική και οι βιο-πιθανότητες του στέρησαν το αυτονόητο, για τον μέσο άνθρωπο, “προνόμιο” να έχει πόδια.

Πόδια έστω σαν αυτά τα ατροφικά του Μισέλ Πετρουτσιάνι που όταν καθόταν στο σκαμνάκι του πιάνου δεν έφταναν για να πατήσει τα πετάλ, όπως μας πληροφορεί ο Ρομπέρτο Σαββιάνο, πάλι στο “Η ομορφιά και η κόλαση”, αναφέροντας, εκ νέου για τον Λιονέλ Μέσι, ο οποίος κλήθηκε να δώσει τον δικό του αγώνα απέναντι σε ένα άλλο σύνδρομο νανισμού, την ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, με την οποία διαγνώσθηκε σε ηλικία 11 ετών, λαμβάνοντας πανάκριβες ενέσεις για την αντιμετώπισή της, το κόστος των οποίων είχε αναλάβει η Μπαρτσελόνα στο πλαίσιο της οικονομικής ανταποδοτικότητας της μεταγραφής του, πως: «Ο Λέο είναι ταχύτατος, περνά σαν αστραπή με τα μικρά του πόδια που μοιάζουν με χέρια έτσι όπως καταφέρνει να κρατά την μπάλα, να ελέγχει κάθε κίνηση. Όσον αφορά τις προσποιήσεις του, οι αντίπαλοι σκοντάφτουν στο άχρηστο εμπόδιο των ποδιών τους». Πόδια που δεν θα τα θεωρούσαν τόσο “άχρηστα”, τόσο ο Ghanim al-Muftah όσο και ο Μισέλ Πετρουτσιάνι.
Για τον τελευταίο ο Ρομπέρτο Σαβιάνο προσθέτει: “Το πιάνο είναι το έδαφός του, τα χέρια του τα όπλα του”. Από το πρωτόλειο set του subbuteo, μαθαίνουμε από τις επανακυκλοφορίες του “Τερματοφύλακα γιατρού” πως έλλειπε το έδαφος του γηπέδου, καθώς πρόταση του εφευρέτη του ήταν το γήπεδο να φτιάχνεται από χακί στρατιωτικές κουβέρτες, οι οποίες, λόγω του πρόσφατου Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, βρίσκονταν σε κάθε σπίτι, όπως και η θλίψη, καθώς κάθε σπίτι, εκείνη την περίοδο θρηνούσε και από τουλάχιστον έναν νεκρό στον πόλεμο, Με το Subbuteo, λοιπόν, στα μεταπολεμικά, θρηνούντα τους νεκρούς τους, σπίτια, ξεκίνησαν να μπαίνουν μικρά ζωγραφισμένα “στρατιωτάκια” που όμως, αντί να πολεμούν, έπαιζαν ποδόσφαιρο. Για τη σημειολογική αντικατάσταση αυτής της θλίψης με τον πανηγυρισμό ενός παιχνιδιού που ως χάρτινο υποκατάστατο έρχεται να αναπληρώσει τη στέρηση ενός πραγματικού γηπέδου με αληθινούς παίκτες, λειτουργώντας ως χειροτεχνικό σημαίνον ενός απουσιάζοντος φυσικού ποδοσφαιρικού χώρου αθλοπαιδιάς και ως παράλληλη μετουσίωση της υπόρρητης απώλειας ενός κοντινού ή μακρινού εδάφους που μέσα του έχουν ταφεί αγαπημένοι νεκροί, δεν υπήρχε καταλληλότερος από έναν βετεράνο πιλότο της RAF, τον Πίτερ Άντολφ.

Με μικρό όνομα σαν αυτό του Πίτερ Παν, του παιδικού ήρωα που πετούσε και με επώνυμο ίδιο με το μικρό όνομα του κτηνώδους ηγέτη των Ναζί, Αδόλφου Χίτλερ. Μια ονοματολογική σύντηξη της «ομορφιάς και της κόλασης» του Σαβιάνο, μια σημειολογική συναίρεση της φαντασιακής αναπαράστασης με τις άλλοτε πανηγυρίζουσες και ευγενείς και άλλοτε πενθηφόρες και αποτρόπαιες όψεις της πραγματικότητας.

Οι βάσεις των χαρτονένιων ποδοσφαιριστών του πρώτου, ευρεσιτεχνικού Subbuteo είχαν φτιαχθεί από κουμπιά, τη χρήση των οποίων ο βετεράνος πιλότος είχε εμπνευστεί από το παλτό της μητέρας του. Από τότε που διάβασα αυτή τη λεπτομέρεια της έμπνευσης του ευρεσιτέχνη ιπταμένου, ομολογώ πως ζωντανεύουν στο μυαλό μου ντρίπλες του Τζορτζ Μπεστ και του Λόταρ Ματέους –δεδομένης της πλουραλιστικά ιδιαίτερης σχέσης τους με το ωραίο φύλο- κάθε φορά που αγγίζω κουμπιά γυναικείου παλτό. Κουμπιά όπως αυτά από τα οποία κατασκεύασε τις βάσεις για τα χαρτονένια πόδια των πρωτόπλαστων ποδοσφαιριστών του Subbuteo o Πίτερ Άντολφ, μιας και τα χρυσόκουμπα της στολής του με τον αετό και το στέμμα της RAF, δεν ήταν κατάλληλα υποστηρίγματα για τις χάρτινες κνήμες των ποδοσφαιρικών ομοιωμάτων που δημιούργησε, στερούμενα διάτρητων υποδοχών για τις ραφές στερέωσής τους, παρότι το όνομα της «εφεύρεσής» του το είχε δανειστεί από την ταξινομική, επίσημη, ονομασία του αγαπημένου του γερακιού, “Falco Subbuteo”. «Αητέ μου από τα χρυσόκουμπα θέλω να ζωντανέψεις / ν’ ανοίξεις τα γοργά φτερά και να πετάξεις μακριά / στον ουρανό του Άδη», όπως έχει γραφτεί παλαιότερα, στιχουργικά, για τον αποχαιρετισμό ενός άλλου αεροπόρου.

Είναι αυτό που εννοεί ο Εντουάρντο Γκαλεάνο όταν γράφει πως όταν έληξε του Mundial του 2010 που διεξήχθη στη Νότια Αφρική του έλλειπε «ο πανηγυρισμός και το πένθος, γιατί συχνά το ποδόσφαιρο είναι μια απόλαυση που σε κάνει να πονάς και η μουσική της νίκης, που κάνει ακόμα και τους νεκρούς να χορέψουν, ηχεί το ίδιο με την εκκωφαντική σιγή ενός άδειου γηπέδου, όπου κάποιος ηττημένος, μονάχος, ανίκανος να κουνηθεί, περιμένει καθισμένος, μόνος, στις άδειες κερκίδες.

“To ποδόσφαιρο είναι η ισχυρότερη οργάνωση του κόσμου”, είχε πει ο μετέπειτα κατηγορηθείς για σκάνδαλα διαφθοράς, εφάμιλλα του πρόσφατου Qataqate, Γιόζεφ Μπλάτερ στην τελετή έναρξης του συνεδρίου της FIFA στο Μundial του 2014, προσθέτοντας πως «κάποια μέρα το άθλημά μας θα διεξάγει διαπλανητικά τουρνουά». Aς ελπίσουμε μόνον, όταν θα έρθει αυτή η στιγμή, οι «ξένες» ομάδες που θα προσγειωθούν, με τους ιπτάμενους δίσκους τους στις γηπεδικές εγκαταστάσεις μας στη Γη να μας συμπεριφερθούν καλύτερα από όσο είχανε συμπεριφερθεί τα εξερευνητικά πληρώματα των καραβιών μας στους Αβορίγινες ιθαγενείς της Αυστραλίας και απ’ όσο απάνθρωπα φέρθηκαν οι Καταριανοί εργολάβοι και οι ευρωπαίοι πολιτικοί υπερασπιστές τους στους μπαγκλαντεσιανούς εργάτες της φρίκης των γηπέδων του Mundial 2022.

*Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας