Του Κωνσταντίνου Γάτσιου*
Τα γλωσσολογικά λεξικά αποτυπώνουν και οργανώνουν τον πλούτο μιας γλώσσας. Η χρησιμότητά τους είναι αναμφίβολη. Πλην, όμως, εκεί που αποτυπώνεται ο πνευματικός πλούτος ενός λαού και ενός έθνους είναι στις πνευματικές δημιουργίες της γλώσσας του, όπως είναι τα παντός είδους βιβλία.
Η σχέση του σχεδίου Πισσαρίδη με την προσπάθεια της χώρας μας όχι μόνο να εξέλθει από την κρίση αλλά, ταυτόχρονα, να αναμορφώσει την οικονομία και την κοινωνία μας είναι ανάλογη εκείνης που έχει ένα γλωσσολογικό λεξικό με ένα βιβλίο.
Το σχέδιο Πισσαρίδη οργανώνει, τακτοποιεί και συναρμολογεί κείμενα που έχουν περιγράψει, διαχρονικά, τις δυσλειτουργίες και τα δομικά προβλήματα της οικονομίας μας και παρουσιάζει προτάσεις – που, επίσης, διαχρονικά – έχουν κατατεθεί για την επίλυση αυτών των δυσλειτουργιών και αυτών των προβλημάτων. Ως τέτοιο έχει ασφαλώς χρησιμότητα. Αλλά απέχει πολύ από το να συνιστά ένα κείμενο στρατηγικής. Να θέτει, δηλαδή, προτεραιότητες, να καθορίζει το εύρος της χρηματοδότησής τους και να τις συναρθρώνει με το Σχέδιο Ανάκαμψης. Αυτά είναι ζητήματα της πολιτικής. Αυτό, κατ’ ουσία, υποστηρίζει και ο κ. Πισσαρίδης (Βήμα της Κυριακής, 29 Νοεμβρίου).
Βέβαια, όπως με ένα λεξικό μπορεί κάποιος να συζητά εάν είναι πλήρες ή όχι, εάν αποδίδει όλες τις έννοιες των λέξεων και των εκφράσεων μιας γλώσσας κατά τρόπο ορθό ή όχι, έτσι και με το σχέδιο Πισσαρίδη μπορεί κάποιος να συζητά εάν είναι πλήρες ή όχι, εάν στο τάδε ή δείνα θέμα κάνει σωστές διαπιστώσεις ή όχι. Έχει και αυτή η άσκηση χρησιμότητα. Όπως, όμως, ένα λεξικό και η συζήτηση περί αυτού δεν κρίνει την ποιότητα των βιβλίων που θα γραφούν,έτσι και το σχέδιο Πισσαρίδη δε θα κρίνει την ποιότητα του πολιτικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση και την ανάταξη της οικονομίας και της κοινωνίας.
Η ουσία, λοιπόν, βρίσκεται στο «βιβλίο» και όχι στο «λεξικό». Και το βιβλίο – ή, ορθότερα ίσως, η πρώτη του γραφή – είναι το Σχέδιο Ανάκαμψης που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν το γνωρίζουμε – γιατί δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα – αλλά έχουμε μία πρώτη γεύση του από τη σχετική παρουσίαση του κ. Σκυλακάκη την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου. Φαντάζομαι, θα δοθεί στη δημοσιότητα στη«δεύτερη γραφή» τουκατά τις αρχές του επόμενου χρόνου, αφού έχει «επιστρέψει» με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Σε εκείνο το χρονικό σημείο αξίζει πράγματι να γίνει μία ουσιώδης δημόσια συζήτηση – που έως σήμερα δεν έγινε, με ευθύνη της κυβέρνησης. Και πάλι, όμως, μία τέτοια συζήτηση θα αφορά κυρίως στη δομή του βιβλίου – σημαντικό –, αλλά όχι στα περιεχόμενα των κεφαλαίων του που θεωρώ ως το κύριο και το βασικό στοιχείο για την αξιολόγηση της ποιότητάς του.
Τα περιεχόμενα των κεφαλαίων του βιβλίου, η ουσία του βιβλίου δηλαδή, αφορούν στην άσκηση της πολιτικής. Η γραφή τους θα εξελίσσεται εντός του πολιτικού χρόνου. Ποιες προτάσεις θα χρηματοδοτηθούν; Ποια θα είναι η προστιθέμενη αξία τους στην οικονομία; Πώς τα οφέλη των επενδυτικών και αναπτυξιακών σχεδίων θα διαχυθούν στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας; Με ποιον τρόπο θα υποστηριχτεί ο κόσμος της παραγωγής και της εργασίας; Με ποιον τρόπο θα εκπαιδευτούν εργαζόμενοι σε νέες τεχνικές και δεξιότητες, ώστε να μπορούν να προσληφθούν σε νέες θέσεις εργασίας, όταν αυτές που μέχρι σήμερα κατείχαν εξαφανίζονται; Θα υπάρξει περιφερειακή σύγκλιση ή θα ενδυναμωθεί το ήδη υπάρχον αθηνοκεντρικό μοντέλο (μη) ανάπτυξης; Πώς θα «κουμπώσουν» στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης οι αμυντικές ανάγκες της χώρας;
Στον τρόπο απάντησης τέτοιων ερωτημάτων θα κριθεί η επιτυχία ή η αποτυχία, όχι απλά του «βιβλίου», αλλά της χώρας. Γιατί το κεντρικό διακύβευμα τα επόμενα έξι χρόνια είναι το πώς θα καθοριστεί η θέση της χώρας μας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας που εδώ και περίπουμία δεκαετία μορφοποιείται με τη λεγόμενη «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» και τα νέα χαρακτηριστικά που της προσδίδει ή/και επιταχύνει η πανδημία. Στο πώς θα συνεχίσει ο λαός και το έθνος μας την πορεία του μέσα στον χρόνο σε συνθήκες ευημερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ασφάλειας.
Τελικά, το «βιβλίο» θα είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ένα βιβλίο συλλογικής γραφής. Θα το γράψουμε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και εκπροσωπήσεις της χώρας. Και η ευθύνη μας θα είναι κοινή. Όπως, άλλωστε, κοινή είναι και η μοίρα μας ως λαού και ως έθνους.
*τέως πρύτανης Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών