Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Εδώ και πολλά χρόνια τώρα στοχαστές και κάποιοι οικονομολόγοι, τόνιζαν σε βιβλία και δημόσιες παρεμβάσεις τους ότι ο κόσμος αλλάζει. Η πρώτη και εξαιρετικά εντυπωσιακή προσέγγιση είχε γίνει το 1973 από τον Αμερικανό καθηγητή και κοινωνιολόγο Ντάνιελ Μπελ (1919-2011) στο βιβλίο του η «Μεταβιομηχανική Κοινωνία», το οποίο και συμπλήρωσε το 1976, με το «Οι εσωτερικές πολιτιστικές αντιφάσεις του Καπιταλισμού».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ντάνιελ Μπέλ, έχοντας εγκαταλείψει τον μαρξισμό από το 1956, έγραφε με περισσή διαύγεια ότι αποτελεί λάθος επιλογή η ερμηνεία του καπιταλισμού με κριτήρια του 19ου αιώνα.
«…Η ιστορία», έγραφε, «….δεν είναι μια διαλεκτική. Η κοινωνία έχει έναν χωριστό χαρακτήρα, διαχωρισμών, όπου οι διάφοροι τομείς αντιστοιχούν σε διαφορετικές νόρμες, οι οποίες διέπονται από διαφορετικούς κανόνες αλλαγής, οι οποίοι όχι λίγες φορές είναι και αντίθετοι μεταξύ τους. Έτσι, η κοινωνία διαιρείται σε τρεις σφαίρες: την τεχνικο-οικονομική, την πολιτιστική και την κυβερνητική… ».
Εντελώς δε προφητικά, ο Ντάνιελ Μπέλ που ούτε μπορούσε να φανταστεί τότε την ψηφιακή εποχή, στα δύο βιβλία του έκανε λόγο για ανατρεπτική επιτάχυνση της ιστορίας, για την ανάπτυξη νέων κοινωνικών σχέσεων και για το ρόλο της γνώσης στην ανάδειξη νέων αναγκών.
Στο πλαίσιο λοιπόν των παραπάνω ανατροπών, τόσο ο Ντάνιελ Μπελ όσο και άλλοι παρατηρητές (Ντράκερ, Σενέτ, Ρόοουλς, Νοζίκ, Μίζες κ.ά.) έκαναν την πρόβλεψη ότι οι βιομηχανικές κοινωνίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, είχαν ανοίξει την πόρτα μιας νέας Αναγέννησης, που κάποιοι σήμερα αποκαλούν μετακαπιταλισμό.
Αυτό σημαίνει ότι στην ουσία, ο κόσμος μας βρίσκεται στη φάση της ανάπτυξης ενός νέου Διαφωτισμού, από τον οποίον θα ξεπηδήσουν και οι διάφορες κοινωνίες του μέλλοντος. Αν η παρατήρησή μας αυτή είναι έγκυρη, τότε ο κόσμος μας βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο για την ύπαρξή του σταυροδρόμι, στο πλαίσιο του οποίου θα διαμορφωθούν και οι μελλοντικές πολιτιστικές, οικονομικές, κοινωνικές, νομισματικές και υπαρξιακές σχέσεις. Με αυτές τις τελευταίες να φέρουν τη σφραγίδα του ψηφιακού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ιχνογραφούνται.
Η ιχνογράφηση αυτή ωστόσο, δημιουργεί ερωτήματα και προβλήματα, σίγουρα δε γεννά στις κοινωνίες μας μια κρίση αντιπροσώπευσης του μέλλοντος.
Κάθε επιτάχυνση της ιστορίας, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα και που η πανδημία είναι προφανώς μια παράμετρος της, ξεριζώνει τα άτομα. Και η πεποίθηση ότι αλλάζουμε εποχή, σίγουρα εκφράζει μια εμπειρία ξεριζώματος. Κλίνεται δε με πολλούς τρόπους. Οι μεν επιλέγουν να υιοθετήσουν τις έστω και συγκεχυμένες τάσεις μιας υπό εκκόλαψη εποχής, οι δε στρέφουν συνήθως το βλέμμα τους προς τα πίσω, πιστεύοντας ότι αυτό θα τους απαλύνει την αβεβαιότητα που τους έχει κυριεύσει.
Στο επίπεδο αυτό έτσι, ο νομπελίστας οικονομολόγος Έντμουντ Φέλπς, αναφερόμενος στις κοινωνίες που έχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης, τονίζει ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ο δυναμισμός.
Είναι δε κατά κύριο λόγο βασικό χαρακτηριστικό των «δυτικών κοινωνιών του 19ου αιώνα», που τις βοήθησε να απογειωθούν και που για μια μακρά σχετικά περίοδο ήταν πραγματική κινητήρια δύναμή τους. Στον ίδιο βαθμό με τη «δημιουργική καταστροφή» του Γιόζεφ Σουμπέτερ.
Στη σύλληψη του Φελπς για το δυναμισμό, η εγχώρια καινοτομία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Η εγχώρια καινοτομία, όπως το θέτει ο οικονομολόγος Gylfi Zoega, είναι «η συνεχής δημιουργία νέων ιδεών» μέσα σε ένα έθνος που εξαπλώνεται σε πολλές πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής αυτού του έθνους.
Σύμφωνα με τον Φελπς, μια τέτοια καινοτομία έγινε τόσο διάχυτη όσο και χωρίς αποκλεισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα – «διάχυτη» με την έννοια ότι ήταν ευρέως διαδεδομένη και «χωρίς αποκλεισμούς» με την έννοια ότι παρήχθη όχι μόνο στις καλά χρηματοδοτούμενες, ελίτ σφαίρες της κοινωνίας, αλλά και μεταξύ των λαϊκών κέντρων.
“Οι τεχνοκράτες στην οικονομία”, σημειώνει ο Φελπς, “κατάφεραν για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα να συλλάβουν και να αναζητήσουν νέους τρόπους παραγωγής και νέων προϊόντων για την κατανάλωση, αλλά και νέων θέσεων σταδιοδρομίας, που επέτρεπαν την αυτοολοκλήρωση και την αυτοέκφραση.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το αυτοεπιχειρείν και οι μικρές ιδιοκτησίες πολλαπλασιάστηκαν, πρόσφεραν σημαντικές ευκαιρίες οικονομικής ανόδου σε πλήθος ανθρώπων, ενίσχυσαν τις εφευρέσεις και την αναζήτηση γνώσης και έδωσαν πρωτόγνωρο δυναμισμό στην κοινωνία.
Όπως αναφέρουν σε έργα τους οι ιστορικοί της οικονομίας Joel Mokyr και Deirdre Mc Closkey, ο δυτικός δημοκρατικός καπιταλισμός έσπασε το παρελθόν θεσμοθετώντας τρόπους ανάπτυξης και προώθησης νέων ιδεών και πραγμάτων. Αυτό, επίσης, δεν ήταν απλώς ένα οικονομικό φαινόμενο· ήταν και πολιτιστικό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα,οι δυτικές κοινωνίες σημαδεύτηκαν από μια ζύμωση εφευρετικότητας, δημιουργικότητας, ανάληψης κινδύνων, τυχοδιωξίας και πειραματισμού – οι οποίες προέκυψαν ως κοινωνικές αξίες με την υποστήριξη των θεσμών που αναπτύχθηκαν για να τις καλλιεργήσουν.
Η οικονομική πρόοδος της Δύσης τον 19ο αιώνα, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνον από τις επιστημονικές ανακαλύψεις και την αστικοποίηση που προκάλεσε η βιομηχανική ανάπτυξη. Ήταν επίσης το αποτέλεσμα και μιας πολιτιστικής ανατροπής, όπως βέβαια μικρών και μεγάλων καινοτομιών που βελτίωναν τη ζωή ατομικά και συλλογικά.
Κατά τον οικονομολόγο Ραϊχο Μποχίλοφ, υπάρχει μια ισχυρή σχέση «μεταξύ των οικονομικών επιδόσεων, ιδίως της οικονομικής καινοτομίας και ενός ευρύτερου συνόλου πεποιθήσεων, στάσεων και κανόνων που αντικατοπτρίζουν την οικονομική κουλτούρα μιας χώρας».
Και όπως δείχνει η έρευνα του Φελπς, οι οικονομικές επιδόσεις βελτιώνονται σημαντικά από το πόσο ενδιαφέρον βρίσκουν οι άνθρωποι στη δουλειά τους, την προθυμία τους να δεχτούν νέες ιδέες και την επιθυμία τους να αναλάβουν πρωτοβουλία – όλα αυτά είναι βασικά πολιτιστικά φαινόμενα. Παράλληλα όμως,είναι και δείκτες της ικανότητας μιας κοινωνίας να πάρει τις τύχες της στα χέρια της μια να μετατρέπει την πραγματικότητα σε ευκαιρία.
Πόσος τέτοιος δυναμισμός να υπάρχει άραγε στην Ελλάδα;
Πηγή: euro2day.gr