Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Αν η Ελλάδα, μετά από 70 χρόνια ιδεολογικής δικτατορίας του κρατισμού, δεν αναπνεύσει ελεύθερα, το τέλος της στον βυθό θα είναι αναπόφευκτο…
Η ζήτηση μειώνεται. Η ανάπτυξη είναι αρνητική. Οι επενδύσεις μηδενικές. Η ρευστότητα ανύπαρκτη. Η ανεργία παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Το ασφαλιστικό σύστημα παραπαίει.
Από την άλλη πλευρά, τα νέα από την διεθνή οικονομία δεν είναι τα καλύτερα. Στις αναπτυσσόμενες χώρες η ανάπτυξη υποχωρεί και το γεγονός αυτό επηρεάζει τις διεθνείς μεταφορές, άρα πλήττει την ελληνική ναυτιλία. Η τελευταία, έτσι, αντιμετωπίζει αρκετά σοβαρά προβλήματα, τα οποία, με την σειρά τους, έχουν αρνητικές επιπτώσεις και στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Είναι δε πολύ πιθανόν η διάχυτη απαισιοδοξία που επικρατεί στον ευρωπαϊκό χώρο να επηρεάσει αρνητικά και τον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος τα τελευταία χρόνια αποτελεί σανίδα σωτηρίας για την οικονομία της χώρας.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δεν δείχνει να θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με την ανάπτυξη της χώρας. Για μιαν ακόμη φορά έχει εμπλακεί σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας, οι οποίες μόνον ζημιές προκαλούν στην συνολική δραστηριότητα. Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η φυγή από την Ελλάδα επιχειρήσεων και ανθρώπινου δυναμικού, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση της παραγωγικής μηχανής.
Στο μέτρο δε που θα αποδυναμώνεται ο παραγωγικός ιστός της χώρας, τόσο δυσκολότερες θα γίνονται και οι συνθήκες εξόδου από την οικονομία του χρέους. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Με την κατανάλωση κάποτε να αντιπροσωπεύει το 85% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της, η Ελλάδα είχε αυτοπαγιδευτεί στην εσωτερική ζήτηση, η οποία, με δεδομένη την αδύναμη παραγωγή, ενίσχυε τελικά τις εισαγωγές. Έφθασε έτσι η χώρα να κατέχει το παγκόσμιο ρεκόρ στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ξεπέρασε σε κάποια φάση το 160% του ΑΕΠ.
Σήμερα, λοιπόν, μπορεί η πτώση της ζήτησης να δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, πλην όμως η βελτίωσή του μεταφράζεται σε ανεργία –με ό,τι η τελευταία προκαλεί στην οικονομία και τον κοινωνικό ιστό. Τα χιλιάδες κλειστά καταστήματα στην Αθήνα και εκτός αυτής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μικροεπιχειρήσεις που ζούσαν από το εισαγωγικό εμπόριο και άρα από την τόνωση της ζήτησης με δανεισμό.
Στην αντίπερα όχθη, ο παραγωγικός ιστός της χώρας μπορεί να ενισχύει την εξωστρέφειά του, όμως οι εξαγωγικές του επιδόσεις δεν είναι αρκετές ούτε για την τόνωση της απασχολήσεως, αλλά ούτε και για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων. Διαιωνίζεται έτσι μία οδυνηρή κατάσταση αποεπενδύσεως και χαμηλής παραγωγικότητος, η οποία σε κάποια φάση θα καταστεί μη ανατρέψιμη. Θα υπάρξει δηλαδή στην χώρα πλήρης διαρθρωτική κατάρρευση, με εκρηκτικές πολιτικο-κοινωνικές επιπτώσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, έχει απόλυτο δίκιο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ) ο οποίος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και υπογραμμίζει ότι έως το 2020, η χώρα χρειάζεται 105 δισεκατομμύρια ευρώ νέες επενδύσεις, όχι για να εισέλθει σε νέα παραγωγική βάση αλλά για να διατηρήσει το σημερινό της επίπεδο. Με πιο απλά λόγια, το ποσό που προτείνει ο ΣΕΒ είναι αυτό που χρειάζεται για να αποσοβηθεί η διαρθρωτική κατάρρευση και όχι για να βελτιωθεί ποιοτικά το παραγωγικό μας μοντέλο.
Για μία πραγματική και καινοτόμο αναδιάρθρωση της χώρας, όπως εκτιμούν διεθνείς οικονομικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες, απαιτούνται σε ετήσια βάση επενδύσεις άνω των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, το λιγότερο για μία πενταετία. Ποιοι, όμως, θα επενδύσουν παρόμοια ποσά στην Ελλάδα της γραφειοκρατίας, της διαπλοκής, της ιδεολογικής ακινησίας και της αντιεπιχειρηματικής ρητορείας; Και από πού θα βρεθούν αυτά τα κεφάλαια, με δεδομένη την παρούσα κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και των κοσμογονικών παραγωγικών μετασχηματισμών που πραγματοποιούνται στους κόλπους της; Ακόμα χειρότερα, ποιοι επενδυτές θα έλθουν να ρίξουν χρήμα σε μία αγορά με υψηλή δημόσια και ιδιωτική υπερχρέωση και, παράλληλα, με τεράστια δημοσιονομικά και ασφαλιστικά προβλήματα;
Την ίδια στιγμή, η χώρα είναι ουραγός σε δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, δεν θέλει να εκσυγχρονίσει το απαράδεκτο εκπαιδευτικό της σύστημα και, κυρίως, φοβάται την …ελευθερία. Μετά από εβδομήντα και πλέον χρόνια ιδεολογικής δικτατορίας του κρατισμού και της ανελευθερίας, η Ελλάδα δεν διδάχθηκε τίποτε από την Ιστορία.
Αν λοιπόν η χώρα δεν ανανεωθεί …χθες, ελεύθερα και δημιουργικά, απελευθερώνοντας όλες τις πνευματικές και τις παραγωγικές της δυνάμεις, το πλοίο αργόσυρτα θα οδεύει προς τον βυθό. Έτσι απλά.