Η ταχεία και πλήρης απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τη βέλτιστη χρήση του- είτε με τη μορφή επιδοτήσεων είτε με τη μορφή δανείων- είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό του επιχειρηματικού μοντέλου της χώρας και ως εκ τούτου θα ενισχύσει την παραγωγικότητα της οικονομίας
Του Παναγιώτη Καπόπουλου*
Δύο είναι τα βασικά ζητήματα για το μέλλον της ελληνικής επιχειρηματικότητας στην παρούσα φάση της πανδημικής κρίσης. Το πρώτο αφορά το κατά πόσο η προκληθείσα υφεσιακή διαταραχή θα μπορούσε να πλήξει μόνο προσωρινά τα έσοδα της μέσης ελληνικής επιχείρησης που ήταν χρηματοοικονομικά υγιής προ πανδημίας, δίχως να επηρεάσει τη βιωσιμότητά της μακροπρόθεσμα. Το δεύτερο αφορά τη δυνατότητα της ελληνικής επιχειρηματικής τάξης να μετατρέψει την απειλή σε ευκαιρία, αξιοποιώντας τα επόμενα χρόνια την ευρωπαϊκή αντίδραση στην πανδημική κρίση.
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, πρωτόγνωρων διαστάσεων για τα ελληνικά δεδομένα, που ακολουθεί η κυβέρνηση στην τρέχουσα συγκυρία, τονώνει την κατανάλωση και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων στον μεσοχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή στη διετία 2020- 21. Επίσης, σε συνδυασμό με την πιστωτική πολιτική στήριξης των επιχειρήσεων που θίγονται άμεσα ή έμμεσα από την πανδημία, προσφέρει μεγάλη ανάσα στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η τελική έκβαση της μάχης σε αυτό το πεδίο, ωστόσο, εξαρτάται και από «υγειονομικές παραμέτρους»: το κατά πόσο το πανδημικό κύμα του φθινοπώρου θα είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί χωρίς την επανάληψη ενός γενικού lockdown, την έλευση ενός αποτελεσματικού εμβολίου το αργότερο πριν από το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021 και τον εμβολιασμό τουλάχιστον του υγειονομικά κρίσιμου ποσοστού του πληθυσμού.
Αναφορικά με την αξιοποίηση της κρίσης προς όφελος της μακροπρόθεσμης προοπτικής για τη χώρα, θα ήθελα να αναφερθώ στις ευκαιρίες επιτάχυνσης του μεταρρυθμιστικού έργου, αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου και κάλυψης του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας που κληροδότησε η προηγούμενη δεκαετία. Οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται για τις ελληνικές επιχειρήσεις στη μετα-πανδημική εποχή είναι πολλές και σημαντικές και προσδιορίζονται από δύο κυρίως καταλύτες.
Πρώτον, την αλλαγή του υποδείγματος δημοσιονομικού σχεδιασμού μέσω της μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων στο κεφάλαιο και κυρίως στην εργασία. Για παράδειγμα, η σχεδιαζόμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και της εισφοράς αλληλεγγύης όχι μόνο τονώνει το διαθέσιμο εισόδημα και ισχυροποιεί τα κίνητρα αντιστροφής του braindrain, αλλά παράλληλα ενισχύει τη δυνατότητατων επιχειρηματιών για επενδύσεις, καθώς συμπιέζει σημαντικά το μη μισθολογικό κόστος τους.
Η υιοθέτηση ενός περισσότερο φιλικού στην ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής υποστηρίζεται σημαντικά, όχι μόνο από τη δημοσιονομική ευελιξία που παρέχεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της πανδημίας αλλά και από τη δυνατότητα του ελληνικού Δημοσίου να διευρύνει τον περιορισμένο δημοσιονομικό του χώρο στην τρέχουσα συγκυρία, καθώς διατηρείται πτωτική δυναμική των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι οι αγορές προεξοφλούν:
α. την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έναντι του υφεσιακού σοκ σε χρονικό ορίζοντα διετίας,
β. την ενεργό στήριξή της από τη μη συμβατική νομισματική πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ, μέσω των αγορών των ελληνικών τίτλων, στο πλαίσιο του νέου, Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP).
γ. το ευνοϊκότερο profile του ελληνικού χρέους, αναφορικά με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου γιατα επόμενα έτη, οι οποίες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τη μεγάλη περίοδο ωρίμανσης του χρέους, καθώς και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του αποτελείται, πλεόν, από δάνεια σταθερού επιτοκίου, και
δ.το ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που ελπίζουμε να προκύψει, την επόμενη εξαετία, μέσω της απορρόφησης των κεφαλαίων του Ταμείου ανάκαμψης, καθώς και των κονδυλίων από το ΕΣΠΑ 2021-2027 που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα.
Δεύτερον, η ταχεία και πλήρης απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τη βέλτιστη χρήση τους- είτε με τη μορφή επιδοτήσεων είτε με τη μορφή δανείων- είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό του επιχειρηματικού μοντέλου της χώρας και ως εκ τούτου θα ενισχύσει την παραγωγικότητα της οικονομίας. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται τόσο στο μέγεθος των κεφαλαίων που προσδιορίζονται για την Ελλάδα όσο και στη στρατηγική του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία δίνει έμφαση στην ψηφιακή οικονομία, τις περιβαλλοντικές τεχνολογίες και τη στήριξη της ποιοτικής απασχόλησης.
Η επιτάχυνση, ωστόσο, της απορρόφησης των κεφαλαίων αυτών και κυρίως η αποτελεσματική τους διαχείριση συνιστά ιστορικής σημασίας πρόκληση. Ο επιχειρηματικός τομέας πρέπει να υποστηριχθεί ενεργά για να φέρει εις πέρας το έργο αυτό, αφενός από έναν συμπαγή εθνικό σχεδιασμό εκ μέρους της κεντρικής διοίκησης του κράτους και αφετέρου από την τεχνογνωσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην αξιολόγηση των αποδοτικών επενδυτικών σχεδίων όπως και τη διαχείριση και την παρακολούθηση των αναλαμβανόμενων επιχειρηματικών κινδύνων.
*Group Chief Economist στην Alpha Bank