Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*
Η πρόσφατη απόφαση της τουρκικής κεντρικής τράπεζας για τη μείωση των τραπεζικών επιτοκίων κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες αιφνιδίασε τις αγορές και οδήγησε σε νέα πτώση της τουρκικής λίρας. Η άποψη του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι η μείωση των επιτοκίων οδηγεί στη μείωση του πληθωρισμού μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μία από τις παραδοξότητες που έχουν τα τελευταία χρόνια σωρευθεί κατά την άσκηση της τουρκικής οικονομικής πολιτικής. Πολλοί αναλυτές ερμηνεύουν την κυβερνητική πολιτική χαμηλών επιτοκίων υπό το πρίσμα της υποστήριξης των συμφερόντων φιλοκυβερνητικών κατασκευαστικών εταιρειών. Η «φούσκα» της αγοράς ακινήτων καλά κρατεί και οι πρόσφατες αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας θα τη συντηρήσουν για το προσεχές μέλλον. Η πολιτική αυτή όμως έχει οδυνηρό κόστος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο του 2021 έφθασε στο 19,58%, ενώ πολλοί ειδικοί αμφισβητούν τη μεθοδολογία της κρατικής στατιστικής υπηρεσίας ισχυριζόμενοι ότι το πραγματικό ποσοστό είναι κατά πολύ υψηλότερο.
Η επιστροφή του πληθωρισμού ως δομικού προβλήματος της τουρκικής οικονομίας πλήττει καίρια τα φτωχότερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας. Τα τελευταία χρόνια το κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους συναλλάγματος, αλλά και η αγοραστική δύναμη των τούρκων πολιτών έχει μειωθεί δραματικά. Ενα τρίτο περίπου της τουρκικής κοινωνίας αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας. Η πανδημία επέτεινε ένα ήδη υπάρχον πρόβλημα, ενώ ανέδειξε και την αδυναμία της τουρκικής κυβέρνησης να υποστηρίξει το εισόδημα των βαρέως πληττομένων εργαζομένων με ουσιαστικά μέτρα. Σύμφωνα με τα πορίσματα μιας πρόσφατης έρευνας κοινής γνώμης της εταιρείας METROPOLL, 28,7% των τούρκων πολιτών δήλωσαν ότι δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδα θεμελιωδών αναγκών όπως της τροφής και της στέγης, ενώ 49,2% των ερωτωμένων δήλωσαν ότι μόλις και μετά βίας μπορούν να καλύψουν αυτά τα έξοδα και τίποτε περισσότερο. Το ποσοστό αυτών που δήλωσε ότι μπορούν να καλύψουν όλες τις ανάγκες τους με άνεση ανήλθε μόλις στο 21,7%. Η έτι περαιτέρω μείωση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας τις τελευταίες εβδομάδες θα επιτείνει το πρόβλημα και τις πληθωριστικές πιέσεις.
Στα 12.000 δολάρια
Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των τούρκων χαμηλοεισοδηματιών υπήρξε το θεμέλιο της πολιτικής ηγεμονίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Από τα όρια των 3.000 δολλαρίων το 2002, το κατά κεφαλήν εισόδημα ξεπέρασε τα 12.000 δολάρια το 2013. Η πτώση του στα όρια των 8.500 δολαρίων το 2020 ανέδειξε την οικονομική δυσπραγία ως το προνομιακό πεδίο για την άσκηση αντιπολιτευτικής κριτικής.
Η προσπάθεια των δημάρχων Κωνσταντινούπολης και Αγκυρας Εκρέμ Ιμάμογλου και Μανσούρ Γιαβάς να απαλύνουν τα οξέα κοινωνικά προβλήματα με μέτρα όπως η χορήγηση άτοκης πίστωσης μέσω της κάρτας δημοσίων συγκοινωνιών ή η πώληση ψωμιού σε τιμές κάτω του κόστους από τα δημοτικά πρατήρια άρτου είναι μεγάλης επικοινωνιακής και πρακτικής αξίας. Θυμίζουν αντίστοιχες πρωτοβουλίες του τούρκου προέδρου κατά τη δική του δημαρχιακή θητεία τη δεκαετία του 1990, οι οποίες και συνέβαλαν στην πολιτική του άνοδο. Η πρόσφατη προσπάθεια του προέδρου Ερντογάν να κατηγορήσει ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα για τις αυξήσεις των τιμών συνοδεύθηκε και από σχεδιασμένη από το επικοινωνιακό επιτελείο επίσκεψη σε αγροτοσυνεταιριστική υπεραγορά και υποσχέσεις για επέκταση του δικτύου αυτών ως μέσο ανάσχεσης των πληθωριστικών πιέσεων. Οι προσπάθειες ωστόσο μετακύλισης των κυβερνητικών ευθυνών δεν φαίνεται να βρίσκουν ανταπόκριση στην τουρκική κοινή γνώμη.
Η πτώση της δημοτικότητας του τούρκου προέδρου είναι πρωτοφανής. Κυρίως επωφελούμενη των εξελίξεων είναι η πρόεδρος του Καλού Κόμματος Μεράλ Ακσενέρ. Επενδύοντας τον πολιτικό της λόγο με την κατάλληλη δόση ισλαμιστικών και εθνικιστικών στοιχείων, αλλά και δίνοντας έμφαση στα προβλήματα της καθημερινότητας, έχει κατορθώσει να διεισδύσει στην εκλογική βάση του κυβερνώντος κόμματος περισσότερο από τα κόμματα των πρώην υπουργών Μπαμπατζάν και Νταβούτογλου. Οι δημοσκοπήσεις για πρώτη φορά ανεβάζουν την πρόθεση ψήφου για το κόμμα της στα όρια του 20%. Η δήλωσή της ότι δεν ενδιαφέρεται για την προεδρία αλλά για την πρωθυπουργία της χώρας μετά την αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος στέρησε από τον κυβερνητικό συνασπισμό ένα εργαλείο αποσταθεροποίησης του συνασπισμού της αντιπολίτευσης, το οποίο είχε χρησιμεύσει στην κυβέρνηση Ερντογάν κατά τις εκλογές της 24ης Ιουνίου 2018.
Δεδομένης της αδυναμίας αναστροφής της κατάστασης της οικονομίας και ενόψει του ενδεχομένου πρόωρων εκλογών, δεν αποκλείεται μια προσπάθεια αντιπερισπασμού του κυβερνητικού συνασπισμού της Τουρκίας, ώστε η εξωτερική πολιτική ή οι ταυτοτικές διαιρέσεις της κοινωνίας να κυριαρχήσουν στην προεκλογική αντιπαράθεση. Με αυξανόμενο το βάρος της ανέχειας και της οικονομικής δυσπραγίας, ωστόσο, μια τέτοια απόπειρα θα άγγιζε τα όρια της ματαιότητας.
*Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πηγή: ot.gr