Του Κωνσταντίνου Φίλη*
Ο πρόεδρος Ερντογάν διέρχεται την κρισιμότερη περίοδο της πολιτικής του καριέρας. Η εμπιστοσύνη των περισσότερων συμπατριωτών του, των επενδυτών και των ξένων ηγετών προς το πρόσωπό του είναι βαθιά κλονισμένη. Και προκειμένου να αντιστρέψει τη ροή των γεγονότων πρέπει να κάνει κινήσεις στη σκακιέρα, έχοντας, όμως, να αντιμετωπίσει δύο μειονεκτικές συνθήκες: τις αρνητικές δημοσκοπήσεις και το εν γένει αρνητικό κλίμα στο εσωτερικό, που διογκώνεται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, και τον σκεπτικισμό/προβληματισμό – στην καλύτερη περίπτωση – σημαντικού μέρους του διεθνούς παράγοντα για τις φιλοδοξίες της Αγκυρας. Απέναντι σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση για τον ίδιο, ο Ερντογάν αντιδρά σπασμωδικά. Και φαίνεται σε ολοένα και περισσότερες πτυχές της εξωτερικής του πολιτικής να κινείται με τρόπο οξύμωρο και τακτικιστικό. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός του και έτσι δεν έχει την πολυτέλεια χάραξης νέας στρατηγικής. Πράγματι, μπορούσε να διακρίνει κάποιος ψήγματα στρατηγικής στην πολιτική του τούρκου προέδρου, μέχρι πριν από κάποια χρόνια, ακόμη και μετά το πραξικόπημα, όταν άλλαξε στάση και απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά δεσμά, χρεώνοντας στην Ουάσιγκτον ότι συν-ενορχήστρωσε το αποτυχημένο πραξικόπημα με τον Γκιουλέν. Ομως, ακόμη και η εμπλοκή στη Συρία, τουλάχιστον στο αρχικό της στάδιο, ήταν μία επιλογή ανάγκης, υπό την πίεση των διπλών εκλογών του 2015.
Η δε διάρρηξη των σχέσεων με Ισραήλ και Αίγυπτο, ακόμη και αν εξυπηρέτησε το δόγμα της μετεξέλιξης της Τουρκίας και του προέδρου της σε σημείο αναφοράς για το σουνιτικό Ισλάμ, με αξιοποίηση της εδραιωμένης παρουσίας των Αδελφών Μουσουλμάνων σε πολλές αραβικές χώρες, εντέλει γύρισε μπούμερανγκ και επέτρεψε στην Ελλάδα να αναπτύξει και σταδιακά να παγιώσει τις σχέσεις της με τις δύο προαναφερθείσες χώρες. Ρόλο εν συνεχεία έπαιξε και ο εγωισμός του Ερντογάν που δεν επέτρεψε ανατροπές, όπως βέβαια και η αμοιβαία αντιπάθειά του με Αλ Σίσι και Νετανιάχου. Σχετικά πανομοιότυπη είναι η κατάσταση και στις σχέσεις του με Μακρόν και Μπάιντεν, στοιχείο που επιβεβαιώνει τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και ενισχύει το επιχείρημα όσων επενδύουν ήδη στη μετά Ερντογάν εποχή για την εξομάλυνση των σχέσεων της Αγκυρας με σημαντικές ανά τον κόσμο πρωτεύουσες. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να διαγράψουμε ένα πολιτικό χαμαιλέοντα, όπως ο Ερντογάν, ωστόσο, όπως έχουμε από καιρό επισημάνει, το καθεστώς του εμφανίζει σημάδια παρακμής και αποδρομής.
Πώς λοιπόν μπορεί να αντιδράσει ο τούρκος πρόεδρος απέναντι σε αυτή τη δυσμενή κατάσταση; Οταν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν καταβαράθρωση των ποσοστών του AKP και του ιδίου σε ιστορικό χαμηλό και η νέα γενιά του γυρίζει την πλάτη – το AKP σε όσους ψηφίσουν για πρώτη φορά στις επόμενες εκλογές καταγράφεται κάτω από το 12%. Οταν η οικονομία έχει ανάγκη από δύσκολες και αντιδημοφιλείς αποφάσεις, που αν δεν ληφθούν εγκαίρως θα την εκτροχιάσουν περαιτέρω, αλλά εφόσον παρθούν θα προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. Οταν στο εξωτερικό πεδίο, ετοιμάζεται για νέα επιχείρηση στη Συρία, απειλώντας και τις αμερικανικές δυνάμεις που συνεπικουρούν τους Κούρδους, και την ίδια στιγμή τείνει χείρα φιλίας στον Μπάιντεν, υπαναχωρώντας στο ζήτημα των F-35. Οταν, ενώ έχει την ανάγκη εισροής «ζεστού» χρήματος στην οικονομία, στοχοποιεί δέκα δυτικές χώρες για τη δικαστική υπόθεση Καβάλα, ανάμεσα στις οποίες η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες έχουν σοβαρά «ανοίγματα» στην τουρκική οικονομία.
Ο Ερντογάν επιθυμεί μία συνολική διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, έχοντας κερδίσει επιμελώς χρόνο και αναβάλλοντας τις αποφάσεις του στα καίρια πεδία της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής. Εντούτοις, είναι πλέον υποχρεωμένος να λάβει καθαρές αποφάσεις και στα δύο αυτά πεδία. Με τις συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ, η Ελλάδα του δείχνει τον δρόμο…
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι αναπληρωτής καθηγητής και διευθυντής IGA Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μίας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).
Πηγή: in.gr