Αν ύπατος στόχος του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου ήταν να χαίδεύει χαμηλά ενστικτα για να ανεβαίνει ο ίδιος ψηλά, τελικά δημιούργησε παγκόσμια Σχολή.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αν αναλύσει κανείς το φαινόμενο ή την περίπτωση (case) Τραμπ με ψυχολογικά και όχι πολιτικά κριτήρια, θα βρει έγκυρες και τεκμηριωμένες ερμηνείες στις περισσότερες ενέργειες και συμπεριφορές του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου. Αν δε εμβαθύνει και στην ανάλυση της προσωπικότητας του, τότε η εικόνα που θα σχηματίσει θα είναι εύγλωττη και πλήρης.
Μια συμβουλή της μητέρας του, που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει περί πολλού, είναι αυτή που του είχε πει ότι «πρέπει να πιστεύει στο Θεό και να είναι συνεπής στον εαυτό του».
«Εκ των υστέρων», λέει ο ίδιος, «Βρήκα ότι ήταν μια θαυμάσια συμβουλή. Αν και δεν την καταλάβαινα στην αρχή, εν τούτοις την εφάρμοζα γιατί ακουγόταν καλή. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν περίπλοκη. Στο μέτρο, λοιπόν, που είχα καλύψει τα βασικά, σκέφτηκα τη συνολική εικόνα… Άρχισα να τη βρίσκω έτσι κάνοντας συμφωνίες. Όχι για τα λεφτά, γιατί έχω περισσότερα απ’ όσα θα χρειαστώ ποτέ, αλλά για το κέφι μου. Οι συμφωνίες είναι η δική μου μορφή τέχνης. Άλλοι άνθρωποι ζωγραφίζουν όμορφα ή γράφουν θαυμάσια ποιήματα. Εμένα μου αρέσει να κλείνω συμφωνίες και κατά προτίμηση μεγάλες. Έτσι τη «βρίσκω». Θέλω επίσης κάποτε να γίνει λόγος για τις «Σοφίες του Ντόναλντ»…
Ποιος αμφιβάλει ότι στη βάση της παραπάνω σκέψης, η οποία επισήμως διατυπώθηκε σε βιβλίο του το 2004, ο τραμπισμός είχε ήδη δρομολογηθεί. Στην αρχή ως μια μορφή «Σχολής Μπίζνες και Μάνατζμεντ Ντόναλτ Τραμπ». Στη συνέχεια όμως πήρε και τη μορφή μιας πολιτικής τακτικής.
Όπως έχει αναφέρει ο Στηβ Μπάνον, σύμβουλος επικοινωνίας του Ντόναλντ Ταρμπ, πριν και στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016, ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας από το 2010 και μετά είδε την πολιτική ως μια μεγάλη ευκαιρία να ικανοποιήσει το εγώ του.
Κατέστρωσε έτσι ένα σχέδιο πολιτικού μάρκετινγκ, στη βάση τάσεων και μετασχηματισμών που ανέβαιναν στην αμερικανική κοινωνία, σε συνδυασμό με μια γενική κρίση του δυτικού οικοδομήματος. Καθοριστικές στο επίπεδο αυτό υπήρξαν οι εισηγήσεις του Μπάνον για τη διάλυση της Ευρώπης του κράτους δικαίου και την προσέγγιση με τη Ρωσία του Πούτιν, η οποία από οικονομικής πλευράς αντιμετώπιζε μύρια όσα προβλήματα.
Στη βάση, λοιπόν, όλων των τότε δεδομένων, ο Ντόναλντ Τραμπ, αποφάσισε να αντιμετωπίσει την συνήθως αόριστη και γεμάτη υποσχέσεις ρητορική της αμερικανικής αριστεράς, με συγκεκριμένα έργα και δράσεις που πήγαιναν στην καρδιά και στην τσέπη των λευκών κυρίως Αμερικανών φτωχών. Στα φτωχοποιημένα αυτά στρώματα,το 2016, ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ, υποσχέθηκε καλύτερη ζωή, προστασία της εργασίας, απαλλαγές χρεών και λιγότερο ανταγωνισμό από κινέζικα κυρίως προϊόντα.
Μίλησε παράλληλα και για αποπαγκοσμιοποίηση, δίνοντας την αίσθηση ότι ο οικονομικός εθνικισμός ήταν η λύση του προβλήματος της ένδειας και των ανισοτήτων στις ΗΠΑ.νέπτηξε ετσι μιά λαϊκίστικη ρητορική,η οποία με κύριο εργαλείο της την καλλιέργεια της αμάθειας,άνοιγε δρόμους λαμπρόυς στη συνομωσιολογία και στην μέσω αυτής ερμηνεία της πραγματικότητας.
Κατά τη συνεργάτιδα του Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) δρα Ρόζα Βασιλάκη,ο Τράμπ του 2016 έδωσε στα στρώματα στα οποία απευθυνόταν, μια αίσθηση ταυτότητας και ανήκειν, κινητοποιώντας διαφορετικές ιδεολογίες αποκλεισμού και παραλογισμού. Χρησιμοποιώντας μορφές εθνικισμού, ρατσισμού, ξενοφοβίας, σε συνδυασμό με θεωρίες συνωμοσίας και ψευδών ειδήσεων, κατάφερε να κατασκευάσει ένα αποτελεσματικό και φανατικό κοινό που βλέπει στον Τραμπ την επιστροφή σε ένα φαντασιακό παρελθόν «κανονικότητας», όπου ο καθένας ξαναβρίσκει την υποτιθέμενη «φυσική» του θέση.
Τι θα μπορούσαμε όμως να πούμε στις κοινότητες εκείνων των αποκλεισμένων ή αδικημένων που η – συχνά – ευκαιριακή προπαγάνδα του Τραμπ βάζει στο στόχαστρο; Με μια κουβέντα, γιατί υπάρχουν Αφροαμερικανοί, Λατίνοι, Ασιάτες ή άτομα ΛΟΑΤΚΙΑ που ψήφισαν υπέρ του Τραμπ; Πιθανότατα επειδή τα μέλη των κοινοτήτων αυτών δεν πείθονται πλέον από τις πολιτικές ταυτοτήτων που έχουν γίνει σημαία των Δημοκρατικών. Η μεσοαστική λευκή τάξη που παίζει συχνά το χαρτί της «ριζοσπαστικότητας» μέσω μιας ρητορικής που υποστηρίζει μεν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ωστόσο κάνει ελάχιστα επί του πρακτέου για να βελτιώσει τους πραγματικούς όρους ζωής των ανθρώπων αυτών, απογοήτευσε παρά έπεισε σε πολλές περιπτώσεις. Επίσης, ας μην παραβλέψουμε μια επαναλαμβανόμενη παρανόηση: η μειονοτική εμπειρία δεν οδηγεί απαραίτητα σε προοδευτικά κοινωνικές απόψεις· δεν γίνεται κανείς περισσότερο δημοκράτης λόγω της γέννησης ή της κοινωνικοποίησης σε μια μειονοτική κοινότητα.
Κατά συνέπεια, ο τραμπισμός δεν αναιρείται από ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο που το θέμα της νοθείας στις επιστολικές ψήφους θα γίνει σημαία του Τραμπ και των συμβούλων του.
Υπό αυτές τις νέες για τα ΗΠΑ συνθήκες, το ερώτημα είναι σε πιο βαθμό το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα επηρεασθεί από τον «τραμπισμό» και πώς θα αντιδράσει αν τελικά στις αρχές Ιανουαρίου κερδίσει τη μάχη της Γερουσίας. Ένα πρόσθετο επίσης ερώτημα είναι αυτό του μέλλοντος του «τραμπισμού» στην Ευρώπη και της διείσδυσης του στην αντιευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.