Τρεις ασήμαντες λέξεις… Του Τάκη Λαζαρίδη

376

Του Τάκη Λαζαρίδη*

Καθώς έριχνα προχθές μια ματιά στη στήλη πρωινής εφημερίδας, το βλέμμα μου έπεσε στον τίτλο ενός άρθρου: ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ. Ενδιαφέρον, σκέφθηκα, ας το διαβάσω.

Ήταν πράγματι ενδιαφέρον, λακωνικό και περιεκτικό. Το παραθέτω αυτούσιο γιατί δίνει, κατά τη γνώμη μου, αφορμή για έναν ευρύτερο προβληματισμό.
«Ακόμη και υπό συνθήκες γενικού εγκλεισμού, έχει επιδειχθεί ανοχή στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Όμως κανένα δικαίωμα δεν είναι ανώτερο της δημόσιας υγείας. Κανένας πολιτικός σκοπός δεν υπερβαίνει τον σεβασμό στη ζωή. Είναι ένας σεβασμός που δεν μπορεί να επιβληθεί δια της βίας. Είναι ζήτημα στοιχειώδους κοινωνικής συνείδησης και υπευθυνότητας».

Διαβάζοντας τις τρεις πρώτες φράσεις, έμπλεος ενθουσιασμού ήμουν έτοιμος να χειροκροτήσω, πλην, όμως, ο ενθουσιασμός μου μαράθηκε διαβάζοντας τις δύο τελευταίες φράσεις. Πώς είναι δυνατόν ένας κατά τεκμήριο έμπειρος και σοβαρός δημοσιογράφος να διατυπώνει σκέψεις που συγκρούονται μετωπικά με την πραγματικότητα; Αν, λ.χ. ένας κακοποιός, μη δείχνοντας κανένα σεβασμό, προσπαθεί να αποσπάσει δια της βίας το πορτοφόλι από έναν ηλικιωμένο και ανήμπορο πολίτη, πώς μπορούμε να τον αποτρέψουμε; Δίνοντάς του συμβουλές και νουθεσίες; Και ώσπου να αποδώσουν οι συμβουλές θα τον αφήσουμε να συνεχίζει το θεάρεστο έργο του; Υπάρχει άλλος τρόπος να επιβληθεί ο σεβασμός αυτός, εκτός από τη βία;
Είναι, συνεχίζει ο αρθρογράφος, ζήτημα στοιχειώδους κοινωνικής συνείδησης και υπευθυνότητας. Κι αν δεν υπάρχει αυτή η στοιχειώδης συνείδηση και υπευθυνότητα; Θα περιμένουμε να επέλθει με το πέρασμα του χρόνου; Δεν είναι αυτονόητο ότι είμαστε υποχρεωμένοι να την επιβάλουμε έστω και δια της βίας;
Θα προσπαθήσω εν συνεχεία να εξηγήσω γιατί, κατά την γνώμη μου, ο αρθρογράφος μένει στην μέση του δρόμου, θα ήθελα όμως προηγουμένως να σχολιάσω εν συντομία τα όσα συνταρακτικά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες.

Υπήρξε κατ’ αρχήν στην πλατεία της Ν. Σμύρνης ένα μεμονωμένο περιστατικό αστυνομικής βίας. Όπως μεμονωμένα ήταν όλα τα κατά καιρούς γνωσθέντα περιστατικά αστυνομικής βίας. Διότι σε καμιά περίπτωση δεν ήταν οργανωμένα και δεν έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή εκείνων που την υπέστησαν και οφείλονταν αποκλειστικά σε ελάχιστους οξύθυμους και ελλιπώς εκπαιδευμένους αστυνομικούς.
Τα όσα φοβερά και αποτρόπαια συνέβησαν εν συνεχεία στη Ν. Σμύρνη, αποκάλυψαν γυμνή την αλήθεια. Το παραμύθι της αστυνομικής βίας διακινείται και συντηρείται από τις γνωστές εκείνες δυνάμεις που θέλουν μια αστυνομία τρομοκρατημένη και πτοημένη, αφοπλισμένη ηθικά, ανήμπορη και ανίκανη να προστατεύσει τους πολίτες, να προστατεύσει το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Στη χώρα μας συμβαίνει μια πρωτοφανής σε παγκόσμιο επίπεδο πρωτοτυπία. Εκείνοι που υφίστανται λεκτική, ψυχολογική και έμπρακτη βία είναι κυρίως οι Έλληνες αστυνομικοί.
Οι αστυνομικοί είναι που δολοφονούνται από τρομοκρατικές οργανώσεις, υβρίζονται και λοιδορούνται ασυστόλως, δέχονται επιθέσεις με επικίνδυνες βόμβες μολότωφ, τραυματίζονται και συχνά καταλήγουν στα νοσοκομεία.

Στην πρωτοφανή αυτή εκστρατεία πρωτοστατεί, μεταξύ των άλλων, και ο ΣΥΡΙΖΑ γι’αυτό και στην ουσία είναι ηθικός αυτουργός των τελευταίων δολοφονικών επιθέσεων κατά των Ελλήνων αστυνομικών. Και βέβαια λέγοντας ΣΥΡΙΖΑ δεν εννοούμε τα απλά στελέχη, τα μέλη και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ που στη συντριπτική πλειοψηφία είναι φιλήσυχοι πολίτες, απεχθάνονται τη βία πλην όμως δεν γνωρίζουν το πραγματικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γνωρίζουν ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ο σκληρός κομματικός πυρήνας, αποτελείται από φανατικούς κομμουνιστές, γνήσιους ιδεολογικούς απογόνους των Λένιν, Στάλιν, Μάο, ιδεολογικά παιδιά των Σιάντου, Ιωαννίδη και Ζαχαριάδη.

Σταθερός και αμετακίνητος στόχος του Τσίπρα και της παρέας του είναι η δια παντός μέσου κατάληψη της εξουσίας και η εγκαθίδρυση στυγνού μονοκομματικού καθεστώτος, όρος απαράβατος για «την συντριβή του καπιταλισμού και τον θρίαμβο του σοσιαλισμού».

Με τα δεδομένα αυτά καταδεικνύεται πόσο αφελής και αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός ορισμένων πολιτικών ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μεταλλαχθεί, να γίνει ένα γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όσο αφελής και αβάσιμη είναι η προσδοκία ότι ο λύκος μπορεί να μεταλλαχθεί και να γίνει αρνάκι…
Καθίσταται επίσης σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται ποτέ να συναινέσει προκειμένου να λυθούν από κοινού όχι μόνο τα μεγάλα αλλά και τα πιο μικρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Εγκλωβισμένος μέσα στα ιδεολογικά και πολιτικά του αδιέξοδα, θα επιχειρεί πάντα να δημιουργεί επικίνδυνες και εκρηκτικές καταστάσεις, σύμφωνα με τη δοκιμασμένη συνταγή «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση»…

Για ένα απροσδιόριστο διάστημα θα συνεχίσει να παρεμβάλει εμπόδια στην ομαλή πολιτική ζωή και στην πρόοδο της χώρας ώσπου θα φτάσει η μοιραία στιγμή, μοιραία για όλα τα ΚΚ σε όλες τις χώρες του κόσμου, η στιγμή της διάσπασης και της περιθωριοποίησης.

Καταδεικνύεται επίσης πόσο αβάσιμος και ανιστόρητος είναι ο ισχυρισμός ορισμένων πολιτικών ότι η χώρα μας οδηγείται σε νέο διχασμό. Κανένα διχασμό δεν μπορεί να προκαλέσει ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις πρόθυμες να τον ακολουθήσουν σε μια διχαστική πορεία.
Οι δημοκρατικές δυνάμεις στη χώρα μας είναι πανίσχυρες και μπορούν να καταστούν ακατανίκητες, αρκεί να πορευθούν με σύνεση, τόλμη και αποφασιστικότητα.

Οι τρεις αυτές λέξεις με φέρνουν πίσω στο αρχικό ερώτημα, γιατί ο αρθρογράφος έμεινε στη μέση του δρόμου;
Πρέπει νομίζω να δεχθούμε ότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο δεν λείπει η σύνεση, όσον αφορά όμως την τόλμη και την αποφασιστικότητα, είναι προφανές ότι υπάρχουν διιστάμενες απόψεις. Αμήχανος ο αρθρογράφος ενώ καταγράφει την άποψή του αποφεύγει και να την στηρίξει. Δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει στον αναγνώστη γιατί ένας θεμελιώδης νόμος της πολιτείας δεν μπορεί να επιβληθεί, εν ανάγκη, και δια της βίας. Δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει γιατί σε μια δημοκρατική χώρα μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει βία, ως έχει δικαίωμα και υποχρέωση, προκειμένου να προστατεύσει την υγεία και τη ζωή των πολιτών.

Δεν προτείνω βέβαια συλλήψεις, δίκες και καταδίκες. Νομίζω ότι υπάρχει πιο ήπιος και αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να επιβληθεί το κράτος του νόμου. Να οριστούν βαρύτατα πρόστιμα στα κόμματα, τις οργανώσεις και τις συλλογικότητες που εν μέσω πανδημίας καλούν και παροτρύνουν τους πολίτες να μετάσχουν σε απαγορευμένες πορείες και διαδηλώσεις.
Δεν γνωρίζω αν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να εφαρμόσει το μέτρο αυτό. Αν όχι, προτείνω αύριο κιόλας να κατατεθεί στη Βουλή και να ψηφιστεί νόμος που θα προβλέπει την αναγκαστική είσπραξη βαρύτατων προστίμων προς όσους παραβιάζουν το νόμο για την προστασία της δημόσιας υγείας.

Ειδικότερα για τα κόμματα που τυχόν αρνηθούν να καταβάλλουν το πρόστιμο, θα προβλέπεται η παρακράτηση του 50% της βουλευτικής αποζημίωσης όλων των βουλευτών του κόμματος, μέχρι την εξόφληση όλου του προστίμου. Το οποίο θα πρέπει να είναι πράγματι βαρύ. Είμαι βέβαιος ότι αμέσως με την ψήφιση του νόμου θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους τόσο η «στοιχειώδης κοινωνική συνείδηση», όσο και η «υπευθυνότητα»…

Θα ήθελα καταλήγοντας να αναφερθώ στην απεργία Κουφοντίνα. Είναι φανερό ότι πρόκειται για καθαρά πολιτικό θέμα που δεν έχει καμιά σχέση με ανθρώπινα δικαιώματα, με ανθρώπινη μεταχείριση του κρατουμένου και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Ο Τσίπρας και οι παρατρεχάμενοι χρησιμοποιούν αδίστακτα τον Κουφοντίνα ελπίζοντας να δημιουργήσουν δισεπίλυτο πρόβλημα για την κυβέρνηση και να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.

Πάντως, στην περίπτωση του Κουφοντίνα υπάρχει ένα αναπάντητο ερώτημα: Γιατί ο Κουφοντίνας δέχεται να τον χρησιμοποιούν τόσο κυνικά και αδίστακτα ο Τσίπρας και η παρέα του;
Την απάντηση τη δίνει ίσως η ιστορία του.
Ο Κουφοντίνας, αυτός ο αγέρωχος και ασυμβίβαστος «επαναστάτης», αυτός που στέκεται αλύγιστος μπροστά σε κάθε δοκιμασία, δεν είναι τόσο αγέρωχος και ασυμβίβαστος όσο θέλει να φαίνεται.
Όταν συνελήφθησαν τα άλλα μέλη της «17 Νοέμβρη», όταν έμεινε μόνος και έρημος, πήγε και παραδόθηκε μόνος του. Αντί να συνεχίσει έστω και μόνος τον αγώνα, όπως θα έκανε κάθε πραγματικός και ασυμβίβαστος «αγωνιστής», παρουσιάστηκε ένα ωραίο πρωινό στην αστυνομία και δήλωσε στους εμβρόντητους αστυνομικούς, είμαι ο Κουφοντίνας, πιάστε με!
Ίσως τώρα με την πολυήμερη απεργία πείνας που έκανε, προσπάθησε να ξεπλύνει την έσχατη αυτή πράξη αυτοεξευτελισμού και δειλίας.

Από σαλεμένους ανθρώπους όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς…
*Ο 93χρονος σήμερα Φιλάρετος (Τάκης) Λαζαρίδης είναι Έλληνας συγγραφέας και αντιστασιακός. Υπήρξε μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κατά τη περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τον Νοέμβριο του 1951 συνελήφθη από τις αρχές ως μέλος παράνομου δικτύου του ΚΚΕ και στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκε σε θάνατο, ωστόσο η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Αποφυλακίστηκε το 1966 και το 1975 αποχώρησε από το ΚΚΕ αποκηρύσσοντας τη στρατηγική και τους στόχους του, γεγονός το οποίο έλαβε έντονη κάλυψη. Είναι γνωστός για το βιβλίο του «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι», στο οποίο ασκεί αυτοκριτική στην πορεία του μέσα στο ΚΚΕ και ειδικά στην περίοδο 1944-1952 για την οποία αναφέρει: «Αν είχαμε πάρει την εξουσία στον Εμφύλιο εμείς οι αριστεροί, η χώρα μας, η πατρίδα μας, θα είχε μετατραπεί σε δεύτερη Αλβανία».

Πηγή: iefimerida.gr