Γιάννης Διακογιάννης (1931 – 2022): Οι περιγραφές του σε αθλητικούς αγώνες και γιατί διαφέρει από άλλους Έλληνες σπορτκάστερ
Τις περισσότερες φορές θυμόμαστε το παρελθόν πολύ καλύτερο απ’ ό,τι υπήρξε. Το ίδιο και τους πρωταγωνιστές του. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει το παρελθόν να φαίνεται ωραίο και τους πρωταγωνιστές του να φαντάζουν μοναδικοί είναι το ότι στο παρελθόν ήμασταν νεότεροι. Κατά τα άλλα, οι περισσότεροι και τα περισσότερα από αυτά που νοσταλγικά θυμόμαστε θα μας φαίνονταν αδιάφορα ή ακόμα και ανυπόφορα εάν με κάποιο μαγικό τρόπο επέστρεφαν στις ζωές μας. Το ίδιο ισχύει για τους σπουδαίους του παρελθόντος της τηλεόρασης. Δεν ήταν καλοί. Ήταν απλώς οι πρώτοι που είδαμε ή ακούσαμε.
Ο Διακογιάννης ήταν (και παραμένει ακόμα και μετά τον θάνατό του) ο κορυφαίος Έλληνας σπορτκάστερ χωρίς να φαίνεται πουθενά ο δεύτερος. Φυσικά ήταν πολύ περισσότερα από αυτό αλλά νομίζω πως οι πιο πολλοί θα τον θυμόμαστε ως τον (πιθανότατα μοναδικό) άνθρωπο που όταν περιέγραφε ένα ποδοσφαιρικό ματς ή κάποιο αγώνισμα του στίβου ήθελες να δυναμώσεις και όχι να χαμηλώσεις την ένταση του ήχου της τηλεόρασης.
Ήταν καλλιεργημένος. Δηλαδή, εκτός από τις αθλητικές γνώσεις, είχε διευριμένο γνωστικό πεδίο και ταυτοχρόνως είχε την ικανότητα να επεξεργάζεται τις γνώσεις του αυτές και να τις μεταφέρει στην περιγραφή ενός αγώνα χωρίς ποτέ να μοιάζει ότι έκανε επίδειξη. Ό,τι έλεγε ήταν σχετικό με το θέαμα και απλώς πρόσθετε κάτι παραπάνω στην απόλαυση της παρακολούθησης.
Καταλάβαινε τα σπορ. Είχε δει πολλή μπάλα, είχε δει πολύ στίβο και η περιγραφή του ήταν αυτή ενός φιλάθλου με εμπειρία και όχι ενός άσχετου με την ουσία δημοσιογράφου που πασχίζει να κάνει εντύπωση με τις φωνές του, με εντελώς άσχετες και αδιάφορες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις ή με λατινικούρες και κακοποιημένες λόγιες εκφράσεις.
Πηγή: athensvoice.gr