Του Δημήτρη Κούρκουλα
Έχουν πλέον καταντήσει μονότονα στερεότυπες οι επικρίσεις εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καθυστέρηση της ενταξιακής διαδικασίας των Δυτικών Βαλκανίων. Είναι γεγονός ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης, επί ελληνικής Προεδρίας το 2003, και στην ιστορική διάσκεψη κορυφής ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων, η ΕΕ με την Ελλάδα πρωτοστατούσα, είχε θέσει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής προοπτικής της περιοχής.
Σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά τη Θεσσαλονίκη, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων περιμένουν ανυπόμονα στον προθάλαμο της ένταξης. Η προφανής απογοήτευση που έχει προκληθεί στους βαλκάνιους γείτονές μας συνοδεύεται πολύ συχνά από τύψεις και αισθήματα ενοχής στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο. Η επωδός για τις ευρωπαϊκές «ευθύνες» συνοδεύουν ανελλιπώς τις διεθνοπολιτικές αναλύσεις.
Συχνά μάλιστα αυτοί που «κατηγορούν» την ΕΕ για την καθυστέρηση είναι οι ίδιοι που επικρίνουν τη «βεβιασμένη» κατά τη γνώμη τους διεύρυνση προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Στην πραγματικότητα οι λόγοι που δεν έχουν επιτρέψει της ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων είναι περίπλοκοι και δεν μπορούν να αναλυθούν με όρους μονομερούς καταμερισμού ευθύνης. Από το 2007, όταν ολοκληρώθηκε η τελευταία διεύρυνση με την ένταξη δύο βαλκανικών χωρών, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, η ΕΕ αντιμετώπισε πρωτόγνωρες προκλήσεις ξεκινώντας με την κρίση της ευρωζώνης, την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας, την πανδημία του κορωνοϊού μέχρι τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση. Οι αλλεπάλληλες αυτές κρίσεις δεν άφησαν πολλά περιθώρια για να προχωρήσουν οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ, ώστε η ευρωπαϊκή ενοποίηση να παραμείνει ένα βιώσιμο εγχείρημα.
Αλλά και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους και κάτω από τις ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες, δεν μπόρεσαν να επιδείξουν την αναγκαία προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις, τον εκδημοκρατισμό και την εδραίωση του κράτους δικαίου που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ένταξη. Ενας άλλος σοβαρός παράγοντας καθυστέρησης ήταν οι διμερείς εκκρεμότητες και αντιπαλότητες είτε ανάμεσα στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είτε ανάμεσα σε αυτές και ορισμένα κράτη-μέλη.
Το νέο γεωπολιτικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιτάσσει την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής πορείας της περιοχής, ώστε να εδραιωθεί η σταθερότητα και να αποτραπούν οι όποιες ρωσικές φιλοδοξίες.
Υπό αυτό το πρίσμα η Σύνοδος Κορυφής της διαδικασίας του Βερολίνου για τα Δυτικά Βαλκάνια που συνέρχεται στη γερμανική πρωτεύουσα και στην οποία συμμετέχει ο έλληνας Πρωθυπουργός και η προγραμματισμένη συνάντηση κορυφής ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων που θα γίνει στις 6 Δεκεμβρίου στα Τίρανα αποτελούν πρώτης τάξεως ευκαιρίες για επανεκκίνηση των σχέσεων και για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων που θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην περιοχή. Για πολλές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων οι επιπτώσεις του πολέμου είναι ακόμα πιο επώδυνες απ’ ό,τι στα κράτη-μέλη.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες θα έχουν επίσης την ευκαιρία να υπογραμμίσουν την ανάγκη στενότερης συνεργασίας για την αποτροπή της εισόδου παράτυπων μεταναστών, καθώς τους τελευταίους μήνες παρατηρείται αλματώδης αύξηση των παράτυπων εισόδων μεταναστών μέσω του διαδρόμου των Δυτικών Βαλκανίων. Θα δοθεί επίσης η ευκαιρία να γίνουν έντονες συστάσεις, ιδίως στη Σερβία, προκειμένου να ευθυγραμμισθεί με την ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Ρωσίας αν θέλει να διατηρήσει ζωντανό τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.
Η εκτόξευση αλληλοκατηγοριών για τις ευθύνες της καθυστέρησης της ενταξιακής διαδικασίας δεν θα πρέπει να σκιάσει την επείγουσα ανάγκη για αποφάσεις που θα διευκολύνουν και θα επιταχύνουν τη σταθερότητα, την ευρωπαϊκή πορεία και τελικά την ένταξη των χωρών αυτών.