Του Βασίλη Κοντογιαννόπουλου
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Η αποκατάσταση της ιεραρχίας και η ενίσχυση της διεύθυνσης στη δημόσια εκπαίδευση. Η αποκέντρωση και η διεύρυνση της αυτονομίας και ελευθερίας των σχολικών μονάδων. Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου του ενός βιβλίου με την καθιέρωση του πολλαπλού βιβλίου. Οι διαγνωστικές εξετάσεις σε δημοτικό και γυμνάσιο. Η τράπεζα θεμάτων στο Λύκειο. Συνιστούν εμβόλια ποιότητας σε ένα απαξιωμένο και αποτελματωμένο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Η αξιολόγηση αποτελεί την πεμπτουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Καταργήθηκε από το λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ με τα νομοθετήματα της περιόδου 1981-82, καθ ’υπαγόρευση των συνδικαλιστών. Ξανακαταργήθηκε με τη «ριμέικ» νομοθεσία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τη θεσμοθέτησαν χωρίς όμως να την εφαρμόσουν. Αιτία, οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών όλων των αποχρώσεων. Η επαναφορά της αξιολόγησης καταρρίπτει ένα ταμπού του εκπαιδευτικού λαϊκισμού που έχει προκαλέσει ανήκεστη βλάβη στη δημόσια εκπαίδευση.
Η επαναφορά των σχολικών συμβούλων με αυξημένες αρμοδιότητες και η ενίσχυση της θέσης των Διευθυντών των σχολείων, αποκαθιστούν την ιεραρχία στη δημόσια εκπαίδευση. Ο αποκλεισμός των συνδικαλιστών από τα υπηρεσιακά συμβούλια που αποφασίζουν για τα στελέχη της εκπαίδευσης, απελευθερώνει το εκπαιδευτικό σύστημα από τον αποπνικτικό συνδικαλιστικό εναγκαλισμό. Η αποδυνάμωση της παντοδυναμίας των κομματικών συνδικαλιστών, ενδυναμώνει τον αφοσιωμένο στο λειτούργημα του εκπαιδευτικό, προς όφελος των μαθητών.
Η διεύρυνση των περιθωρίων αυτονομίας και ελευθερίας των δημόσιων σχολείων, επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να ξεδιπλώσουν πρωτοβουλίες και δημιουργικότητα. Σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα έχει το πιο συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό, οι χώρες με υψηλές βαθμολογίες στο διαγωνισμό ΠΙΤΑ έχουν αποκεντρωμένα εκπαιδευτικά συστήματα, ενώ διαπιστώνει άμεση σχέση μαθητικών επιδόσεων και αποκέντρωσης.
Τα μέτρα που προβλέπει το νομοσχέδιο, όπως και τα μέτρα που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, από την επανίδρυση και διεύρυνση του αριθμού των προτύπων και πειραματικών σχολείων, τη θέσπιση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια, μέχρι και τη δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας, για τα μεγάλα πανεπιστήμια που έχουν καταστεί έρμαια συμμοριών βίας και ανομίας με πολιτική κάλυψη της Αριστεράς, αποτελούν αναγκαία βήματα προς την εκπαιδευτική κανονικότητα. Είναι επιτέλους η στιγμή να αποκτήσει η Ελλάδα κανονικά σχολεία και πανεπιστήμια που να υπηρετούν τις ανάγκες της χώρας, της κοινωνίας και προπαντός της νεολαίας. Όχι σχολεία και πανεπιστήμια στην υπηρεσία κομμάτων και συντεχνιών σε βάρος του συμφέροντος μαθητών και σπουδαστών.
Έχω βιώσει την περιπέτεια της Παιδείας σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Δεν έχω κουραστεί να επαναλαμβάνω ότι το πρόβλημα της παιδείας είναι πρωτίστως πρόβλημα πολιτικό. Η δημόσια εκπαίδευση έγινε αντικείμενο της πιο αδίστακτης δημαγωγίας και θύμα της πιο βάναυσης κομματικής επέλασης. Οι διαχρονικές και παγκόσμιες εκπαιδευτικές αξίες, αριστεία, αξιοκρατία, άμιλλα, πυλώνες της κοινωνικής προόδου, εξοβελίστηκαν από κομματικές σκοπιμότητες και συντεχνιακά συμφέροντα.
Ο στόχος της Αριστεράς της Μεταπολίτευσης να αλώσει τη δημόσια εκπαίδευση κατέληξε σε μπούμερανγκ. Σε πολιτικό επίπεδο, η νεολαία που πρόσκειται στη φιλελεύθερη παράταξη, από μειοψηφία του 10% τα πρώτα χρόνια, έγινε κυρίαρχη δύναμη στον χώρο των πανεπιστημίων. Αριστερά που δε συγκινεί τους νέους, υποδηλώνει την παρακμή της. Σε εκπαιδευτικό επίπεδο η Αριστερά αποδεικνύεται χορηγός της ιδιωτικής εκπαίδευσης που υποτίθεται ότι αντιμάχεται. Σε κοινωνικό επίπεδο ζημιώνει τα παιδιά των ασθενέστερων οικονομικά λαϊκών στρωμάτων, που αδυνατούν να προσφύγουν στις δαπανηρές ιδιωτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες, υπέρ των οποίων προσποιείται ότι αγωνίζεται.
Το κομματικό-συντεχνιακό μπλοκ της άρνησης και της οπισθοδρόμησης, απορρίπτει συλλήβδην το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ως «επιτομή ανισότητας και ταξικών διακρίσεων». Υπεραμύνεται της «αριστερής πραγματικότητας». Της ισοπέδωσης και των υποβαθμισμένων πτυχίων, χωρίς αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Τις συνέπειες των «αγώνων» της Αριστεράς αποκαλύπτει έρευνα της ΓΣΕΕ του 2020. Σύμφωνα με αυτή, το 23.9% των σπουδαστών των μεταλυκειακών ΙΕΚ ήταν πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΤΕΙ. Το 4.8% ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου. Το 39% του συνόλου των ανέργων ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Η δημόσια εκπαίδευση λειτουργούσε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ως ο σημαντικότερος ανελκυστήρας κοινωνικής ανέλιξης. Μοναδικό εφόδιο για τα παιδιά, όλων των κοινωνικών ομάδων, ιδιαίτερα των αγροτών και των λαϊκών στρωμάτων, ήταν η επένδυση στη γνώση. Κατεκτάτο με αφοσίωση στις σπουδές και σκληρή προσπάθεια με στερήσεις και ξενύχτια. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ο ανελκυστήρας της κοινωνικής, και όχι μόνο, ανέλιξης, έγινε η επένδυση στα κομματικά ένσημα. Στους «κοινωνικούς» αγώνες με καταλήψεις και διαδηλώσεις. Η κρίση αξιών, που μαστίζει μεγάλο τμήμα της ελληνικής νεολαίας αλλά και της κοινωνίας, έχει τη ρίζα της στις παθογένειες του κομματικού συστήματος.
Σε ένα υγιές πολιτικό σύστημα, η μεταρρύθμιση της παιδείας θα έπρεπε να είναι προϊόν πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, προκειμένου να μακροημερεύσει και να αποδώσει καρπούς. Στα 47 χρόνια της Μεταπολίτευσης, συνέβη δύο φορές. Η μεταρρύθμισης Ράλλη – Παπανούτσου που υπερψηφίστηκε από την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση και η Μεταρρύθμιση Άννας Διαμαντοπούλου που υπερψηφίστηκε από 255 βουλευτές. Ισοπεδώθηκαν από την επέλαση του εκπαιδευτικού λαϊκισμού της Αριστεράς. Η αναζήτηση πολιτικής συναίνεσης από τη σημερινή αντιπολίτευση της μιζέριας και της εχθροπάθειας, αποτελεί ματαιοπονία.
Στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου κ. Δημ. Παπαλεξόπουλος τόνισε : «Η Ελλάδα χρειάζεται νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. Κι αυτό δε θα έρθει νομοτελειακά. Πρέπει να το κατακτήσουμε. Και δεν είναι μόνο θέμα διαθέσιμων πόρων. Χρειάζονται αλλαγές, τομές και ρήξεις». Αυτό που ισχύει για την οικονομία, ισχύει πολύ περισσότερο για την Παιδεία.
«Η μεγαλύτερη απειλή για τη Δημοκρατία είναι ο φόβος των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών. Έτσι όμως οι κοινωνίες αλλοτριώνονται και επέρχεται το τέλμα» προειδοποιεί ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ από το 1835 με το έργο του «Η δημοκρατία στην Αμερική».
Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επωμίζεται τη μεγάλη ευθύνη να βγάλει τη χώρα από το τέλμα. Μεταρρυθμίσεις παντού. Στην οικονομία, το Κράτος, την παιδεία, την υγεία. Υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις :
- Η πολιτική βούληση του Πρωθυπουργού
- Τα δείγματα ωριμότητας μεγάλου μέρους της κοινωνίας έπειτα από τη διπλή κρίση, οικονομική και υγειονομική. Το αποδεικνύει η δημοσκοπική υπεροχή της Κυβέρνησης και η οριζόντια αποδοχή των πιο σημαντικών αποφάσεων της.
- Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στην αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις του μέλλοντος και τις δυνάμεις του χθες, τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και τις δυνάμεις του τέλματος και της ακινησίας, κάθε υπεύθυνος πολίτης, οφείλει να πάρει θέση και να αγωνισθεί.