Υπάρχει τέλος για την πανεπιστημιακή αλητεία;*… Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

24

Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

Η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ασφαλώς γνωρίζουν ότι, το 15% της κοινής γνώμης, που φέρεται να υποστηρίζει δημοσκοπικά τα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας ευρισκόμενα κόμματα, δεν είναι «ακροδεξιοί», «φασίστες» και «αντιδραστικοί», όπως, για τους δικούς της προφανείς λόγους, τους αποκαλεί η Αριστερά, αλλά, ίσως και κάποια, εκτός πραγματικότητας, στελέχη του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος…

Στην Ελλάδα, η λεγόμενη Ακροδεξιά δεν έχει ούτε συγκροτημένη μορφή, ούτε σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ούτε δυνατότητα δυναμικών κινητοποιήσεων, που να απειλούν την δημοκρατική νομιμότητα και την κοινωνική γαλήνη και ασφάλεια. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που διαπνέονται πραγματικά από ακραίες αντιδημοκρατικές θέσεις και διάθεση αντικοινωνικών ενεργειών.

Όσοι επιλέγουν τα συνήθως βραχύβια κόμματα, δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, είναι κατά κανόνα φιλήσυχοι πολίτες, περιστασιακοί ψηφοφόροι, οι οποίοι έχουν δυσαρεστηθεί από την κυβερνητική αντιμετώπιση φαινομένων, που ενοχλούν και διαταράσσουν την καθημερινότητά τους, την ομαλή διαβίωσή τους και προξενούν ανησυχία με τις βίαιες, αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές δράσεις τους.
Μια από αυτές τις δράσεις είναι αναμφίβολα η ανεξέλεγκτη βία, ο ωμός τραμπουκισμός και η ασύστολη ιδεολογική τρομοκρατία, που συνθέτουν το παγιωμένο και εδραιωμένο καθεστώς της προκλητικής και ανεμπόδιστης παραβατικότητας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας, καθ’ όλη την διάρκεια της Μεταπολίτευσης.

Τα πρόσφατα κρούσματα απροκάλυπτης βίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη Νομική Σχολή Αθηνών, όπου μερικοί κουκουλοφόροι αλήτες επέβαλαν την διεστραμμένη θέλησή τους και διέφυγαν ανενόχλητοι, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα συνηθισμένο επεισόδιο του αδιάκοπου και εφιαλτικού δράματος που εκτυλίσσεται, εδώ και πενήντα χρόνια στους χώρους της Ανωτάτης Παιδείας μας…

Ο μύθος του Πολυτεχνείου, τον οποίο επέβαλε η Αριστερά, χάρη στην ανοχή, την αδιαφορία, τον εφησυχασμό και την διστακτικότητα του αστικού χώρου, γέννησε και έναν άλλο «παράπλευρο» μύθο: τον μύθο της «χρυσής νεολαίας», για την οποία η Αριστερά δεν φείδεται λατρευτικών ύμνων. Είναι η «άδολη» και «υπερήφανη», νεολαία που «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της», «έχει οράματα και ιδανικά», «παλεύει και αντιστέκεται», «αγωνίζεται για δικαιοσύνη και ανθρωπιά», «δεν συμβιβάζεται με την διαφθορά και την σαπίλα» και «θέλει έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από αυτόν που ζούμε σήμερα». Μια νεολαία που επιδεικτικά την θαυμάζουν, την κολακεύουν και την «κανακεύουν» όλοι, όσοι την θεωρούν «αντίβαρο» για όλα τα δεινά, πραγματικά ή φανταστικά, που καταλογίζουν στο παρελθόν. Όχι γενικώς στο παρελθόν, αλλά μόνον σ’ αυτό που τους είναι μισητό, διότι η ιστορία του εκτυλίχθηκε διαφορετικά από τις προσδοκίες τους και τις ψευδαισθήσεις τους.

Όλως «περιέργως» αυτή τη νεολαία την βλέπουν «να ορθώνει το ανάστημά της» και να «μεγαλουργεί», όταν εκτοξεύει μολότοφ, όταν κτίζει τους καθηγητές μέσα στα γραφεία τους, όταν βρίζει την αστυνομία και όταν η «λογική», που κατευθύνει την ανατρεπτική συμπεριφορά της, είναι ένα καθολικό και κατηγορηματικό «ΑΝΤΙ», σε ο,τιδήποτε έχει σχέση με την νομιμότητα, την δημοσία τάξη και την κοινωνική γαλήνη.

Είναι, με απλά λόγια, η νεολαία την οποία, αυτοί που την εξυμνούν ως «ηρωική», «πρωτοπόρα» και «ασυμβίβαστη», στην πραγματικότητα, την θέλουν «ηρωική»» στα πεζοδρόμια και στις καταλήψεις, «πρωτοπόρα» στις κινητοποιήσεις κατά του «συστήματος», του «αστικού κράτους», της «αστυνομίας» και της «καταστολής» και «ασυμβίβαστη» στην αντίσταση κατά της νομιμότητας και στην ανατροπή των δημοκρατικών θεσμών, δηλαδή την θέλουν πλήρως υποταγμένη στους δικούς τους ιδεολογικούς καταναγκασμούς και στις σκοπιμότητες των δικών τους επιδιώξεων. Με ακόμη απλούστερα λόγια, είναι η νεολαία που κραυγάζει με πάθος «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και βρίσκει ηδονική ικανοποίηση στη λάμψη των μολότοφ και στην θέα νεκρών ή πληγωμένων αστυνομικών…

Η νεολαία, με αυτή την συγκεκριμένη μορφή και με αυτά τα χαρακτηριστικά, υπηρετεί τυφλά τον μηδενισμό, τον αρνητισμό και την έναντι των πάντων αντίδραση, με την σκέψη της υποταγμένη στην ονείρωξη της ανατροπής, της καταστροφής και της επανάστασης. Και δεν είναι μόνον η ηλικιακή ανωριμότητα και η εύλογη άγνοια του ευρύτερου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, που εξηγούν αυτή την στάση. Ούτε η ασφάλεια και η ανία, που προκαλεί σ’ ένα τμήμα αυτής της νεολαίας, η βεβαιότητα πως έχει οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές «πλάτες», ικανές να καλύψουν τα πιθανά παραστρατήματά της…

Είναι κυρίως η εύκολη αναδοχή του «ηγετικού» και, ως εκ τούτου, συναρπαστικού ρόλου, που της επιφυλάσσει η Αριστερά, όταν, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τον άγουρο ιδεαλισμό, τον αφελή ενθουσιασμό και τον έμφυτο παρορμητισμό των νέων, «αναθέτει» σ’ αυτούς την ύψιστη «ευθύνη» της ανατροπής του «συστήματος», την απαλλαγή της κοινωνίας από τους «εχθρούς» της, την «οικοδόμηση» του μέλλοντος και την «διαμόρφωση» της ιστορίας…

Αυτή την νεολαία την γνωρίσαμε, σε όλη της την παρακμιακή «μεγαλοπρέπεια», στα σύγχρονα «Δεκεμβριανά», όπως θέλει να αποκαλεί η «προοδευτική» Αριστερά τα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Αν η αντίδραση της νεολαίας, που κόντεψε να εκθεμελιώσει την Αθήνα, ήταν ειλικρινής, ως φυσιολογικός ξεσηκωμός για τον «άδικο χαμό ενός παιδιού», τότε τα ίδια θα έπρεπε να έχουν συμβεί και όταν ο Κουφοντίνας αφαίρεσε την ζωή ενός «άλλου» παιδιού, του Θάνου Αξαρλιάν. Η ηλικιακή διαφορά των 5 ετών (20 ήταν ο Θάνος, 15 ο Αλέξης…) δεν καθιστά τον ένα θάνατο «στυγερό έγκλημα» και τον άλλο «παράπλευρη απώλεια»…

Τελικά, αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της νεολαίας που υπηρετεί, ηθελημένα ή αθέλητα, την Αριστερά και της νεολαίας για την οποία αδιαφορεί η Αριστερά, διότι, απλούστατα, δεν εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς της…

Δίπλα σ’ αυτή τη νεολαία, την οποία σύμπασα η Αριστερά χαρακτηρίζει «προοδευτική» και «ελπιδοφόρα», υπάρχει, ως ευεργετική δύναμη προστασίας και συνενοχής, μια μερίδα του καθηγητικού κατεστημένου, που, για τους δικούς του λόγους, ανέχεται, ευνοεί ή υποθάλπει την βία και την τρομοκρατία ενός των ΑΕΙ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολιτευτική εικόνα των ΑΕΙ της χώρας μας θα ήταν εντελώς διαφορετική και θα μπορούσε (διότι δεν λείπει η επιστημονική συγκρότηση, η ερευνητική ικανότητα και η διδακτική αξιοσύνη) να συναγωνίζεται την ποιότητα και το κύρος των καλυτέρων πανεπιστημίων της υφηλίου, αν οι λεγόμενοι «ακαδημαϊκοί δάσκαλοι», οι πανεπιστημιακοί καθηγητές όλων των βαθμίδων, είχαν, συνολικά θεωρούμενοι, την επιβαλλόμενη συνείδηση της αποστολής τους και των ευθυνών τους έναντι των νέων, αλλά και έναντι της Πολιτείας.

Όμως, στο ελληνικό πανεπιστήμιο, καθ’ όλη την διάρκεια της Μεταπολίτευσης, υπάρχουν τρείς (3) κατηγορίες πανεπιστημιακών, στους οποίους κάθε άλλο παρά αρμόζει ο τίτλος του ακαδημαϊκού δασκάλου:
Στην πρώτη ανήκουν οι «περιδεείς»: Εκείνοι που έχουν υποκύψει στην τρομοκρατία την οποία έχει επιβάλει με την βία στους πανεπιστημιακούς χώρους η ποικιλόμορφη Αριστερά, έναντι όλων όσοι αντιστρατεύονται τα δόγματά της, τις επιδιώξεις της και τις μεθοδεύσεις της. Διακατεχόμενοι από δειλία και φόβο, έχουν, έστω και ασυναίσθητα, συμβιβασθεί πλήρως με την κρατούσα διαρκή κατάσταση παραβατικότητας… Επειδή, κατά βάση, ενδιαφέρονται μόνον για την διατήρηση των επαγγελματικών κεκτημένων τους, προτιμούν να σιωπούν και να παραβλέπουν την κυρίαρχη ανομία, υποτάσσονται με δέος σε κάθε αυταρχική επίδειξη «δύναμης» και «επιβολής» του λεγόμενου «ρωμαλέου» φοιτητικού κινήματος (κατά την έκφραση-20.06.2017-του «αλήστου μνήμης» Γαβρόγλου, υπουργού Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ…) και αποφεύγουν κάθε εκδήλωση αντίδρασης, ακόμη και στις κραυγαλέες περιπτώσεις όπου θίγονται, προκλητικά και ξεδιάντροπα, η επιστημονική τους ταυτότητα, το ακαδημαϊκό τους κύρος και η προσωπική τους αξιοπρέπεια…

Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι «συμβιβασμένοι»: Εκείνοι δηλαδή που, όχι μόνον ανέχονται την τρομοκρατία των αριστερών μειοψηφιών, αλλά, επιθυμώντας να αποτρέψουν κάθε πιθανότητα δυναμικών εκδηλώσεων της αριστερόστροφης «δημοκρατικότητας», σε βάρος τους, επιδιώκουν να τα «έχουν καλά» με τις αντιδραστικές μειοψηφίες που κατατυραννούν την πανεπιστημιακή κοινότητα και, τελικά, καταλήγουν να «συνεργάζονται» μαζί τους, με αντάλλαγμα την «προστασία» τους και, συνεπώς, την διασφάλιση της επιστημονικής και επαγγελματικής τους ηρεμίας… Το λεγόμενο «δημοκρατικό 5», για τα «στουρνάρια» και τους αργόσχολους, που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα έβλεπαν πτυχίο ούτε στο ύπνο τους, η συμμετοχή σε εκδηλώσεις «πολιτισμού», που διοργανώνουν οι ρέμπελοι των πανεπιστημίων για να διαδηλώσουν την επαναστατικότητά τους και τον αγώνα τους εναντίον του «κατεστημένου» και η πρόθυμη παραχώρηση πανεπιστημιακών χώρων για την μετατροπή τους σε «στέκια», όπου η οσμή του μπάφου διευκολύνει την παρασκευή των μολότοφ, είναι η υστερόβουλη συνεισφορά κάποιων πανεπιστημιακών που, με αυτό τον τρόπο, «κατοχυρώνουν» την «εκτίμηση» και τον «σεβασμό» εκείνων που, στην πραγματικότητα, φοβούνται μήπως τους κατατάξουν στους εχθρούς τους… Ενώ ταυτόχρονα, καλλιεργούν και την δημόσια εικόνα τους μέσα στους κύκλους της «προοδευτικής» διανόησης…

Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι «επαναστάτες»: Είναι αυτοί που την επιστημονική τους οντότητα υπερκαλύπτει ο διακαής πόθος για την πραγμάτωση των φαντασιώσεων του Μαρξ και του Λένιν, η αγωνιστική φλόγα για την εξαφάνιση της αστικής τάξης και η αβάστακτη λαχτάρα να δουν το προλεταριάτο να θριαμβεύει στην πάλη του με τις αντιδραστικές δυνάμεις του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών της Δύσεως… Ένα προλεταριάτο το οποίο, βέβαια, δεν «θα κάνει του κεφαλιού του», αλλά, σύμφωνα με τις διδαχές του Λένιν, θα εκπροσωπείται αναγκαστικά και χωρίς να ερωτάται, από τους ίδιους, που ως πνευματική ηγεσία, η οποία γνωρίζει άριστα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, θα στρογγυλοκαθίσει στην εξουσία των ονείρων της… Την οποία και θα απολαμβάνει πλουσιοπάροχα, στην υγεία των κορόιδων και των ηλιθίων, που εξακολουθούν να πιστεύουν αυτές τις χοντροκομμένες ανοησίες της λενινιστικής διδασκαλίας…

Είναι προφανές ότι, οι εν λόγω «επαναστάτες» είναι η πλέον αντιδραστική από τις τρεις προαναφερόμενες κατηγορίες των πανεπιστημιακών. Και τούτο διότι η ολοκληρωτική ιδεολογική τους συγκρότηση, η εμμονική προσήλωσή τους στις αναχρονιστικές ιδεοληψίες μιας αγκυλωμένης στον 19ο αιώνα και αποκομμένης από την σύγχρονη πραγματικότητα Αριστεράς και η συνακόλουθη συνειδητή αποστροφή τους προς την νομιμότητα, την τάξη και την ασφάλεια, συμπίπτει και συμβαδίζει συνειδητά με την «επαναστατική» δράση όλων εκείνων, που έχουν μετατρέψει το αποκαλούμενο πανεπιστημιακό άσυλο σε πεδίο έκφρασης πολυποίκιλης ιδεολογικής διαστροφής και αχαλίνωτης εγκληματικής συμπεριφοράς…

Απέναντι σ’ αυτόν τον όχλο –που άλλοτε τρομοκρατεί και άλλοτε δεν φαίνεται να ενοχλεί τους «περιδεείς» και τους «συμβιβασμένους» ταγούς της ανωτάτης παιδείας μας– βρίσκεται μια γενναία μειοψηφία καθηγητών, οι οποίοι τιμούν το λειτούργημά τους και αγωνίζονται να το ασκήσουν εν μέσω μυρίων δυσκολιών και κινδύνων, που απειλούν ακόμη και την σωματική τους ακεραιότητα, αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των πραγματικών φοιτητών που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να σπουδάσουν, όπως οι ίδιοι και οι οικογένειές τους επιθυμούν… Και οι οποίοι συχνά γίνονται θύματα της «επαναστατικής» μανίας εκείνων, που θεωρούν το πανεπιστήμιο «στάβλο», «αχούρι», ακόμη και «πεδίο βολής» των νοσηρών φαντασιώσεών τους…

Επομένως, το ζήτημα που τίθεται ευθέως στην κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι, εάν, επί τέλους, θα αποφασίσει, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ανασταλτικές υπαναχωρήσεις και ασυγχώρητη ευθυνοφοβία, να θέσει αμέσως, οριστικά και αμετάκλητα, τέλος στην ασύδοτη αλητεία αυτών που, περιπαικτικά για την συντριπτική ελληνική κοινωνία, επικαλούνται ανύπαρκτα δικαιώματα για να ασκούνται στην τρομοκρατία, στην βία και στην καταστροφή.

Η πολυετής στήριξη της ελληνικής κοινωνία προς τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη επιβάλλει, επί τέλους, άμεση, σαφή και κατηγορηματική απάντηση της πολιτείας σε όλες αυτές τις αθλιότητες, για τις οποίες απαιτείται μια και μόνη απόφαση, με δύο σκέλη: Αυστηρή, χωρίς εξαιρέσεις και αναστολές, επιβολή της νομιμότητας στους πανεπιστημιακούς χώρους και αυστηρός, παραδειγματικός ποινικός κλονισμός των κάθε είδους παραβιάσεών της.-

*Πολλές από τις σκέψεις του παρόντος προέρχονται από το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο: «Οι αριστερόστροφες ιδεοληψίες και οι μύθοι της Μεταπολίτευσης» (Εκδόσεις «Επίκεντρο»).