Του Γιώργου Σιακαντάρη*
Διαβάζοντας βιβλία
Αυτές τις μέρες οι εφημερίδες αλλά και οι βιβλιο-ιστότοποι γεμίζουν με προτάσεις για βιβλία που υποτίθεται μπορούμε να διαβάσουμε μέσα στο καλοκαίρι, όπου έχουμε ίσως περισσότερο χρόνο. Καλοδεχούμενες αυτές οι προτάσεις, αν και για να είμαστε καθαροί, αν κάποιος δεν διαβάζει τις άλλες εποχές, δεν διαβάζει ούτε το καλοκαίρι. Μην ξεχνάμε πως απ’ όλες τις έρευνες βγαίνει πως σχεδόν ένας στους δύο Ελληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο και περίπου άλλο ένα 40% διαβάζει από ένα έως τρία. Ο,τι γίνεται, γίνεται από το 10%. Εστω και έτσι όμως ας κάνουμε ό,τι έκανε και ο Ρουσό. Αυτός ήξερε πολύ καλά πως άνθρωποι σε φυσική κατάσταση, εντελώς ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, όπως τους παρουσίαζε στον Πρώτο Λόγο περί Ανισότητας και στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (Δεύτερος Λόγος), δεν υπήρχαν. Για να μιλήσει όμως για τον άνθρωπο στην «πολιτική κατάσταση» έπρεπε να «εφεύρει» μια υποθετική κατασκευή.
Ας «υποθέσουμε» λοιπόν έναν άνθρωπο που έχει πολλά βιβλία και τα διαβάζει. Οσο είναι νέος, δεν αμφιβάλλει πως θα τα διαβάσει όλα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η χαρά του για τα βιβλία που έχει, γίνεται μεγάλο άγχος για το πού θα χωρέσουν και πότε θα τα διαβάσει. Ας πούμε ότι από τα είκοσί του διαβάζει ογδόντα με εκατό βιβλία τον χρόνο και ας υποθέσουμε πως το προσδόκιμο ζωής του είναι ογδόντα χρόνια, παρόλο που ήδη κουβαλάει τις αρρώστιες του ρουσοϊκού «πολιτισμένου ανθρώπου». Με αυτό τον ρυθμό στα ογδόντα του θα έχει διαβάσει 5 με 6 χιλιάδες βιβλία. Τίποτα μπροστά σ’ αυτά που έχει. Βιβλία που αρχικά τοποθετούσε στις βιβλιοθήκες του, αλλά στη συνέχεια στρίμωξε στο πάτωμα, στα κομοδίνα, στην κουζίνα, στα σκαλιά και οπουδήποτε πλέον υπήρχε λίγος χώρος. Ο μόνος που δεν δυσκολεύεται είναι ο γάτος του που συνεχώς ανακαλύπτει νέους χώρους για εξερεύνηση. Αλλά αυτός βρίσκεται ακόμη στη «φυσική κατάσταση». Ο υποθετικός άνθρωπός μας συνειδητοποιεί από μια στιγμή και ύστερα πως ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα από τα μάτια και το μυαλό του. Οσο κυλά ο χρόνος και τα βιβλία προστίθενται συνειδητοποιεί τη θνητότητά του. Οσο και να διαβάζει, τα αδιάβαστα βιβλία του αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Οι βιβλιοθήκες είναι ο καλύτερος ληξίαρχός του. Αρχικά τοποθέτησε εκεί τα βιβλία που στη νιότη του θεωρούσε πιο σπουδαία. Ας υποθέσουμε αρχικά του Μαρξ και άλλων ανανεωτών του μαρξισμού, στη συνέχεια των διαφωτιστών, των κλασικών και σύγχρονων φιλελεύθερων, των κλασικών και σύγχρονων της κοινωνιολογίας και της πολιτικής σκέψης, των κλασικών της λογοτεχνίας αλλά και μυθιστοριογράφων και ποιητών των δύο τελευταίων αιώνων. Πίστευε πως αυτά τα βιβλία θα τα έχει πάντα σε περίοπτη θέση, ώστε ανά πάσα στιγμή να προσφεύγει σε αυτά και να τα συμβουλεύεται. Να υπερηφανεύεται που τα έχει διαβάσει. Ολα σε όρθια θέση ώστε να διακρίνονται καθαρά. Ας πούμε ότι τότε ήταν μεταξύ είκοσι και σαράντα ετών. Στη συνέχεια όμως απέκτησε όλο και περισσότερα ενδιαφέροντα, όλο και περισσότερα βιβλία. Αυτά πλέον μπαίνουν οριζόντια και κρύβουν τα παλιά. Δεν του κάνει η ψυχή να βγάλει κανένα από τις βιβλιοθήκες. Ούτε τα παλιά ούτε τα καινούργια. Ε, κάποια στιγμή τα αγαπημένα βιβλία της νιότης του σκεπάζονται εντελώς από τα νεότερα αγαπημένα. Του μένει μόνο να «θυμάται» πως από πίσω είναι οι παλιές «αγάπες».
Είναι πλέον μεταξύ σαράντα και εξήντα. Μετά τα εξήντα όμως συνειδητοποιεί αυτό που έλεγε ο υποδηματοποιός και χαρτιστής Τόμας Κούπερ. «Πίστευα ότι ήταν δυνατόν μέχρι τα είκοσι τέσσερα χρόνια μου να μάθω λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και γαλλικά, να καλύψω τον Ευκλείδη και τα στοιχειώδη της άλγεβρας, να αποστηθίσω ολόκληρο τον «Χαμένο Παράδεισο» και επτά από τα καλύτερα έργα του Σαίξπηρ, να διαβάσω μεγάλο, βασικό μέρος της ιστορίας και της θεολογίας και να εξοικειωθώ με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Απέτυχα οικτρά, αλλά στον δρόμο κέρδισα μεγάλη χαρά». Του μένει αυτό που έλεγε η Σαρλότ Ελίζαμπεθ Μπράουν, κόρη ενός φτωχού ιερέα, όταν στα επτά της διάβασε τον «Εμπορο της Βενετίας». «Ηπια ένα μεθυστικό κρασί που με ζάλισε για πολλά χρόνια».
Ο Ρουσό από τη δική του υπόθεση βγήκε πολύ ωφελημένος και μαζί με αυτόν και ο πολιτισμένος άνθρωπος, γιατί του κληροδότησε σπουδαία έργα. Στη δική μας υπόθεση ο άνθρωπός μας δεν μελαγχολεί και δεν απογοητεύεται που κυλούν τα χρόνια του. Τα βιβλία είναι οι φωτογράφοι της ψυχής του και οι βιβλιοθήκες οι ληξίαρχοί του. Ζωή με βιβλία δεν πάει ποτέ χαμένη. Να μια ακόμη ωραία υπόθεση. Είχε δίκιο ο Μπόρχες όταν έγραφε πως «η ανάγνωση είναι μια μορφή ευτυχίας». Να προσθέσω μόνο πως η ανάγνωση βιβλίων δίνει «πόντους» στον ανθρωπισμό μας για όσα χρόνια ζούμε. Αυτή ακόμη και στις φυλακές αλλάζει προς το καλύτερο τους ανθρώπους.
ΥΓ.: Θα έσκαγα, αν δεν σημείωνα εδώ πως αυτές τις μέρες εκτός των δοκιμίων που κατά καιρούς παρουσιάζω, διάβασα και τρία υπέροχα μυθιστορήματα – την «Υπόσχεση» του Ντέιμον Γκάλγκουτ (Διόπτρα, μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ), το «Στους δρόμους» του Συλβαίν Πρυντόμ (Στερέωμα, μετάφραση Εφη Κορομηλά) και το «Χρυσό παιδί» της Κλερ Ανταμ (Gutenberg, μετάφραση Δημήτρης Μαύρος). Καλές αναγνώσεις.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.
Πηγή: in.gr