Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η φαινομενικά ηπιότερη στάση της Ευρώπης απέναντι στο ελληνικό πρόβλημα ουσιαστικά σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αφεθεί στην τύχη της σε κάποια φάση της μνημονιακής της πορείας…
Πολύ σωστά ο Γ.Παλαιολόγος ανέφερε στην Καθημερινή της Κυριακής ότι «στις κύριες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και στις αγορές, υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία για ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης εντός των εβδομάδων που ακολουθούν». Επισημαίνει δε ότι κρίσιμο ρόλο στην αλλαγή του κλίματος έχει διαδραματίσει η όξυνση της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα, μετά το σφράγισμα του βαλκανικού διαδρόμου, παρά τις διακηρύξεις –με πιο πρόσφατη αυτήν του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ– ότι τα δύο θέματα δεν συνδέονται.
Για να στηρίξει την εκτίμησή του, ο αρθρογράφος τονίζει επίσης ότι το Βερολίνα κρατάει ηπιότερη στάση απέναντι στην Ελλάδα λόγω του προσφυγικού –γεγονός που αποτελεί εκτίμηση και του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών. Υπό αυτές τις συνθήκες, στο Παρίσι εκτιμούν ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί βρίσκονται κοντά σε ένα πακέτο που θα γίνει αποδεκτό από την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς υποχρέωση της τελευταίας να πραγματοποιήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις.
Υπογραμμίζεται, ωστόσο, στην Καθημερινή ότι η υποτιθέμενη ηπιότερη διάθεση προς την Αθήνα ελέω προσφυγικού δεν επεκτείνεται και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι πολιτικοί υπολογισμοί και περιορισμοί του οποίου είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς των χωρών της ευρωζώνης. Με αυτό ως δεδομένο, έχει επανέλθει στην συζήτηση το ενδεχόμενο το Ταμείο –που επιμένει σε υψηλότερο δημοσιονομικό κενό σε σχέση με τους Ευρωπαίους, σε επώδυνες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και είναι πιο απαισιόδοξο για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων μέτρων– να μην προσυπογράψει πλήρως την τρέχουσα αξιολόγηση.
Παρόλα αυτά, στελέχη του ΔΝΤ έχουν επισημάνει σε διάφορα μέσα μαζικής επικοινωνίας ότι η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την επίσημη συμμετοχή του Ταμείου, αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να αποδεχθούν έναν συμβιβασμό στο ζήτημα των συντάξεων –π.χ. με μεταρρυθμίσεις που αποδίδουν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου– και να τελειώνουν με την τρέχουσα διαπραγμάτευση.
Σύμφωνα με δηλώσεις στην Καθημερινή του Ρόμπερτ Καν, senior fellow του Council on Foreign Relations και πρώην στέλεχος του Ταμείου, «το ΔΝΤ δεν θα επιχειρούσε να μπλοκάρει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης». Ωστόσο, ένας τέτοιος συμβιβασμός «θα επιδείνωνε την μακροπρόθεσμη προοπτική, οδηγώντας το ΔΝΤ να ζητήσει μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους, άρα μεγαλύτερη επιβάρυνση των Ευρωπαίων δανειστών».
Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται από την Καθημερινή, και όχι μόνον, στο επίπεδο αυτό είναι αν, μετά τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα στην Γερμανία, η αποδυναμωμένη πλέον Α.Μέρκελ έχει αρκετή δύναμη ώστε να πείσει την συντηρητική πτέρυγα του CDUνα εγκρίνει την αποδέσμευση δανείων προς την Ελλάδα χωρίς την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ. Οι σκληροπυρηνικοί των Χριστιανοδημοκρατών –εξόχως προβληματισμένοι, ούτως ή άλλως, από την πολιτική της καγκελαρίου στο προσφυγικό– δεν έχουν καμμία διάθεση να χρηματοδοτήσουν την Ελλάδα χωρίς την σφραγίδα έγκρισης του Ταμείου. Ιδιαίτερα, δεδομένης της πίεσης που ασκεί πλέον από τα δεξιά το AfD, το οποίο αντιτίθεται όχι μόνον στην ανοιχτή πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες αλλά και στην συνεχιζόμενη στήριξη της Ελλάδας.
Πέρα όμως από όσα προηγούνται, και τα οποία βεβαίως κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει, οι δικές μας έγκυρες πληροφορίες από τους θεσμούς λένε ότι οι δανειστές έχουν πεισθεί ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα από πλευράς μεταρρυθμίσεων και άρα η χώρα δεν θα μπορέσει ποτέ να μπει σε φάση ανάπτυξης.
Σύμβουλοι και καλοί γνώστες της ελληνικής οικονομίας, σε τεχνοκρατικό επίπεδο, επισημαίνουν στον Β.Σόϊμπλε ότι οι μακροοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά ευάλωτες, παρά τα οριζόντια μέτρα της τελευταίας πενταετίας. Οι δε διαρθρωτικές συνθήκες είναι τέτοιες, που η ελληνική οικονομία είναι αδύνατον να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, ιδιαιτέρως δε μεγάλου βεληνεκούς. «Ούτε οι ίδιοι οι Έλληνες δεν θέλουν να επενδύσουν», λένε οι Γερμανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι δεν βλέπουν πώς η χώρα θα μπορούσε έως το 2020 να προσελκύσει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεις που χρειάζεται για να περισώσει και να βελτιώσει το παραγωγικό της δυναμικό.
«Σε “λογιστικό” επίπεδο», επισημαίνει ο οικονομολόγος Δημήτρης Ιωάννου, και πολλοί άλλοι συμμερίζονται την θέση του, «αυτή η αρνητική επενδυτική κατάσταση μεταφράζεται στην αποδοχή του γεγονότος ότι δεν είναι δυνατόν ταχέως και σε βραχεία χρονική διάρκεια να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τέτοιο βαθμό ώστε η αύξηση να επιτρέψει, αφ’ ενός, την σταδιακή αλλά γρήγορη μείωση της ανεργίας σε “φυσιολογικά” ποσοστά (5%-6%) και, αφ’ ετέρου, τον περιορισμό του φαινομένου της εκτεταμένης και επεκτεινόμενης ένδειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης, καθώς και των δυσμενών επιπτώσεών τους στην πνευματική, ψυχική και βιολογική υγεία του πληθυσμού. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι, στην παρούσα ιστορική φάση και στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, κεντρική προσπάθεια της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες και άμεσες αλλαγές στην μακροοικονομική κατάσταση, αλλά και στην λειτουργική διάρθρωση της οικονομίας, ώστε οι υπάρχοντες διαθέσιμοι πόροι να κατευθυνθούν σε πιο αποδοτικές χρήσεις οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και την απομείωση της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας, που όχι μόνον είναι ενδημική στην παρούσα κρίση αλλά εν πολλοίς αποτελεί και την αιτία της εκδήλωσής της».
Πλην όμως, τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο και στον ευρύτερο πολιτικό χώρο, ουδείς ασχολείται με παρόμοια «ενοχλητικά» ζητήματα. Άρα, ας περιμένουμε να δούμε πότε και πώς θα εκδηλωθεί η ευρωπαϊκή «βαριεστημάρα» για μία χώρα που αρνείται να βλέπει, να ακούει και, κυρίως, να σκέπτεται.