Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Όλες οι δημοσκοπήσεις και οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι η πραγματική πολιτική και κοινωνική σύγκρουση στην χώρα μας είναι αυτή του χθες με το αύριο…
Στο χιονισμένο Νταβός, τον περασμένο Ιανουάριο, πολύς λόγος έγινε για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση –αυτήν της ψηφιακής εποχής. Πολύ αμφιβάλλουμε, όμως, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός πήρε χαμπάρι τις σχετικές συζητήσεις. Εξάλλου, δεν ήταν υποχρεωμένος, γιατί απλώς δεν τον ενδιαφέρουν άμεσα.
Οι σκοπιμότητες άσκησης και παραμονής στην εξουσία σε καμμία περίπτωση δεν είναι συμβατές με το αύριο και το μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, τα γεγονότα και οι εξελίξεις τρέχουν και σε κάποια στιγμή θα εισέλθουν ορμητικά και στην ζωή του «πιο έξυπνου λαού του κόσμου». Ας δούμε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα και τί μέλλει γενέσθαι.
Όταν οι γνώσεις στις οποίες έχει σήμερα πρόσβαση ο άνθρωπος διπλασιάζονται κάθε πέντε με έξι χρόνια, είναι σαφές ότι πολλοί από εμάς είμαστε οι αναλφάβητοι του αύριο. Αν δε στον γνωστικό αναλφαβητισμό προσθέσουμε και τον αντίστοιχο ψηφιακό, τότε η κατάσταση προσλαμβάνει δραματικές διαστάσεις. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα –το οποίο έχει έντονα αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα από κοινωνικής πλευράς και η αντιμετώπισή του δεν είναι ούτε απλή, αλλά ούτε και έχει άμεσο χαρακτήρα.
Υπό αυτή την έννοια, στην σημερινή ελληνική κοινωνία, και όχι μόνον σε αυτήν, υπάρχει ένα σοβαρότατο θέμα πολιτιστικού, οικονομικού και κοινωνικού δυϊσμού το οποίο προκαλεί σοβαρότατα ρήγματα στον κοινωνικό ιστό και, πιστεύουμε, στην ουσία αποτελεί και την πεμπτουσία της σημερινής κρίσης.
Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μία κρίση που υπερβαίνει τα παραδοσιακά μακροοικονομικά και μικροοικονομικά πλαίσια και επεκτείνεται στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχολογίας, άρα και συμπεριφοράς. Το γεγονός αυτό την κάνει πολύ πιο περίπλοκη και προσδίδει στην αντιμετώπισή της μεσο-μακροπρόθεσμο χαρακτήρα.
Από την άποψη αυτή, υπάρχουν στην χώρα μας ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που μιλούν από μόνα τους. Για παράδειγμα, ενώ η χρήση του Διαδικτύου γενικεύεται, στην Ελλάδα τέσσερις Έλληνες στους δέκα δεν το χρησιμοποιούν καθόλου. Επίσης, ένα 25% του ενεργού πληθυσμού δηλώνει ψηφιακά αναλφάβητο –γεγονός που συνεπάγεται ευρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις.
Στον εργασιακό χώρο, παρά την υψηλή ανεργία, ένα 20% των θέσεων εργασίας παραμένει κενό διότι δεν υπάρχουν στην χώρα άνθρωποι με τις απαραίτητες δεξιότητες για να τις καλύψουν. Είναι δε πολύ πιθανόν αυτοί που υπήρχαν να έχουν φύγει από την Ελλάδα αναζητώντας καλύτερη επαγγελματική τύχη εκτός αυτής.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), από τα 1.300.000 ανέργους, οι 300.000 περίπου είναι αδήλωτοι διότι προτιμούν να αναζητούν καλύτερη τύχη στην μαύρη αγορά εργασίας, φαινόμενο που έχει αρνητικές ασφαλιστικές επιπτώσεις. Επίσης, υπολογίζεται ότι ένα 40% από τους δηλωμένους ανέργους, ήτοι κάπου 320.000, επειδή είναι κατά κανόνα γόνοι ευκατάστατων οικογενειών, δεν «φλέγονται» να εργαστούν και αναζητούν τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Οι άνεργοι αυτοί έχουν καλό επίπεδο γνώσεων και σαφώς υπερτερούν έναντι μιας άλλης κατηγορίας νέων κυρίως ανέργων με ελάχιστες γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίοι στην ουσία είναι τα υποπροϊόντα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που παράγει …δημοσίους υπαλλήλους. Για να εκδικηθεί δε το «σύστημα», μεγάλο μέρος των παραπάνω ανέργων εμπλουτίζει τις τάξεις της Χρυσής Αυγής και εν μέρει της άκρας αριστεράς.
Σοβαρά προβλήματα επίσης αντιμετωπίζει και το αντιπαραγωγικό στην χώρα μας σύστημα της προσοδοθηρίας, το οποίο για μια μακρά περίοδο στηριζόταν στην φούσκα των ακινήτων και στις «προσόδους» που αποφέρουν συγκεκριμένες θέσεις στο Δημόσιο (ιατροί, μηχανικοί σε πολεοδομίες, τελωνειακοί και άλλοι).
Από πολιτικής πλευράς, οι πιο ευνοημένοι προσοδοθήρες στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα ότι τα ρολόγια στην Ελλάδα θα πάνε κάποτε προς τα πίσω. Παράλληλα, οι προσοδοθήρες εκδικούνται και το Κίνημα της «αλλαγής», το οποίο θεωρούν υπεύθυνο για τις όποιες απώλειες εσόδων έχουν.
Ωστόσο, απέναντι σε αυτή την Ελλάδα –την βαθύτατα αντιευρωπαϊκή και αντιδραστική– υπάρχουν και κάποιοι άλλοι Έλληνες που, παρά την κρίση, αγωνίζονται να βγουν από το τέλμα.
Πρόκειται για όλους αυτούς τους συμπατριώτες μας που δοκιμάζουν την τύχη τους ιδρύοντας νεοφυείς επιχειρήσεις, κυνηγούν ευκαιρίες εντός και εκτός Ελλάδας, καινοτομούν σε προϊόντα και υπηρεσίες, μορφώνονται και ενημερώνονται και, όντες ανήσυχοι, προσπαθούν όχι μόνον να καταλάβουν σε ποιον κόσμο ζουν σήμερα αλλά και σε ποιον θα κληθούν να επιβιώσουν αύριο.
Αν και μειοψηφία και με ισχυρά εμπόδια απέναντί τους, αυτοί οι Έλληνες, ενάντια στην γραφειοκρατία και την διαφθορά της, την ακινησία και τον σκοταδισμό της, και την απίστευτη ιδιοτέλεια των βολεμένων, αποτελούν στην σημερινή Ελλάδα την μοναδική της ελπίδα για το αύριο. Στην ουσία, αυτοί είναι που θα αντιπαρατεθούν στην άρνηση και στον σκοταδισμό. Θα τα καταφέρουν;