Με αυτό τον τρόπο, οι δημόσιες δαπάνες για R&D, που διαχρονικά ήταν πολύ χαμηλές στη χώρα μας, πλέον πλησιάζουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (0,68% του ΑΕΠ το 2019 έναντι 0,70% στην Ε.Ε.).
Ταυτόχρονα, όμως, οι δαπάνες για R&D από τον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ χαμηλές (0,59% του ΑΕΠ, έναντι 1,42% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε.). Σε έρευνα των ΣΕΒ/ΙΟΒΕ που έγινε σε 2.000 επιχειρήσεις το 2011-2013, μόλις μία στις επτά δήλωναν ότι έχουν κάποιας μορφής συνεργασία με πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο. Οι συνολικές δαπάνες για R&D στη χώρα μας ήταν 2,34 δισ. ευρώ για το 2019, δηλαδή 1,27% του ΑΕΠ, έναντι 2,14% στην Ε.Ε. Χώρες με παρόμοιο πληθυσμό όπως το Βέλγιο ή η Αυστρία δαπανούν πενταπλάσια ποσά (13,8 και 12,7 δισ. αντίστοιχα για το 2019).
Παράλληλα, οι Έλληνες ερευνητές μπορεί να παράγουν πολλές και πολύ υψηλού επιπέδου επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά η έρευνά τους οδηγεί σε ελάχιστες πατέντες. Στην Ελλάδα κατατίθενται μόνο 8,38 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατ. κατοίκους, την ώρα που μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 106,84.
Το ελληνικό σύστημα παραγωγής έρευνας, εξάλλου, είναι εξαιρετικά κλειστό και εσωστρεφές. Ελάχιστοι ξένοι ερευνητές έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα (μόλις το 1,4% των υποψήφιων διδακτόρων είναι από χώρες του εξωτερικού, έναντι 21,4% στην Ε.Ε.). Η αντίθετη πορεία, δε, είναι πολύ πιο συνηθισμένη. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι που εργάζονται στο R&D στην Ελλάδα υπολογίζονται μόνο σε περίπου 55.000, την ώρα που στο Βέλγιο και την Αυστρία απασχολούνται σχεδόν διπλάσιοι.
Στο θέμα της οικοδόμησης δεξιοτήτων γενικότερα τα πράγματα δεν είναι θετικά:
- Η Ελλάδα παραδοσιακά δαπανά πολύ λίγα χρήματα για την εκπαίδευση (3,9% του ΑΕΠ, έναντι 4,6% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Ως εκ τούτου, και ως προς τον τεχνολογικό αλφαβητισμό η χώρα είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
- Το 22% των Ελλήνων δεν έχουν χρησιμοποιήσει καθόλου το διαδίκτυο τους τελευταίους 3 μήνες -το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
- Αν και η χώρα έχει πολλούς αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι περισσότεροι είναι εκπαιδευμένοι σε τομείς που δεν χρειάζεται η αγορά εργασίας.
- Το ποσοστό των Ελλήνων αποφοίτων που εργάζονται σε θέσεις εργασίας που δεν χρειάζονται πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. (43,3% έναντι 26% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Από την άλλη, έρευνα του ΣΕΒ το 2019 έδειξε ότι το 36% των επιχειρήσεων δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας, ενώ ένα 46% δηλώνουν ότι το προσωπικό τους δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για τη θέση εργασίας τους.
- Μέρος του προβλήματος είναι το brain drain (σχεδόν μισό εκατομμύριο πολίτες έφυγαν τη δεκαετία 2008-2017)
- ελάχιστες επιχειρήσεις επενδύουν στην επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων τους. Το 2015 μόνο το 21,7% προσέφεραν τέτοια προγράμματα, και μόνο το 18,5% των εργαζόμενων τα αξιοποιούσαν. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. είναι 72,6% και 40,8%.
Και υπάρχουν κι άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που λειτουργούν οι ελληνικές επιχειρήσεις:
- Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας συστήνονται περισσότερες εταιρείες από όσες κλείνουν -και μάλιστα το ισοζύγιο αυξάνεται ολοένα. Μόνο το 2020 συστάθηκαν 23.109 περισσότερες επιχειρήσεις από όσες έκλεισαν. Ωστόσο, οι Έλληνες επιχειρηματίες ανοίγουν επιχειρήσεις κυρίως επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, και όχι επειδή θέλουν να αξιοποιήσουν μια επιχειρηματική ιδέα για να αυξήσουν το εισόδημα τους.
- Οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις που ανοίγουν είναι πολύ μικρές. Το 43% αυτών των νέων επιχειρήσεων που άνοιξαν το 2020 ήταν ατομικές.
- Τα προβλήματα της έρευνας και της καινοτομίας στην επιχειρηματικότητα συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα προβλήματα της ελληνικής επιχειρηματικότητας εν γένει. Η ραχοκοκαλιά του επιχειρηματικού ιστού της χώρας είναι οι μικροεπιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους. Το 97,4% είναι τέτοιες επιχειρήσεις. Ακόμα και οι start-ups στη χώρα μας σύμφωνα με το EU Startup Monitor του 2018, απασχολούν κατά μέσο όρο 9 άτομα, έναντι 12,6 που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
|