Η αμφιλεγόμενη συμπεριφορά της Αλβανίας είναι ενδημικό φαινόμενο. Στην αλβανική γλώσσα κατ’ εξοχήν δόκιμος είναι ο όρος «μπέσα». Προβληματική όμως η εφαρμογή του στις σχέσεις με την Ελλάδα. Εκπρόσωπος της πολιτικής αυτής γενιάς είναι και ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα.
Παρέλκει να θυμίσω την υπαναχώρηση της Αλβανίας από την υποδειγματική Συμφωνία του 2009 για τις θαλάσσιες ζώνες και την ΑΟΖ, μετά παρέμβαση της Τουρκίας, όπως επισήμως έχει καταγγελθεί στη Βουλή της Αλβανίας. Για την ακύρωσή της επελέγη η παραπομπή της στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Από τη στιγμή εκείνη το αποτέλεσμα ήταν σαφές: καμία αλβανική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να υπογράψει νέα συμφωνία με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, η οποία θα μπορούσε να ζημιώσει τις αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Με άλλα λόγια, δεν θα μπορούσαμε να συνομολογήσουμε συμφωνία με την Αλβανία –κατά το πρότυπο του 2009– την οποία θα επικαλούμαστε ως θετικό προηγούμενο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πολυετής εμπειρία με συγκεκριμένους πολιτικούς της Αλβανίας μάς διδάσκει ότι λησμονούν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην Ελλάδα, αν υποθέσουμε βέβαια ότι υπάρχουν. Συνήθως αναζητούν προσχήματα για να τις ακυρώσουν ή στην καλύτερη περίπτωση να τις αλλοιώσουν.
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι κατά την τελευταία οκταετία, πριν και μετά κάθε κρίσιμη διμερή με την Αθήνα διαβούλευση για τα θέματα των θαλασσίων ζωνών, ο κ. Εντι Ράμα ενημέρωνε την ηγεσία της Τουρκίας και προσωπικά τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ενίοτε άκομψα. Διαχρονικά όμως η Ελλάδα έχει έγκυρη πληροφόρηση για τον αλβανοτουρκικό συγχρωτισμό. Η ελληνική πλευρά γνωρίζει επίσης ότι ήδη από το 2009 η Αγκυρα ανελλιπώς παρέχει γραπτές νομικές και διπλωματικές συμβουλές στα Τίρανα. Οι αλβανικές υπηρεσίες που ασχολούνται με την Ελλάδα –απόλυτη προτεραιότητα για τα Τίρανα– στελεχώνονται μεν από άξιους κρατικούς λειτουργούς, λαμβάνουν δε έτοιμη τροφή από την Αγκυρα.
Με αυτά τα δεδομένα, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι θετική εξέλιξη ήταν η αναγγελία για κατ’ αρχήν συμφωνία από τον πρωθυπουργό της Αλβανίας κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών κ. Δένδια στα Τίρανα, στις 20 Οκτωβρίου 2020. Συμφωνήθηκε η έναρξη διμερών διαβουλεύσεων με στόχο τη σύνταξη ενός κειμένου (συνυποσχετικού) για την παραπομπή του ζητήματος της οριοθέτησης της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ηταν η μόνη δυνατή διέξοδος. Δεδομένης της εμμονής όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να μη συνδέσουν την εφαρμογή της Συμφωνίας του 2009 με τις διαπραγματεύσεις ένταξης της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η κατ’ αρχήν αυτή συμφωνία έδωσε επίσης συγκυριακά πλεονεκτήματα στην Ελλάδα κυρίως στο πεδίο της δημόσιας διπλωματίας.
Εχουν περάσει αρκετοί μήνες χωρίς να έχει ανακοινωθεί η ολοκλήρωση της συμφωνίας. Δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε αν και τη φορά αυτή η Αλβανία του κ. Εντι Ράμα ακολουθεί μία τακτική με σκοπό να παραπέμψει στις «ελληνικές καλένδες» τη διαδικασία στην οποία έχει συμφωνήσει. Η κυβέρνηση έχει ιδίαν αντίληψη των διαδοχικών δικαιολογιών τις οποίες προβάλλει και των προσχημάτων τα οποία επικαλείται ο πρωθυπουργός της Αλβανίας. Μακάρι να διαψευσθώ. Φοβούμαι όμως ότι δεν θα εκλείψουν την επομένη των εκλογών της 25ης Απριλίου 2021. Είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα δεν θα παρασυρθεί στη διαιώνιση μιας διμερούς διαδικασίας, το ουσιαστικό σκέλος της οποίας δεν έχει καν ξεκινήσει. Ας θέσουμε μία προθεσμία. Η αναγκαία για τη σύνταξη του συνυποσχετικού διαβούλευση δεν μπορεί να αποτελέσει μόνιμο υποκατάστατο της κύριας διαδικασίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η αναβλητικότητα η Ελλάδα έχει δικαίωμα και συμφέρον να εντάξει την απουσία αλβανικής «μπέσας» στο πλαίσιο των σχέσεων Ε.Ε. – Αλβανίας.
Η πολυετής εμπειρία διδάσκει ότι τα προβλήματα με την Αλβανία δεν ανακύπτουν κατά τη στιγμή εξαγγελίας ή έστω υπογραφής συμφωνιών αλλά όταν έρχεται η στιγμή της εφαρμογής τους. Δυστυχώς.
* του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά, πρέσβης επί τιμή
Πηγή: www.kathimerini.gr