Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πολύ απλά πριν 300 χρόνια, η φτώχεια ήταν παγκόσμιος κανόνας. Υπό αυτή την έννοια, για κάποιους αιώνες, η οικονομική ιστορία ήταν αυτή της περιγραφής μιας ανυπόφορης αθλιότητας.
«…Η τυπική ανθρώπινη κοινωνία», γράφουν οι Νάθαν Ροζενμπεργκ και Λ.Ε. Μπιρτζελ, στο βιβλίο τους «Πώς πλούτισε η Δύση» (Εκδόσεις Ρόες) , «…..παρείχε σ’ έναν μικρό, μόνον, αριθμό ανθρώπων, ανεκτές συνθήκες ζωής, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι έζησαν σε αβυσσαλέα αθλιότητα. Οδηγούμαστε, έτσι, στο να λησμονούμε την κυρίαρχη δυστυχία των άλλων καιρών, και αυτό λόγω της λογοτεχνίας, της ποίησης, της εποποιίας και του θρύλου, τα οποία εξυμνούν εκείνους οι οποίοι ευημερούσαν και ξεχνούν εκείνους οι οποίοι έζησαν στη σιωπή της φτώχειας. Οι εποχές της δυστυχίας έχουν μυθοποιηθεί και, ακόμη, καταμετρούνται ως χρυσοί αιώνες ποιμενικής απλότητας. Δεν υπήρξαν τέτοιοι.
Μόνον κατά τη διάρκεια των τελευταίων διακοσίων χρόνων ήρθε στη Δυτική Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία και σ’ ελάχιστα άλλα μέρη, μια από τις σπάνιες περιόδους της ιστορίας, στις οποίες η πρόοδος και η ευημερία δεν περιορίστηκαν στο 1/10 του πληθυσμού. Χάριν συντομίας, μολονότι με θυσία της γεωγραφικής ακρίβειας, θα αποκαλούμε αυτά τα μέρη, συλλογικά, Δύση…..».
Παρακάτω θα διαβάσετε τι πέτυχε ο Δυτικός άνθρωπος με τη βιομηχανική επανάσταση, την οποίαν πολύ σοφά υιοθέτησαν πρώτοι στην Ασία οι Γιαπωνέζοι και οι Νοτιοκορεάτες, παρασέρνοντας πολύ αργότερα προς την κατεύθυνση αυτή και το σύνολο των Κινέζων, γεγονός με τεράστια γεωπολιτική σημασία. Διότι όλα δείχνουν ότι ο ασιατικός δρόμος προς την ευημερία, κάθε άλλο παρά στρωμένος με ροδοπέταλα είναι. Ο νέος καταμερισμός της εργασίας μεταβάλλεται, και η παραγωγή του παγκόσμιου πλούτου, γίνεται επικίνδυνη γιατί οι τεχνολογικές και πνευματικές συνθήκες της δημιουργίας του αλλάζουν.
Κατά τα άλλα, στη Δύση, ζωτικό προβάλλει το θέμα του μέλλοντος της «κοινωνίας των μισθωτών», σε μια εποχή που πλανάται το ερώτημα: Γιατί δουλεύουμε; Στο βιβλίο του «Ουτοπία για Ρεαλιστές» (Εκδόσεις Ψυχογιός) ο Ολλανδός ιστορικός της Οικονομίας, Ρούτγκερ Μπρεγκμαν, ξεκινά με ένα σύντομο μάθημα ιστορίας,για να καταλήξει στην πρόταση του παγκόσμιου βασικού εισοδήματος και στην ουτοπική σκέψη, με ρεαλιστική εφαρμογή.
Κατά την άποψη του, αν η λογική του κόσμου χωρίς σύνορα, μετατραπεί σε δράση για έναν κόσμο χωρίς φτώχεια (θέμα διαφορετικό από τις περίφημες ανισότητες), τότε οι περισσότεροι άνθρωποι θα σκεφτούν διαφορετικά σε ποιο μέρος είναι η… καρδιά τους.
«…..Στο παρελθόν,γράφει ο Ολλανδός ιστορικός, όλα ήταν χειρότερα. Για το περίπου 99% της παγκόσμιας Ιστορίας, το 99% της ανθρωπότητας ήταν φτωχοί, πεινασμένοι, ακάθαρτοι, φοβισμένοι, χαμηλού πνευματικού επιπέδου, άρρωστοι και άσχημοι. Μέχρι και τον 17ο αιώνα, ο Γάλλος φιλόσοφος Μπλαιζ Πασκάλ (1623-1662) περιέγραφε τη ζωή ως μια τεράστια κοιλάδα των δακρύων.
«Η ανθρωπότητα είναι σπουδαία», έγραφε, «γιατί γνωρίζει, ότι είναι αξιοθρήνητη».
Στη Βρετανία, ο συνάδελφος του φιλόσοφος Τόμας Χομπς (1588-1679) συμφωνούσε ότι η ανθρώπινη ζωή ήταν στην ουσία «μοναχική, φτωχική, απαίσια, βάρβαρη και σύντομη».
Όμως, τα τελευταία διακόσια χρόνια, όλα αυτά άλλαξαν. Μέσα σε ένα μέρος αυτού του χρονικού διαστήματος που το ανθρώπινο είδος ζει σε αυτό τον πλανήτη, δισεκατομμύρια από εμάς γίναμε ξαφνικά πλούσιοι, τρεφόμαστε καλά, είμαστε καθαροί, ασφαλείς, έξυπνοι, υγιείς και, κατά καιρούς, ακόμα και όμορφοι. Εκεί όπου το 1820 το 84% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε ακόμη στην ακραία φτώχεια, το 1981 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 44% και σήμερα, μερικές μόλις δεκαετίες μετά, είναι κάτω από το 10%.
Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, η ακραία φτώχεια, που ήταν βασικό χαρακτηριστικό της ζωής, σύντομα θα εξαλειφθεί οριστικά. Ακόμα κι εκείνοι που συνεχίζουμε να αποκαλούμε «φτωχούς» θα απολαμβάνουν μια αφθονία που δεν έχει προηγούμενο της στην παγκόσμια Ιστορία.
Στη χώρα που ζω, την Ολλανδία, ο άστεγος που παίρνει κρατική βοήθεια σήμερα έχει περισσότερα χρήματα να ξοδέψει από ό,τι ο μέσος Ολλανδός το 1950 και τέσσερις φορές περισσότερα από ό,τι οι πολίτες της Ολλανδίας στην ένδοξη Χρυσή Εποχή της, τότε που η χώρα αυτή ήταν κυρίαρχος των επτά θαλασσών.
Επί αιώνες ο χρόνος είχε παγώσει τελείως. Προφανώς υπήρχαν πολλά στοιχεία για να γεμίσουν τα βιβλία Ιστορίας, αλλά η ζωή ουσιαστικά δε βελτιωνόταν. Αν μπορούσαμε να βάλουμε έναν Ιταλό χωρικό του 1300 σε μια μηχανή του χρόνου και τον βγάζαμε στην Τοσκάνη της δεκαετίας του 1870, δε θα καταλάβαινε σημαντικές διαφορές.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι το μέσο ετήσιο εισόδημα στην Ιταλία γύρω στο 1300 ήταν περίπου 1.600 δολάρια. Σχεδόν εξακόσια χρόνια μετά – ύστερα από τον Κολόμβο, τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα, την Επιστημονική Επανάσταση, τη Μεταρρύθμιση και τον Διαφωτισμό, την ανακάλυψη της πυρίτιδας, της τυπογραφίας και της ατμομηχανής – συνέχισε να είναι 1.600 δολάρια. Εξακόσια χρόνια πολιτισμού πέρασαν, και ο μέσος Ιταλός βρισκόταν λίγο – πολύ εκεί που ήταν πάντα.
Ήταν μόλις κοντά στο 1880, την εποχή περίπου που ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ εφηύρε το τηλέφωνο, ο Τόμας Έντισον κατοχύρωσε με πατέντα τον λαμπτήρα φωτισμού, ο Καρλ Μπεντς πειραματίζονταν με το πρώτο του αυτοκίνητο και η Ζοζεφίν Κοχρέιν ασχολιόταν με κάτι που μπορεί να ήταν η πιο ευφυής ιδέα όλων των εποχών – το πλυντήριο πιάτων -, που τον Ιταλό χωρικό τον σάρωσε το κύμα της προόδου. Και μάλιστα ήταν μια πολύ ξέφρενη πορεία. Οι δύο προηγούμενοι αιώνες γνώρισαν εκρηκτική ανάπτυξη και από άποψη πληθυσμού και από άποψη ευημερίας σε παγκόσμια κλίμακα. Σήμερα, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι δεκαπλάσιο από αυτό που ήταν το 1850. Ο μέσος Ιταλός είναι δεκαπέντε φορές πλουσιότερος από ό,τι το 1880. Και η παγκόσμια οικονομία; Σήμερα είναι διακόσιες πενήντα φορές μεγαλύτερη από εκείνη που ήταν πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, τότε που σχεδόν όλοι, και παντού, ήταν ακόμη φτωχοί, πεινασμένοι, ακάθαρτοι, φοβισμένοι, χαμηλού πνευματικού επιπέδου, άρρωστοι και άσχημοι…….».
Όλα αυτά σήμερα αλλάζουν, γρήγορα, ριζικά και πολύπλοκα.
Σ’ έναν πλανήτη που σε λίγο θα πλησιάζει τα 9 δισεκατομμύρια κατοίκους, δεν είναι λίγοι αυτοί που θέλουν και μπορούν να βγουν από την πραγματική φτώχεια.
Για πολύ κόσμο δε, έξοδος από τη φτώχεια δεν σημαίνει περισσότερο χρήμα, αλλά λιγότερος κίνδυνος θανάτου. Αυτό ας μη το ξεχνούν οι διάφοροι «ιεραπόστολοι της προόδου» για τους οποίους οι υποσχέσεις εξόδου από τη φτώχεια, δεν τίποτε άλλο, παρά είναι μέσο ενίσχυσης της δικής τους καταπιεστικής εξουσίας. Ο Χι και ο Πούτιν κάτι γνωρίζουν, με τον Τράμπ και τον Μπολσονάρο να τους σιγοντάρουν.
Πηγή: ot.gr