Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι καιρός πλέον για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τους λήπτες αποφάσεων να καταλάβουν ότι σε μια μακρά εποχή ισχυρών μετασχηματισμών, η πανδημία ανέτρεψε με μεγάλη ταχύτητα δεδομένα τα οποία θα ανατρέπονταν σε μια δεκαετία περίπου. Ετσι, με αυτή την επίδραση της, η Covid 19 επιτάχυνε εξελίξεις, οι οποίες φέρνουν με ένταση στο προσκήνιο την αποκαλούμενη «εξελικτική οικονομία», που είναι οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο άμεσα συνδεδεμένο με την πολυπλοκότητα.
Κύριο χαρακτηριστικό της τελευταίας είναι η ανατροπή ισορροπιών, η οποία ως γνωστόν στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις της κλασσικής σχολής οικονομικής σκέψης με την πραγματικότητα. Οι οικονομολόγοι και όχι μόνον, συνεπώς, βρίσκονται μπροστά σε θεωρητικά προβλήματα, τα οποία έχουν, όμως, σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις.
Είναι γνωστό, από την άποψη αυτή, ότι τα περισσότερα οικονομικά μοντέλα, δεν αντιμετωπίζουν την οικονομία ως ένα εξελισσόμενο φαινόμενο που υφίσταται συνεχείς αλλαγές. Αντίθετα, το περιγράφουν με όρους ισορροπίας. Το θεωρούν έτσι ως μια σταθερή κατάσταση, στην οποία οι τιμές εξισορροπούν την προσφορά και τη ζήτηση. Πιστεύουν δε ότι η οικονομία κάθε φορά που διαταράσσεται αναζητά το μονοπάτι που θα την οδηγήσει στη σταθερότητα.
Χωρίς η αντίληψη αυτή να είναι λαθεμένη, πάσχει από ένα έλλειμμα, που είναι η εξελικτική φάση της οικονομίας. Μια φάση που απαιτεί και τις ανάλογες προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα προσεγγίσεις.
Αν φέρουμε στο νου μας το περίφημο «τα πάντα ρει» του Ηρακλείτου, θα μπορούσαμε με άνεση να πούμε ότι η εξελικτική οικονομία επιδιώκει να εξηγήσει τα φαινόμενα του πραγματικού κόσμου, ως αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας αλλαγής. Οι έννοιες της έχουν συχνά αναλογίες στο πεδίο της βιολογικής εξέλιξης, αλλά οι εξελικτικοί οικονομολόγοι δεν προσπαθούν να δημιουργήσουν μια άκαμπτη αντιστοιχία μεταξύ βιολογικών και οικονομικών θεωριών. Μια εξελικτική προσέγγιση αναγνωρίζει ότι το παρελθόν επηρεάζει το παρόν: οι οικονομικές επιλογές καθοδηγούνται από ιστορικά, πολιτιστικά και θεσμικά πλαίσια.
Με αφετηρία, έτσι, δυο αντιμαχόμενες ερμηνείες για την οικονομία, από τις αρχές του 20ου αιώνα, ξεκίνησε μια διανοητική διελκυστίνδα μεταξύ προσωπικοτήτων με εξελικτικό πνεύμα και των ομολόγων τους που προσανατολίζονται στην ισορροπία.
Ο Thorstein Veblen παραπονέθηκε ότι οι οικονομολόγοι ήθελαν να αντιμετωπίζουν το άτομο ως ένα ανεγκέφαλο σωματίδιο. Αντίθετα, πίστευε ότι οι επιλογές των ανθρώπων επηρεάζονταν από πολύπλοκα συναισθήματα, καθώς και από την ιστορία και τις παραδόσεις των κοινοτήτων γύρω τους. «Η εξελικτική οικονομία πρέπει να είναι η θεωρία μιας διαδικασίας πολιτιστικής ανάπτυξης», είχε πει.
Από την πλευρά του, ο Γιόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950), που είναι ίσως ο πιο διάσημος εκπρόσωπος μιας εξελικτικής θεώρησης του κόσμου, μετά τον Ηράκλειτο, τόνισε ότι η βιομηχανική επανάσταση ήταν από μόνη της ένα σύστημα που δεν μπορούσε να παραμένει ακίνητο και σταθερό.
Θεωρούσε έτσι την οικονομία ως μια εξελικτική διαδικασία, ευάλωτη, εκ φύσεως, σε ξαφνικές διαταραχές και απρόβλεπτους κλονισμούς. Ο ήρωας του Σουμπέτερ δεν ήταν ο καταναλωτής όπως τον φανταζόταν, κάποιοι ομοϊδεάτες του, αλλά ένα άλλο άτομο, ο επιχειρηματίας – εκείνος που κατ’ ουσίαν έπραττε ως καινοτόμος και έφερνε την πρόοδο στην καπιταλιστική κοινωνία δημιουργώντας νέες βιομηχανίες ή βελτιώνοντας τις μεθόδους των βιομηχανιών που ήδη υπήρχαν.
Ο Σουμπέτερ, όπως και άλλοι Αυστριακοί οικονομολόγοι, καλοδεχόταν τις δυνατότητες που διάνοιγαν οι οικονομικές κάμψεις, τις οποίες και έβλεπε ως περιόδους εγκατάλειψης ξεπερασμένων διαδικασιών και υιοθέτησης, συνάμα, νέων, αποτελεσματικότερων μεθόδων. Έφερνε αντιρρήσεις στις απόπειρες αποτροπής δημιουργικών καταστροφών, όπως λόγου χάρη τις κυβερνητικές παρεμβάσεις που είχαν σκοπό τη σταθεροποίηση της οικονομίας αναστέλλοντας τις πτωχεύσεις: «Δίχως αυτή τη μεταβολή, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, δίχως εκείνο το είδος της μεταβολής που έχουμε ονομάσει εξέλιξη, η καπιταλιστική κοινωνία δεν θα υπήρχε», τόνιζε με έμφαση.
Δεδομένων, έτσι, των απόψεων τους πάνω στην πολυπλοκότητα της οικονομικής δραστηριότητας και την ενίοτε αναξιοπιστία των οικονομικών δεδομένων, οι οικονομολόγοι της εξελικτικής σχολής, κομμάτι της οποίας είναι και η Αυστριακή Σχολή, αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα του μακροοικονομικού σχεδιασμού και την ικανότητα των οπαδών του να προβαίνουν σε ακριβείς προβλέψεις.
Νέοι οικονομολόγοι, όπως ο Σουηδός Γιόχαν Νόρμπεργκ,, υποστηρίζουν ότι σε εποχές άκρατου πολλαπλασιασμού των γνώσεων και ταχύτητας κυκλοφορίας τους, το μοντέλο του «τέλειου ορθολογισμού» πάει περίπατο. Ιδιαίτερα δε σε μια εποχή όπου ο ρόλος της καινοτομίας παίζει μεγάλο ρόλο στις οικονομικές συμπεριφορές. Μέσω, έτσι, ισχυρών τεχνολογικών ρήξεων, οι οποίες ανατρέπουν πολιτιστικά πρότυπα και άρα συνήθειες, η εξελικτική οικονομία, που έχει πατήσει το πόδι της στην πόρτα, μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να απωθηθεί.
Η βιολογία και η ψυχολογία, σε συνδυασμό με γνωστικές ανατροπές, έχουν και αυτές σοβαρό ρόλο στην οικονομία, φέρνοντας στην επιφάνεια εξελίξεις που κάποτε υπάγονταν στη σφαίρα της φαντασίας. Οταν οι αλγόριθμοι έχουν το λόγο και οι πλατφόρμες δημιουργούν πλούτο, μήπως θα πρέπει να αναζητήσουμε τι αλλάζει στον ορθό λόγο;
Λέμε μήπως…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.
Πηγή: euro2day.gr