Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, κατά την εκτίμησή μας, που δεν διεκδικεί καμμιά αποκλειστικότητα, υπήρξε κομβική όχι μόνον για την μετέπειτα πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και για το υπαρξιακό μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών. Αθελά τους, οι συνθήκες που τότε προκάλεσαν την κρίση στην ουσία άνοιγαν ταυτοχρόνως και ένα νέο παράθυρο στην ιστορία. Έθεταν δε ένα σοβαρό διακύβευμα για το μέλλον, αυτό της δικαιοσύνης και της σημασίας της, στην ολοκλήρωση των κοινωνιών.
Με πιο απλά λόγια, ερχόταν στο προσκήνιο το θέμα της συνοχής των κοινωνιών, το οποίο σήμερα φαίνεται να είναι κυρίαρχο στον αναπτυγμένο κόσμο. Και υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να επισημαίνουμε ότι η κοινωνική συνοχή αποδυναμώνεται, όταν καθ’ υπερβολή ενίοτε, διαδίδεται η άποψη ότι στον κοινωνικό ιστό υπάρχουν κραυγαλέες διαφορές μεταξύ μικρών ομάδων και μεγάλων συνόλων.
Με την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η οποία ως γνωστόν εξελίχθηκε και σε οξύτατη δημοσιονομική, στην Ελλάδα όπως ξέρουμε, οι περί ανισοτήτων γνώμες ενισχύθηκαν, κυρίως λόγω των κρατικών προγραμμάτων διάσωσης για χρεωκοπημένες τράπεζες ή με την καταβολή μπόνους σε αποτυχημένους μάνατζερ. Λαϊκιστικά κινήματα τροφοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό έτσι από τα αίσθημα ότι ανήκουν στην πλευρά των ηττημένων. Η δικαιοσύνη συνδέθηκε αδιαχώριστα με την ισότητα. Με ποια ισότητα όμως; Με εκείνην ως προς τις συνέπειες ή εκείνη μόνον ως προς τις αφετηριακές συνθήκες; Αυτοί που συνηγορούν υπέρ της δεύτερης προβάλλουν το επιχείρημα ότι στην αξιοκρατική κοινωνία (meritocracy) όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα της κοινωνικής ανέλιξης. Εξαρτάται μόνον κατά πόσον έχουν δημιουργηθεί ίσες αφετηριακές ευκαιρίες. Η άνιση κατανομή εισοδήματος είναι τότε με κάποιον τρόπο αποτέλεσμα των διαφορετικών ικανοτήτων. Επομένως η αξιοκρατική κοινωνία δεν θέλει πρωτίστως δικαιοσύνη, αλλά κινητικότητα. Η ηθική διάσταση τέτοιων ζητημάτων δεν βλέπει συχνά τα φώτα της δημοσιότητας και περιορίζεται σε ένα πρόβλημα της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Σχετικά με τις διάφορες πτυχές του σύνθετου θέματος δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια μια σειρά από μελέτες. Όσον αφορά τις πιο φιλοσοφικές αρκεί μόνον να αναφερθεί το βιβλίο του Αμερικανού Μάικλ Σαντέλ με τίτλο Η τυραννία της αξιοκρατίας. Μια σημαντική συμβολή επίσης, από οικονομική προοπτική, αποτελεί το βιβλίο Καπιταλισμός χωρίς όρια. Το μέλλον τον συστήματος που κυβερνά τον κόσμο του Μπράνκο Μιλάνοβιτς.
Πέρα όμως από τις πιο πάνω προσεγγίσεις, πριν λίγους μήνες, ο γνωστός οικονομολόγος Νουριελ Ρουμπινί, έθεσε το ερώτημα, μήπως τα σημερινά αδιέξοδα θα έπρεπε να μας προκαλέσουν να ξανασκεφτούμε την περίφημη Αυστριακή Σχολή; Ποια είναι όμως, η τελευταία στην Ελλάδα των στερεοτύπων και των ιδεολογικών αγκυλώσεων; Ποια διδάγματα θα μπορούσαν να αντληθούν;
Η Αυστριακή Σχολή οικονομικής σκέψης γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και σε μία εποχή όπου το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας έπαιρνε σάρκα και οστά, με κύριο πυρήνα του την βιομηχανική παραγωγή και την διεθνοποίηση του εμπορίου. Με κύριους εκφραστές της οικονομολόγους όπως οι Καρλ Μένγκερ, Λούντβιχ φον Μίζες, φον Μπεμ-Μπάβερκ και Φρήντριχ φον Χάγιεκ, η σχολή αυτή πίστευε στην επιχειρηματικότητα, στον οικονομικό ορθολογισμό και στην μέσω αυτού αυτορρύθμιση των αγορών.
Στυλοβάτης, έτσι, της Αυστριακής Σχολής οικονομικής σκέψης ήταν και είναι ο απόλυτος σκεπτικισμός απέναντι στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία και ιδιαίτερα στο νομισματικό σκέλος της. Οι περισσότεροι θεωρητικοί της σχολής αυτής κάνουν αυστηρή διάκριση μεταξύ αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης, χρηματοδοτούμενης από ιδιωτικές αποταμιεύσεις, και ασταθούς, καταδικασμένης εξ αρχής ανάπτυξης, χρηματοδοτούμενης από πιστώσεις από μια κεντρική τράπεζα. Ενώ θα συμφωνούσαν με τον Κέϋνς και τον Μίνσκυ ότι οι φούσκες ενεργητικού και πίστωσης οδηγούν σε επικίνδυνες κρίσεις, δεν ρίχνουν το φταίξιμο για το εν λόγω πρόβλημα στον καπιταλισμό. Αντιθέτως, στρέφουν τα βέλη τους κατά των κυβερνητικών πολιτικών -και συγκεκριμένα της πολιτικής του εύκολου χρήματος- καθώς και κατά των διαφόρων κανόνων και παρεμβάσεων, τις οποίες κατηγορούν ότι δρουν απορρυθμιστικά για τις διεργασίες της ελεύθερης αγοράς.
Αυτή η δυσπιστία προς την κρατική παρέμβαση συνδέεται με άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της αυστριακής προσέγγισης: την εστίαση της οικονομικής ανάλυσης στον μεμονωμένο επιχειρηματία.
Σε αυτόν, δηλαδή, που μπορεί να συλλάβει καινοτόμες ιδέες και να κινητοποιήσει στην συνέχεια ομάδες για την υλοποίησή τους.
Την καινοτομία όμως, η Αυστριακή Σχολή τη συνδέει με την διάδοση και γενίκευση της παιδείας, θεωρώντας ότι η γνώση είναι καινοτομική και παραγωγική δύναμη, αλλά και στοιχείο κοινωνικής συνοχής.
Χωρίς δε να αμφισβητούν τον απαραίτητο ρόλο του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία, οι Αυστριακοί οικονομολόγοι, ως οπαδοί της αποκαλούμενης «δημιουργικής καταστροφής», δεν αποδέχονται την παρέμβαση του για τη δημιουργία τραπεζών και επιχειρησιακών ζόμπι. «Πρόκειται για ζωντανούς-νεκρούς, που διατηρούνται εν ζωή με αέναα πιστωτικά όρια από τα οποία μύρια δεινά έπονται», έλεγε ο Κ.Μένγκερ.Οταν λοιπόν το παγκόσμιο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος είναι τρείς φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ΑΕΠ, θα μπορούσαν κάποιοι νομπελίστες οικονομολόγοι για παράδειγμα, να μας πούν περίπου τα μέλλοντα να συμβούν;
Πηγή: ot.gr