Του Martin Wolf
Ζούμε σε έναν διχαστικό κόσμο. Αυτοί οι διχασμοί έχουν πολλές επιπτώσεις. Αλλά οι σημαντικότερες από αυτές αφορούν το παγκόσμιο εμπόριο.
Η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, η στροφή προς τον οικονομικό εθνικισμό και οι αυξανόμενες απαιτήσεις στη Δύση, και ιδίως στις ΗΠΑ, για την αποσύνδεση από την Κίνα, αναδιαμορφώνουν την παγκόσμια οικονομία.
Μέχρι τώρα δεν είναι ξεκάθαρο το πόσο μακριά θα πάει αυτή η αποσύνδεση. Είναι ασαφές το πόσο μακριά θα πάει και ο εσωστρεφής παρεμβατισμός. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο καμπής, με απρόβλεπτα και, κατά πάσα πιθανότατα, επιζήμια αποτελέσματα.
Όπως αναδεικνύει μια σημαντική πρόσφατη εργασία των Alan Wolff, Robert Lawrence και Gary Hufbauer από το Peterson Institute for International Economics, η έχθρα προς το εμπόριο που διακατέχει όλο και περισσότερο τις ΗΠΑ δημιουργεί τον κίνδυνο να αντιστραφούν εννέα δεκαετίες εξαιρετικά επιτυχημένης πολιτικής.
Από την καταστροφή του προστατευτισμού των αρχών της δεκαετίας του 1930, η ώθηση της αμερικανικής πολιτικής ήταν προς τη δημιουργία ενός ανοικτού συστήματος εμπορίου που διέπεται από κανόνες. Αυτές οι πολιτικές δημιούργησαν μια πιο ευημερούσα παγκόσμια οικονομία, που έγινε το θεμέλιο της δυτικής οικονομικής (και ως εκ τούτου και πολιτικής) επιτυχίας στον ψυχρό πόλεμο. Διευκόλυναν μια εκπληκτική μείωση της παγκόσμιας φτώχειας. Είναι το πιο σημαντικό διαπιστευτήριο για τον ισχυρισμό των ΗΠΑ πως υπήρξαν ένας καλός ηγεμόνας.
Σήμερα, ωστόσο, ο Donald Trump και ο Joe Biden, που διαφωνούν σχεδόν στα πάντα, συμφωνούν πως αυτό ήταν λάθος -μια εξαπάτηση του Αμερικανού εργαζόμενου. Επιπλέον, δεν είναι μόνο οι πολιτικές στα σύνορα που αλλάζουν. Οι ΗΠΑ ενστερνίζονται επίσης επιθετικές βιομηχανικές πολιτικές, με την υποστήριξη γενναιόδωρων επιδοτήσεων. Πίσω από αυτό και ενισχύοντάς το, βρίσκεται η μεγάλη σύγκρουση δυνάμεων με την Κίνα. Μπαίνουμε πράγματι σε έναν καινούριο κόσμο.
Δύο ευρείες εξηγήσεις μπορούν να δοθούν για αυτή τη θεμελιώδη αλλαγή στην αμερικανική πολιτική. Η μία είναι η απόρριψη του «νεοφιλελευθερισμού» -μιας υποτιμητικής ταμπέλας που μπήκε στις πολιτικές που είναι προσανατολισμένες στις αγορές. Αλλά, αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη, είναι αναληθές πως το φιλελεύθερο εμπόριο είναι ένας κυρίαρχος ή ακόμα και σημαντικός λόγος για τα προβλήματα των εργατικών τάξεων των δυτικών κοινωνιών.
Ο βασικός «οδηγός» της πτώσης της βιομηχανικής απασχόλησης ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας. Μεταξύ του 2000 και του 2020, έξι εκατ. θέσεις εργασίας στον μεταποιητικό τομέα χάθηκαν στις ΗΠΑ, αλλά μόνο περίπου 1 εκατ. από αυτή την απώλεια (που πλέον έχει ξεπεραστεί) οφείλονταν στις εισαγωγές από την Κίνα. Η αποτυχία ήταν ότι δεν παρασχέθηκε «μαξιλάρι» σε αυτούς που έχασαν τη δουλειά τους και στις περιοχές στις οποίες ζούσαν, καθώς και ότι αγνοήθηκε η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα.
Η άλλη εξήγηση είναι η άνοδος ενός ομότιμου ανταγωνιστή που λειτουργεί τόσο επιτυχημένα εντός της ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό έχει συνδεθεί με την αυξανόμενη καχυποψία των ελεύθερων αγορών να δικαιολογήσουν την αποσύνδεση από την Κίνα, τον «επαναπατρισμό» ή το «friendshoring» των αλυσίδων προμήθειας, και τις παρεμβατικές και προστατευτικές εμπορικές και βιομηχανικές πολιτικές. Επιπλέον, αυτές οι νέες πολιτικές δεν απευθύνονται μόνο στην Κίνα. Οι πολιτικές «buy America» στοχεύουν τόσο τους φίλους όσο και τους εχθρούς.
Αυτή η στροφή στην πολιτική της ηγεμονικής δύναμης του κόσμου εγείρει τρία μεγάλα ερωτήματα. Πρώτον, θα λειτουργήσουν αυτές οι πολιτικές με τους δικούς τους όρους;
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να αμφιβάλλουμε γι’ αυτό. Ο Adam Posen του PIIE υποστήριξε πρόσφατα ότι η τρέχουσα αμερικανική προσέγγιση της «αυτο-διευθέτησης» θα αποδειχθεί αντιπαραγωγική, η αυτάρκεια είναι ανόητος στόχος, η ανταγωνιστική επιδότηση είναι ένα παιχνίδι αρνητικού αθροίσματος και η πολιτικοποίηση του εμπορίου είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε σπάταλα αποτελέσματα.
Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η εστίαση στην παραγωγή είναι λανθασμένη -σημασία έχει η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Και όχι λιγότερο σημαντικό, κατά τη λήψη αποφάσεων για τις πολιτικές τους, οι ΗΠΑ πρέπει να κατανοήσουν ότι δίνουν το παράδειγμα που θα ακολουθήσουν οι άλλοι. Οι παρεμβατιστές στο εξωτερικό θα αισθάνονται νομιμοποιημένοι, καθιστώντας την παγκόσμια οικονομία λιγότερο ανοικτή.
Δεύτερον, ποιος θα είναι ο αντίκτυπος αυτής της αλλαγής στην παγκόσμια οικονομία; Ο Eswar Prasad από το Cornell προειδοποιεί ότι «όλες οι χώρες, πλούσιες και φτωχές, μια μέρα θα μετανιώσουν για την εσωστρέφειά τους».
Προς επίρρωση, ένα νέο βιβλίο της Παγκόσμιας Τράπεζας τονίζει ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη επιδεινώνονται. Ένας από τους λόγους για αυτό είναι η επιβράδυνση της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, η οποία επιδεινώθηκε από τα σοκ μετά την Covid και τον αυξανόμενο προστατευτισμό.
Μεταξύ άλλων, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, το εμπόριο «είναι ένας από τους πρωταρχικούς διαύλους διάχυσης της νέας τεχνολογίας». Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας πιο προστατευτικός κόσμος θα είναι ένας κόσμος με χαμηλότερες ελαστικότητες προσφοράς και άρα μεγαλύτερη τάση για πληθωριστικά σοκ.
Τέλος, πώς θα περιοριστεί αυτή η στροφή σε έναν κόσμο συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων; Η προφανής και ορθολογική απάντηση είναι να υπάρξει ακριβής και σαφής καθορισμός των εξαιρέσεων από τους γενικούς κανόνες του φιλελεύθερου εμπορίου. Έτσι, όσον αφορά τις αλυσίδες εφοδιασμού και την τεχνολογία, οι ΗΠΑ και οι άλλες δυνάμεις θα πρέπει να ορίσουν πού ακριβώς πιστεύουν ότι η αγορά θα αποτύχει να τους παράσχει την ασφάλεια που χρειάζονται και να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους αναλόγως.
Θα πρέπει να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση των σχετικών οικονομικών κινδύνων και των κινδύνων ασφαλείας και προσαρμογή των σχετικών πολιτικών. Ταυτόχρονα, ο παρεμβατισμός με γνώμονα την ασφάλεια θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής και μη προστατευτικός, με σκοπό να συνεχίσουν να επωφελούνται από τις οικονομίες κλίμακας που παρέχει το διασυνοριακό εμπόριο.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ γίνονται όλο και πιο εσωστρεφείς. Τι θα πρέπει να επιδιώξουν να κάνουν οι άλλες χώρες; Μια απάντηση είναι η δημιουργία μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου που θα βασίζεται στις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, αλλά θα τις υπερβαίνει.
Ο πυρήνας μιας τέτοιας συμφωνίας υπάρχει: η Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για τη Δια-Ειρηνική Εταιρική Σχέση (CPTPP). Αυτή γεννήθηκε από τη Σύμπραξη Δια-Ειρηνικού, που δημιουργήθηκε από τον Barack Obama, για να αποκηρυχθεί από τον Trump.
Προσθέστε λοιπόν τον Ατλαντικό και τον Ινδικό ωκεανό. Αλλά αφήστε τις υπερδυνάμεις εκτός. Ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί να εξακολουθήσει να συνεργάζεται.
Πηγή: euro2day.gr