Του Τάσου Αβραντίνη*
Προσφάτως δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα του όγδοου κύκλου της έρευνας PISA για τα Μαθηματικά, τις Φυσικές Επιστήμες και την Κατανόηση Κειμένου και μόλις χθες εκείνα που αφορούν το πεδίο της Δημιουργικής Σκέψης. Το ζητούμενο στην έρευνα PISA είναι, διαχρονικώς, εάν και κατά πόσον οι μαθητές στις συμμετέχουσες χώρες διαθέτουν μια σειρά βασικών ικανοτήτων, τις οποίες στις μέρες μας απαιτείται να διαθέτει κάποιος απόφοιτος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ώστε να θεωρείται λειτουργικώς εγγράμματος. Οι ικανότητες αυτές των σημερινών μαθητών και αυριανών εργαζομένων συνδέονται ευθέως με την ανάπτυξη και την ευημερία των κοινωνιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, μια μικρή μόνο βελτίωση της τάξεως των 25 μονάδων (με άριστα τις 500) θα μπορούσε να έχει μεσομακροπρόθεσμο όφελος στο επίπεδο του μέσου ετήσιου ΑΕΠ της τάξης του 5%.
Η Ελλάδα συμμετέχει στην έρευνα PISA ήδη από τον πρώτο της κύκλο το 2000. Δυστυχώς, σε όλους τους κύκλους του προγράμματος η χώρα κατατάσσεται μονίμως, εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, χαμηλότερα από τον μέσο όρο των επιδόσεων των 15χρονων μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ. Ειδικώς μετά το 2012 η χώρα βρίσκεται σε σταθερή τροχιά αυξανόμενης απόκλισης από όλες τις υπόλοιπες χώρες, αναγκάζοντας τον ΟΟΣΑ να κατατάξει το εκπαιδευτικό μας σύστημα στα συστήματα εκείνα των οποίων η ποιότητα φθίνει με πολύ γρήγορο ρυθμό (fast declining systems). Ετσι, από τις επιδόσεις μας στον διαγωνισμό διαπιστώνεται ότι υπάρχει διαρκώς αυξανόμενη απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, γεγονός που έχει επίπτωση στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό πως μέσα στην τελευταία δεκαετία το ποσοστό των Ελλήνων μαθητών που δεν καταφέρνουν να προσεγγίσουν ούτε το στοιχειώδες επίπεδο επάρκειας στις δεξιότητες που εξετάζει το PISA αυξήθηκε κατά περίπου 15%. Μάλιστα, στον τελευταίο διαγωνισμό του 2022 μόλις το 53% των Ελλήνων μαθητών κατάφερε να ξεπεράσει το στοιχειώδες επίπεδο επάρκειας στα Μαθηματικά, όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν περίπου 70%. Αντιστοίχως, στο κρίσιμο πεδίο της Δημιουργικής Σκέψης, από το οποίο σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται η δυνατότητα παραγωγής καινοτομίας στο μέλλον, μόλις 9% των μαθητών στην Ελλάδα κατάφεραν να επιτύχουν πολύ υψηλές επιδόσεις, έναντι 27% των μαθητών στον ΟΟΣΑ.
Στις περισσότερες χώρες τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA αποτέλεσαν τον βασικό οδηγό για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά τους συστήματα. Αντιθέτως, στην Ελλάδα –με εξαίρεση τις τελευταίες αποφάσεις της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, που μένει να διαπιστώσουμε εάν θα έχουν συνέχεια– ουδείς ασχολήθηκε. Το χειρότερο είναι ότι τα αποτελέσματα υποβαθμίστηκαν από τους ιθύνοντες άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής και τους πάσης φύσεως εκπαιδευτικούς κύκλους, προεξαρχόντων των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης, μολονότι στα αποτελέσματα αυτά περιέχεται ένας μεγάλος πλούτος δεδομένων, τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αυτός είναι άλλωστε ο (μονο)δρόμος που ακολούθησαν όλες οι χώρες που έχουν σημειώσει πρόοδο τα τελευταία χρόνια (π.χ. Σιγκαπούρη, Κορέα, Εσθονία, Ιρλανδία, Πορτογαλία).
Στο κρίσιμο πεδίο της Δημιουργικής Σκέψης, μόλις 9% των μαθητών στην Ελλάδα κατάφεραν να επιτύχουν πολύ υψηλές επιδόσεις, έναντι 27% των μαθητών στον ΟΟΣΑ.
Τα διδάγματα αυτής της διεθνούς εμπειρίας είναι σαφή και συνοψίζονται στα ακόλουθα:
– Η πρόοδος με τις κατάλληλες πολιτικές είναι εφικτή και μάλιστα σε διάστημα λίγων μόνο δεκαετιών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σιγκαπούρης, όπου λαμβάνοντας υπόψη τις δεξιότητες της ηλικιακής ομάδας 55-65, όπως αυτές καταγράφονται στον αντίστοιχο διαγωνισμό του PISA για τους ενήλικες (τον διαγωνισμό PIAAC) κατατάσσεται ανάμεσα στις τελευταίες χώρες, ενώ αντίστοιχα οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές της πρωτεύουν σε όλα τα αντικείμενα του PISA. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή πρόοδο στο διάστημα δύο μόνο γενεών.
– Ολες οι χώρες που πέτυχαν, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, είχαν κοινή συνισταμένη των πολιτικών τους τα εξής: α) έμφαση στην ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού, β) ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων, γ) ελεύθερη επιλογή σχολείου και δ) ισχυρούς μηχανισμούς λογοδοσίας των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων μέσω της θέσπισης τυποποιημένων εξετάσεων (standardized tests) εθνικής κλίμακας σε όλα τα βασικά μαθήματα. Ο,τι δηλαδή αποστρέφεται το εκπαιδευτικό κατεστημένο της χώρας μας.
Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA, λοιπόν, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη συνολική πορεία της χώρας προς το μέλλον. Χωρίς μεγάλες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα η πορεία προς την παρακμή δεν πρόκειται να ανακοπεί.
*O κ. Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι δικηγόρος, πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών, μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΦiΜ.
Πηγή: kathimerini.gr