“Εις Μνήμην Γεωργίου Εμμ. Στεφανάκι (1872 – 1938)”… Του Κώστα Χριστίδη

481

Εις Μνήμην Γεωργίου Εμμ. Στεφανάκι (1872 – 1938)

**************

Βιογραφία από τον εγγονό του Γ.Κ. Στεφανάκη

Παρουσίαση από τον Κώστα Χριστίδη

Ο Γ.Κ. Στεφανάκης, ο οποίος μεταξύ άλλων τυγχάνει και Πρόεδρος του Ιδρύματος Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, δημοσίευσε προ μηνών βιογραφία του παππού του Γεωργίου Εμμανουήλ Στεφανάκι, ελληνοδιδασκάλου και καθηγητή από το χωριό Πασσαλίτες του νομού Ρεθύμνης (1872 – 1938). Όπως γράφει στην Εισαγωγή του βιβλίου ο έχων και την επιμέλεια της έκδοσης ιστορικός Ιωάννης Κ. Φίλανδρος, πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που προσέφερε φιλοπατρία, ήθος και δημιουργικότητα στον δημόσιο βίο.

Η βιογραφία παρέχει πολλές ευκαιρίες για αναφορές στο ταραγμένο πλαίσιο της εποχής και την προσωπικότητα και τις πολυσχιδείς δραστηριότητες του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος υπήρξε – όπως σημειώνει ο συγγραφέας – εκτός από μέγας πολιτικός, ικανότατος δικηγόρος, δεινός αρθρογράφος και ιστορικός της αρχαίας Ελλάδος, εύστοχος μεταφραστής του Θουκυδίδη, συν τοις άλλοις δε και “δεινός κομματάρχης”. Σημειωτέον ότι με πρωτοβουλία του Βενιζέλου προωθήθηκε συνοικέσιο και τελέσθηκε (το 1907) γάμος μεταξύ του βιογραφουμένου Γεωργίου Εμμ. Στεφανάκι και της ανηψιάς του Βενιζέλου Μαρίας, θυγατρός της αδελφής του Κατίγκως (Αικατερίνης, 1858 – 1934) και του Κωστή Κυρ. Μητσοτάκη (1843 – 1899).

Ο Γ. Εμμ. Στεφανάκις, αφού πραγματοποίησε πανεπιστημιακές σπουδές στην Αθήνα και έτυχε του διπλώματος του Ελληνοδιδασκάλου, επέστρεψε στην Κρήτη και άρχισε διδάσκων στο Ρέθυμνο. Στρατεύθηκε υπό τον, εν συνεχεία, θείο του Ελευθέριο Βενιζέλο στο κίνημα του Θερίσου το 1905. Ακολούθως μετέβη στην Κύπρο, όπου εργάσθηκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο κατά τα έτη 1905 – 1907. Μετά τον γάμο του εγκαταστάθηκε στα Χανιά και δίδαξε στο Ιεροδιδασκαλείο Χανίων. Συνέταξε έκθεση με τίτλο: “Μέσα προς Διάδοσιν της Εκπαιδεύσεως”. Εκεί, μεταξύ άλλων, τονίζει την ανάγκη αυστηρής τήρησης των νόμων περί υποχρεωτικής φοίτησης για να περισταλεί το νοσηρό φαινόμενο της “αγραμματοσύνης”, εισηγείται την κατάργηση κάθε εκπαιδευτικού τέλους, αποτρεπτικού για την επιθυμητή μόρφωση των ελληνοπαίδων, και καταγγέλλει την υποχρεωτική καθιέρωση περιττών βιβλίων ως “βιβλιοκαπηλείαν”. Δεν παραλείπει να τονίσει την ανάγκη δημιουργίας νυκτερινών σχολών και της ίδρυσης “Ιεροδιδασκαλείων”, όπου θα διδάσκουν διδάσκαλοι – ιερείς, στους οποίους θα προστρέχουν ευκολότερα Έλληνες βουλγαρόφωνοι και βλαχόφωνοι, καθόσον δεν θα τους θεωρούν a priori προπαγανδιστές των Αθηνών. Συνέγραψε επίσης σύντομο αλλά πλήρες εγχειρίδιο υπό τον τίτλο “Βυζαντιακή Ιστορία”, το οποίο εγκρίθηκε ως διδακτικό εγχειρίδιο.

Αλληλουχία συγκλονιστικών, διεθνών και ελληνικών, γεγονότων άρχισε με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο 1914. Τα γεγονότα αυτά εξιστορεί ο Γ.Κ. Στεφανάκης με τρόπο περιληπτικό και γλαφυρό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά την έξωση του Κωνσταντίνου την 29 Μαϊου 1917, συνεκάλεσε αποκληθείσα “Βουλή των Λαζάρων” που είχε προκύψει από τις εκλογές της 31ης Μαϊου 1915. Ως Πρόεδρος της Κυβερνήσεως διόρισε τον Γεώργιο Εμμ. Στεφανάκι Γενικό Επιθεωρητή Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, με έδρα την Κοζάνη, και του ανέθεσε, όπως γράφει ο βιογράφος εγγονός του, “το δύσκολο και σπουδαίο έργο της παγίωσης του ελληνικού φρονήματος στις νέες χώρες”. Ο Στεφανάκις άσκησε με αμερόληπτο τρόπο τα καθήκοντά του, μεριμνώντας ισοτίμως για Έλληνες, μη Έλληνες, Χριστιανούς, Αλλόδοξους και Αλλόθρησκους, με επίκεντρο τον Άνθρωπο και μάλιστα τον νικημένο και πάντως αδικούμενο.

Με το από 20 Μαρτίου 1918 υπόμνημά του προς τον Πρωθυπουργό, του οποίου είχε την αμέριστη συμπαράσταση, εισηγείτο την διαπαιδαγώγηση όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των αλλοεθνών υπηκόων του κράτους, την εκτύπωση αναγνωστικών βιβλίων στην τουρκική γλώσσα, όπου χρειαζόταν, την ανάθεση της διδαχής των κατακτημένων αδιακρίτως σε λόγιους, χριστιανούς ή μουσουλμάνους, Έλληνες όμως.

Στον από 20 Ιουλίου 1919 ενημερωτικό απολογισμό περιοδειών του σε κατοικούμενες από Μουσουλμάνους περιοχές διαπιστώνει διάθεση των Μουσουλμάνων υπέρ των Ελλήνων (και κατά των Βουλγάρων), προτείνει την διάθεση μικρών, σχετικώς, ποσών για την επιδιόρθωση “Τζαμίων και Σχολείων” και την επίδειξη “πατρικής μέριμνας προς τους πληθυσμούς αυτούς” παρακαλών όπως “η Κυβέρνησις έλθη αρωγός υλικώς εις διαφόρους πτωχάς Μουσουλμανικάς Κοινότητας όπως επισκευάσωσι (κτίσματα), τα οποία κατέστρεψαν οι Βούλγαροι”. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι “το τοιούτον όχι μόνον εις τους Τούρκους αλλά και εις τους Έλληνας θα κάμη αρίστην εντύπωσιν”.

Μετά πάροδο ενός περίπου αιώνος ο Γ.Κ. Στεφανάκης διαπιστώνει με τη σειρά του ότι υπήρξε μεγάλη αβελτηρία του ελληνικού κράτους έναντι του “θρακικού ζητήματος”. Δεν αξιοποιήθηκε το προσφυγικό κύμα του 1922, σε αντίθεση με ό,τι εθνοφελώς έγινε στη Μακεδονία. Αν είχε εφαρμοσθεί στη Θράκη, μετά την συνθήκη της Λωζάνης (14.7.1923), πολιτικός σχεδιασμός ανάλογος με αυτόν που υπεδείκνυε ο παππούς του συγγραφέα, η εξέλιξη στην περιοχή αυτή θα ήταν ομαλότερη. Είναι και αυτό ένα σημαντικό δίδαγμα που προκύπτει από την ανάγνωση του πονήματος “Εις Μνήμην Γεωργίου Εμμ. Στεφανάκι”.