Πώς λειτουργεί το γερμανικό εκλογικό σύστημα;

112

Μία ημέρα και δύο σταυροί ανά ψηφοφόρο κρίνουν τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Στις 24 Σεπτεμβρίου εκλέγεται στη Γερμανία η νέα ομοσπονδιακή Βουλή. Ποια είναι όμως η διαδικασία των εκλογών;

Η πιο πολυχρησιμοποιημένη φράση που αφορά το γερμανικό εκλογικό σύστημα λέει ότι οι βουλευτές εκλέγονται “μέσω γενικής, ελεύθερης, ισότιμης και μυστικής ψηφοφορίας”. Αυτό προβλέπει το Άρθρο 38, Παράγραφος 1 του γερμανικού Συντάγματος. Και σημαίνει ότι όσοι πολίτες είναι τουλάχιστον 18 ετών έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Κάθε πολίτης διαθέτει δύο ψήφους -με την πρώτη (Erststimme) επιλέγει με σταυρό προτίμησης υποψήφιο από την εκλογική του περιφέρεια ενώ με την δεύτερη (Zweitstimme) ψηφίζει το κόμμα επιλογής. Η ψηφοφορία είναι φυσικά μυστική (εκλογικό απόρρητο). Πάντως το γερμανικό εκλογικό σύστημα διαφέρει από το αμερικανικό, το βρετανικό ή το ελβετικό.

Γερμανία, μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Σημαντικότερη διαφορά είναι ότι η γερμανική μορφή διακυβέρνησης δεν είναι άμεση, αλλά αντιπροσωπευτική. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν παίζουν οι βουλευτές, δρώντας ως αντιπρόσωποι της λαϊκής βούλησης. Η Ελβετία θεωρείται κλασικό παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας. Οι Ελβετοί ψηφίζουν νόμους και μέσω δημοψηφισμάτων. Στη Γερμανία όμως οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται μόνον από τους βουλευτές. Αυτό συνιστά πολύ σημαντική ευθύνη για τους εκλεγμένους αντιπροσώπους.

Το γερμανικό Σύνταγμα τονίζει ιδιαίτερα τον συγκεκριμένο ρόλο τον βουλευτών και επισημαίνει: “Είναι αντιπρόσωποι του λαού στο σύνολό του, δεν δεσμεύονται από εντολές και οδηγίες και είναι υπόλογοι μόνον στη συνείδησή τους”. Το Σύνταγμα προβλέπει όμως έναν ελεγκτικό ρόλο και για τον απλό ψηφοφόρο. Όποιος θεωρεί ότι η ψηφοφορία δεν διενεργήθηκε σύννομα, μπορεί να προσβάλει την εκλογική διαδικασία.

Το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο

Από το 2002 το γερμανικό Κοινοβούλιο μετρά τουλάχιστον 598 βουλευτές. Οι μισές από τις έδρες αυτές κατανέμονται στους βουλευτές που κερδίζουν την απλή πλειοψηφία των ψήφων στις 299 εκλογικές περιφέρειες. Μπορεί να πει κανείς ότι αυτοί οι βουλευτές εκλέγονται απευθείας. Γι΄ αυτό και γίνεται λόγος για τη λεγόμενη “άμεση εντολή/έδρα” (Direktmandat). Για την κατανομή των υπόλοιπων 299 εδρών αποφασίζουν επίσης οι ψηφοφόροι, ωστόσο όχι μέσω της άμεσης επιλογής συγκεκριμένων υποψηφίων, αλλά ψηφίζοντας ένα συγκεκριμένο κόμμα. Τα κόμματα έχουν τοποθετήσει τους υποψηφίους τους στις λεγόμενες λίστες των κρατιδίων. Κάθε μία από τις 16 κομματικές ενώσεις (όσες και ο αριθμός των ομόσπονδων κρατιδίων) δημιουργεί θέσεις για τους υποψήφιους βουλευτές.

Οι λίστες των κρατιδίων εισάγονται, ανάλογα με το μέγεθος του εκάστοτε κρατιδίου, σε μια ομοσπονδιακή λίστα, της οποίας ηγείται ο επικεφαλής υποψήφιος κάθε κόμματος. Η Άγκελα Μέρκελ βρίσκεται και φέτος στην πρώτη θέση της λίστας της CDU (Χριστιανοδημοκράτες) και ο Μάρτιν Σουλτς ηγείται για πρώτη φορά της λίστας του SPD (Σοσιαλδημοκράτες). Ο καγκελάριος εκλέγεται εντέλει από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των πολιτών και όχι από τους ίδιους τους πολίτες.

Πρώτη και δεύτερη ψήφος

Από τις δύο ψήφους που έχει κάθε ψηφοφόρος (μπορεί να κάνει χρήση και μόνο της μίας, να ψηφίσει, για παράδειγμα κόμμα αλλά όχι υποψήφιο της περιφέρειάς του) η δεύτερη είναι η σπουδαιότερη. Μέσω αυτής κρίνεται η σύνθεση της ομοσπονδιακής Βουλής. Για παράδειγμα, αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 35% των δεύτερων ψήφων, τότε καταλαμβάνει και το 35% των βουλευτικών εδρών του επόμενου Κοινοβουλίου. Με τη δεύτερη ψήφο τους οι ψηφοφόροι κρίνουν εν τέλει τον συσχετισμό δυνάμεων στην Bundestag. Όταν είναι σαφές πόσες έδρες έχει κερδίσει κάθε κόμμα μέσω της δεύτερης ψήφου, αυτές κατανέμονται στους υποψηφίους από τις λίστες των κρατιδίων.

Εξαιρετικά σύνθετη γίνεται η κατάσταση όταν κάποιο κόμμα κερδίζει σε ένα κρατίδιο περισσότερες απευθείας έδρες συγκριτικά με το ποσοστό που συγκεντρώνει από τις δεύτερες ψήφους (γενικό εκλογικό ποσοστό). Σε τέτοια περίπτωση -η οποία δεν είναι σπάνιο φαινόμενο- το Κοινοβούλιο διευρύνεται. Ο συνολικός αριθμός των βουλευτών αυξάνεται, διότι οι έδρες που κερδήθηκαν μέσω της απευθείας εκλογής (πρώτη ψήφος) διατηρούνται. Προκειμένου να εξισορροπηθούν αυτές οι λεγόμενες “πλεονασματικές έδρες”, χορηγούνται στα υπόλοιπα κόμματα κάποιες πρόσθετες έδρες.

Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση είχαν συμφωνήσει το 2012 επί της συγκεκριμένης διαδικασίας. Το μειονέκτημά της είναι ότι μέσω αυτής το Κοινοβούλιο μπορεί να μεγαλώσει δραστικά. Σήμερα βρίσκεται υπό συζήτηση να τεθεί όριο στον αριθμό των εδρών. Η νυν γερμανική Βουλή μετρά συνολικά 630 βουλευτές.

Το όριο του 5%

Μία ακόμη ιδιαιτερότητα του γερμανικού εκλογικού συστήματος είναι το κατώτατο όριο του 5% για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή. Η επιλογή του συγκεκριμένου ορίου έχει σχέση με τη γερμανική ιστορία. Στόχος της συγκεκριμένης διάταξης είναι να αποτραπεί ένας κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου αντίστοιχος με εκείνον που υπήρξε τη δεκαετία του 1920 και καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων πλειοψηφίας. Ωστόσο, το επιχείρημα των επικριτών αυτής της διάταξης είναι ότι συνολικά υπερβολικά μεγάλων αριθμός ψήφων πηγαίνουν χαμένες. Το 2013 οι ψήφοι που χάθηκαν άγγιξαν τα επτά εκατομμύρια. Εδώ και χρόνια εξετάζεται η αναθεώρηση αυτού του ορίου, ωστόσο στις προσεχείς εκλογές θα παραμείνει σε ισχύ.