Η κατανάλωση τη φετινή χρονιά προβλέπεται- στην μελέτη ανάπτυξης του Ιουνίου 2017 του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου- να φτάσει τα 4,1 δισ. κυβικά μέτρα, σημειώνοντας αύξηση κατά 25% σε σύγκριση με την προηγούμενη εκτίμηση, στη μελέτη του ΔΕΣΦΑ για την περίοδο 2017-2026.
Τα κύρια αίτια για αυτή την αναθεώρηση προς τα πάνω είναι η ενεργειακή κρίση του περασμένου χειμώνα που οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή (σημειώνεται ότι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές φυσικού αερίου). Σημειώνεται ακόμη ότι στην εκτίμηση αυτή δεν έχει ληφθεί υπόψη η πιθανή επίπτωση από την κατολίσθηση στο ορυχείο του Αμυνταίου. Σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ «σε περίπτωση που δεν ενταχθούν σε λειτουργία οι μονάδες Αμυνταίου κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2017 – 2018, η επίπτωση στην κατανάλωση φ.α. θα είναι σημαντική, δηλαδή περίπου 0,21 δισ. κυβικά μέτρα πρόσθετη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδες φ.α. Αντίστοιχη θα είναι η επίπτωση και για το χειμώνα 2018 – 2019, αλλά μικρότερη αναμένεται για το χειμώνα 2019 – 2020 (λόγω τελικής απόσυρσης των μονάδων τον Ιανουάριο 2020 σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα)».
Για το 2018 προβλέπεται σχετική υποχώρηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στα 3,7 δισ. κυβικά μέτρα. Ωστόσο οι φετινές προβλέψεις του ΔΕΣΦΑ για τις καταναλώσεις των επόμενων ετών είναι αυξημένες σε σχέση με τις περυσινές εκτιμήσεις.
Το 2022 προβλέπεται ότι η ζήτηση θα επανέλθει στο ιστορικό μέγιστο (4,5 δισ. κυβικά μέτρα, που καταγράφηκε το 2011). Κύριες αιτίες της αύξησης εκτός από την επέκταση της ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο (λόγω του σταδιακού περιορισμού του λιγνίτη, των διασυνδέσεων νησιών κ.α.) είναι η αύξηση της βιομηχανικής και αστικής χρήσης (η τελευταία προβλέπεται να διπλασιαστεί στη δεκαετία 2018 – 2027) στις περιοχές με δίκτυα διανομής, δηλαδή σε Αττική, Θεσσαλονίκη και Θεσσαλία όπως και η ανάπτυξη νέων αγορών με την τεχνολογία των μικρών εγκαταστάσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου. Στο μεταξύ, τη Δευτέρα (7/8) λήγει η προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την πώληση του 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ (35% από τα Ελληνικά Πετρέλαια και 31% από το ΤΑΙΠΕΔ).