Ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε περίπου κατά ένα εκατομμύριο. Σε άλλοτε «κραταιούς» κλάδους της οικονομίας όπως οι κατασκευές, χάθηκαν οι 6 στις 10 θέσεις εργασίας. Τα λουκέτα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στέρησαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Περίπου ο ένας στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα απασχολείται με «μπλοκάκι» -πάνω από 280.000 άτομα συνολικά ενώ η ημιαπασχόληση «τρέχει» με ρυθμό άνω του 50% την τελευταία 6ετία.
Τα μνημόνια, έφεραν τα πάνω-κάτω στην αγορά εργασίας. Στον βωμό της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, θυσιάστηκαν θέσεις εργασίας, αμοιβές και ωράρια. Μόνο οι μεγάλοι εργοδότες –εταιρείες που απασχολούν πάνω από 50 άτομα προσωπικό η καθεμία- διατήρησαν τις θέσεις εργασίας που κατείχαν και πριν εμπλακεί η χώρα στα μνημόνια. Ωστόσο, οι εταιρείες αυτές είναι πολύ λίγες για να στηρίξουν την απασχόληση στην Ελλάδα. Η ραχοκοκαλιά της αγοράς εργασίας, παραμένει η μικρομεσαία δραστηριότητα η οποία επλήγη καίρια από την αύξηση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Οι επιπτώσεις από τα αλλεπάλληλα λουκέτα, φάνηκαν ξεκάθαρα στις στατιστικές της εργασίας. Στο διάστημα 2009-2015, ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε κατά 945.300 άτομα: από τα 4,556 εκατομμύρια στα 3,610 εκατομμύρια. Από το σύνολο των 945 χιλιάδων χαμένων θέσεων εργασίας, οι 716 χιλιάδες –δηλαδή περίπου οι 3 στις τέσσερις- χάθηκαν από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούσαν έως και 10 άτομα προσωπικό ενώ 113 χιλιάδες (περίπου το 12%) εξαφανίστηκαν από τις εταιρείες που απασχολούσαν από 11 έως 19 άτομα. Αντίθετα, ο αριθμός των απασχολουμένων στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζομένους η καθεμία ήταν 476,6 χιλιάδες στο τέλος του 2009 για να αυξηθούν σε 504,4 χιλιάδες στο τέλος του 2015.
Τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή για την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού, οδηγούν σε πολλά χρήσιμα συμπεράσματα για τι πραγματικά συνέβη στην αγορά εργασίας στα χρόνια των τριών μνημονίων:
- Στο δημόσιο, η απασχόληση μειώθηκε κατά 226 χιλιάδες άτομα κυρίως λόγω των αθρόων συνταξιοδοτήσεων (οι περισσότερες υπό την απειλή των αλλαγών στο ασφαλιστικό) αλλά και της μνημονιακής απαίτησης για εφαρμογή αυστηρών κανόνων του τύπου «μια πρόσληψη για κάθε πέντε αποχωρήσεις». Έτσι, ο αριθμός των απασχολουμένων, από το ένα εκατομμύριο που ήταν στο τέλος του 2009, περιορίστηκε στα 774,8 χιλιάδες άτομα στο τέλος του 2015. Μείωση, υπήρξε και στον αριθμό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Χάθηκαν 719 χιλιάδες θέσεις απασχόλησης με αποτέλεσμα να περιοριστούν από τα 3,555 εκατομμύρια, στα 2,835 εκατομμύρια.
- Ποιο ανθεκτικός αποδείχτηκε ο πρωτογενής τομέας καθώς οι θέσεις απασχόλησης μειώθηκαν κατά 13% ή κατά 67,2 χιλιάδες θέσεις εργασίας (από τις 532,9 χιλιάδες στο τέλος του 2009, στις 465,7 χιλιάδες στο τέλος του 2015). Η απόλυτη κατάρρευση, επήλθε στον δευτερογενή τομέα: ενώ στο τέλος του 2009, απασχολούνταν 962,7 χιλιάδες εργαζόμενοι, στο τέλος του 2015, ο αριθμός τους είχε περιοριστεί κατά 423,3 χιλιάδες (ή κατά 44%) στις 539,4 χιλιάδες. Ο κατασκευαστικός κλάδος, στέρησε από την οικονομία περισσότερες από 225 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ουσιαστικά, στο διάστημα 2009-2015 χάθηκαν οι έξι στις 10 θέσεις στην οικοδομή και στις κατασκευές καθώς ενώ πριν τη μεγάλη ύφεση απασχολούνταν 370,7 χιλιάδες άνθρωποι, στο τέλος του 2015 είχαν απομείνει μόλις 145,2 χιλιάδες θέσεις. Από τον τομέα της βιομηχανίας, χάθηκαν η μια στις τρεις θέσεις ή περίπου 197 χιλιάδες σε απόλυτο αριθμό. Στο τέλος του 2009 απασχολούνταν 592 χιλιάδες και στο τέλος του 2015 περίπου 394 χιλιάδες. Τέλος, στο τριτογενή τομέα, καταγράφηκε μείωση 15% στην απασχόληση. Στον τομέα που κρατάει το μεγαλύτερο μερίδιο στην απασχόληση (σ.σ το συνολικό ποσοστό ξεπερνά το 72%), η απασχόληση μειώθηκε από τα 3,06 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, στα 2,6 εκατομμύρια. Από τις 454 χιλιάδες θέσεις που χάθηκαν οι 222 χιλιάδες αφορούσαν στον κλάδο του εμπορίου, των ξενοδοχείων και της εστίασης ενώ 47,6 χιλιάδες αφορούσαν στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
- Το 64% των χαμένων θέσεων απασχόλησης (περίπου 600 χιλιάδες θέσεις) στο διάστημα 2009-2015 αφορά σε μισθωτούς ο αριθμός των οποίων μειώθηκε από τα 2,949 εκατομμύρια άτομα, στα 2,348 εκατομμύρια. Ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό, περιορίστηκε κατά 128,6 χιλιάδες άτομα (από τα 376,9 χιλιάδες στα 248,4 χιλιάδες ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό, είναι πλέον 855,9 χιλιάδες έναντι 964 χιλιάδων πριν από τα μνημονία. Μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των «βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση» η οποία αποδίδεται κατά κύριο λόγο στα χιλιάδες «λουκέτα». Ο αριθμός των βοηθών, από τις 266 χιλιάδες που ήταν προ κρίσης, έχει περιοριστεί στις 157,9 χιλιάδες.
- Στην περίοδο 2009-2015, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε μεγάλη μείωση στον αριθμό των πλήρως απασχολούμενων και κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των μερικώς απασχολούμενων. Το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στο τέλος του 2009 ήταν μόλις 6,12% καθώς ο αριθμός των εργαζομένων της κατηγορίας ήταν 278,9 χιλιάδες σε σύνολο 4,556 εκατομμυρίων απασχολουμένων. Στο τέλος του 2015, οι μερικώς απασχολούμενοι είχαν αυξηθεί σε 343,2 χιλιάδες με τον αριθμό των απασχολούμενων να μειώνεται στα 3,61 εκατομμύρια άτομα και το μερίδιο να αυξάνεται στο 9,51%.
- Μόνιμη θέση εργασίας, κατέχουν 2,067 εκατομμύρια άτομα, αριθμός μειωμένος κατά 518,5 χιλιάδες σε σχέση με το 2009. Θέση προσωρινής απασχόλησης ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου (είναι τα περίφημα «μπλοκάκια) κατέχουν με στοιχεία 2015 280,6 χιλιάδες άτομα έναντι 362,5 χιλιάδων στο τέλος του 2009. Ο αριθμός των «μπλοκάκηδων» μειώθηκε κυρίως λόγω του δημοσίου καθώς με τα μνημόνια απαγορεύτηκαν οι μαζικές ανανεώσεις συμβάσεων. Στην έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, η μεγάλη πλειοψηφία όσων καλύπτουν μια προσωρινή θέση απασχόλησης, δήλωσαν ότι δεν μπορούν να βρουν μόνιμη θέση.
- Το πρόστιμο των 10.500 ευρώ για την ανασφάλιστη εργασία φαίνεται ότι έχει λειτουργήσει θετικά καθώς, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των εργαζομένων που δηλώνουν ότι εργάζονται ανασφάλιστοι, έχει μειωθεί από τα 184 χιλιάδες άτομα στο τέλος του 2009, στα 130,8 χιλιάδες άτομα στο τέλος του 2015.
- Η κρίση «κούρεψε» και τις διπλοαπασχολήσεις. Δύο ή περισσότερες δουλειές είχαν στο τέλος του 2009 περίπου 155 χιλιάδες άτομα για να μειωθεί ο αριθμός τους στις 59,3 χιλιάδες στο τέλος του 2015.