Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Ας περιγράψουμε το πρώτο υποθετικό σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία αποβάλλει σταδιακά, αλλά επίμονα και συστηματικά, τον κοσμικό της χαρακτήρα και όλα τα δυτικά, θεσμικά και πολιτιστικά, στοιχεία και γίνεται ένα ανοικτά ισλαμικό κράτος χωρίς καμία από τις ουσιαστικές εγγυήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό η Τουρκία επανεξετάζει τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και έχει μειωμένο ενδιαφέρον για τη σχέση της με την ΕΕ. Ούτε λόγος βέβαια για προοπτική ένταξης στην ΕΕ.
Σύμφωνα με το δεύτερο υποθετικό σενάριο, σχετικά σύντομα κυριαρχούν στην Τουρκία οι δυνάμεις που ανάγονται στην κεμαλική παράδοση, πιστεύουν στον στόχο του δυτικού εκσυγχρονισμού της χώρας, επενδύουν σε μια στενή σχέση με την ΕΕ και αναζωπυρώνουν την επιδίωξη της ένταξης σε αυτήν.
Το τρίτο σενάριο, πραγματικό και όχι υποθετικό, είναι λίγο πολύ αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη στην ύστερη φάση της μακράς περιόδου Ερντογάν. Η Τουρκία συνεχίζει να διεκδικεί τη διπλή ( ευρωπαϊκή και ασιατική, δυτική και ισλαμική ) φύση της με ενέργειες όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, να προβάλλει τον εξαιρετισμό και την ιδιαιτερότητάς της μέσα στο ΝΑΤΟ και στη σχέση της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, να επικαλείται έντονα προβλήματα εθνικής ασφαλείας και ακεραιότητας, να αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάνης, να αναλαμβάνει στρατιωτικές επιχειρήσεις όπως αυτές στη Συρία και τη Λιβύη, να προσπαθεί να επιβάλλει τον ρόλο της και το «μερίδιό» της, όπως το εννοεί, στη Μεσόγειο, να ελέγχει τη στρόφιγγα των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την ΕΕ, κυρίως μέσω Ελλάδος.
Το εύλογο ερώτημα είναι πώς τοποθετείται η Ελλάδα απέναντι σε αυτά τα σενάρια, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη και όλες τις κρίσιμες μεταβλητές που δεν εξαρτώνται από τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία. Αναφέρομαι στις εξελίξεις στις ΗΠΑ σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές, στη διαρκή εσωτερική διαπραγμάτευση στην ΕΕ, στην πορεία της πανδημίας του Covid-19 και τις υγειονομικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές της επιπτώσεις, στην καμπύλη των σχέσεων ΗΠΑ – ΕΕ- Ρωσίας – Κίνας, στις άνισες δημογραφικές προοπτικές, στην προβολή στο 2050 των μεγεθών του παγκόσμιου ΑΕΠ και της συμμετοχής των σημερινών και μελλοντικών μεγάλων παικτών σε αυτό κ.ο.κ. Αναφέρομαι προφανώς και στο τοπίο που θα υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Το βέβαιο είναι ότι και στα τρία παραπάνω σενάρια για τις εξελίξεις στην Τουρκία τα γεωγραφικά δεδομένα παραμένουν τα ίδια. Επίσης ίδιες παραμένουν οι προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας για την υποχρέωση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με τις γειτονικές χώρες προκειμένου τα σχετικά ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα να μπορούν να ασκηθούν νομίμως και πλήρως.
Ακόμη και αν επιτευχθούν οι καλύτεροι όροι σε μια παρόμοια οριοθέτηση με την Αίγυπτο, συγκρίσιμοι, ας πούμε, με τους όρους της πρόσφατης ελληνοϊταλικής συμφωνίας που συμπλήρωσε εκείνη του 1997, χωρίς συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ή χωρίς από κοινού προσφυγή σε κάποια από τις δικαστικές, διαιτητικές ή συνδιαλλακτικές διαδικασίες που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και κατά προτίμηση χωρίς από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η εκκρεμότητα θα υπάρχει ως πηγή διαρκών τριβών και εντάσεων. Και ο χρόνος θα περνάει και θα μειώνει την αξία των ορυκτών καυσίμων λόγω κλιματικής αλλαγής και αλλαγής προσανατολισμού της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Ακούω την ένσταση που κυριαρχεί: μπορούμε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να ζητήσουμε επανάληψη των διερευνητικών επαφών που διακόπηκαν το 2016, μετά 14 χρόνια αλλεπάλληλων γύρων, με το αντικείμενο που προσδιορίσαμε το 2013, δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο εντέλει μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, τώρα; Μετά την απόφαση για την Αγία Σοφία; Ενώ η Τουρκία απειλεί με γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και εντός των απώτερων ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ Νότια της Κρήτης;
Ιδίως τώρα οι άτυποι δίαυλοι επικοινωνίας, οι βολιδοσκοπήσεις, οι φιλικές διαμεσολαβήσεις της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, οι πιέσεις της Γαλλίας, οι συζητήσεις στη σύνοδο υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, οι επισκέψεις του κ. Μπορέλ στην Άγκυρα, οι δηλώσεις του κ. Μπάιντεν στις ΗΠΑ ως αντίστιξη στο στιλ της επικοινωνίας των κκ Τράμπ και Ερντογάν, πρέπει να κατατείνουν πρωτίστως στην ενεργοποίηση της διαδικασίας που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας για τη μόνη διμερή νομική διαφορά που δέχεται η Ελλάδα που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η δεύτερη δοκιμασμένη διαδικασία είναι ο διάλογος για στρατιωτικά και κυρίως αεροναυτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης για την αποφυγή ατυχημάτων.
Είναι δε προφανές ότι μια νέα ώθηση στις διακοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο θα μπορούσε ενδεχομένως να δοθεί αν η ΕΕ μπορούσε να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός σχήματος εγγύησης της συμμετοχής των Τουρκοκύπριων στα μελλοντικά έσοδα από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, διαφυλασσόμενης πάντοτε της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από τα τρία αυτά σημεία μπορεί να ξεκινήσει, με στρατηγική ασφάλεια για την Ελλάδα και στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, ο έλεγχος των πραγματικών προθέσεων και των ορίων της συμπεριφοράς της τουρκικής πλευράς.
Η άλλη προσέγγιση ποια είναι άραγε; Η αναμονή έως ότου ο πανδαμάτωρ χρόνος καταστήσει άνευ αντικειμένου τη συζήτηση περί υδρογονανθράκων στην περιοχή; Η μοιρολατρική ή η γεμάτη αυτοπεποίθηση αναμονή ενός θερμού επεισοδίου που θα διαμορφώσει και θα αναδείξει ευνοϊκούς για την Ελλάδα στρατιωτικούς συσχετισμούς με τη στήριξη π.χ. της Γαλλίας ; Η εμπειρία του τελευταίου μισού αιώνα λέει ότι τα θερμά επεισόδια οδηγούν σε moratorium ή σε εσπευσμένο διάλογο και ανακοινωθέντα που μάλλον περιπλέκουν τα πράγματα.
Όλα βεβαίως θέλουν τον τρόπο τους. Δεν θα ήθελα π.χ. να συμπίπτει χρονικά μια άτυπη επαφή με την Τουρκία στο Βερολίνο με τη σύνοδο του Συμβουλίου ΥΠΕΞ της ΕΕ που συγκλήθηκε την ίδια ημέρα στις Βρυξέλλες με στόχο – υποτίθεται – να στείλει σαφές και σκληρό μήνυμα στην Τουρκία. Θα ήθελα ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ να έχει ως βασική του προτεραιότητα την ευρωπαϊκή σφραγίδα σε ένα σχήμα εγγύησης της συμμετοχής των Τουρκοκύπριων στα μελλοντικά έσοδα από τους υδρογονάνθρακες, αλλά σε μια συζήτηση για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τις ελληνικές θέσεις πρέπει να τις εκφράζει απευθείας ο Έλληνας ΥΠΕΞ.
Γενικά μέσα σε μια τέτοια επιβαρυμένη συγκυρία τόσο η πολιτική και διπλωματική κινητικότητα χωρίς σαφές στρατηγικό πλαίσιο όσο και η ακινησία που κρύβει στρατηγική αμηχανία ή φόβο έναντι του πολιτικού κόστους είναι δυο εξίσου προβληματικές συμπεριφορές. Σε αυτά αντιτάσσεται ένα σχέδιο ενεργειών που βασίζεται στο θεσμικό πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου χωρίς όμως να διολισθαίνει στον νομικισμό, γιατί αξιοποιεί με ασφάλεια όλες τις θετικές παραμέτρους της διεθνούς και περιφερειακής συγκυρίας.
Περιττεύει δε να πω ότι ούτως ή άλλως η Ελλάδα ( πρέπει να ) προωθεί διαρκώς όλες τις διαστάσεις της εθνικής της ισχύος που τη θωρακίζουν όχι ρητορικά αλλά πρακτικά. –