Του Τάσου Αβραντίνη
Το Σύνταγμα της χώρας προστατεύει τη γενική ελευθερία της Παιδείας. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο, και στην παιδική ηλικία οι γονείς του, έχει δικαίωμα του πώς και πού θα εκπαιδευθεί. Κάθε δικαίωμα έχει βεβαίως και την αρνητική πλευρά του. Έτσι θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι το δικαίωμα της εκπαίδευσης περιλαμβάνει και την αποχή από οποιαδήποτε διαδικασία εκπαίδευσης. Αυτή την αρνητική πλευρά αποκλείει όμως το Σύνταγμα της χώρας, στο οποίο ορίζεται ελάχιστη διάρκεια υποχρεωτικής εκπαίδευσης τα εννέα χρόνια. Συνεπώς, η αποχή από την εκπαίδευση δεν επιτρέπεται για όσα χρόνια καθορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι ως υποχρεωτικά.
Στο Σύνταγμα όμως δεν προβλέπεται ότι η υποχρεωτική εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο και όχι σε κάποια οργανωμένη μορφή στο σπίτι από τους γονείς ή/και εκπαιδευτικούς σε μεμονωμένους μαθητές ή τμήματα μαθητών. Αυτή η δυνατότητα απαγορεύεται από την κοινή νομοθεσία. Μια τέτοια απαγόρευση έρχεται σε αντίθεση όμως με τη θετική πλευρά του δικαιώματος της εκπαίδευσης και ειδικότερα με το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη διδασκαλία των παιδιών τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικοϊδεολογικές αντιλήψεις τους. Το δικαίωμα αυτό απορρέει τόσο από το Σύνταγμα της χώρας όσο και από το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις περισσότερες προηγμένες χώρες, η επιλογή της εκπαίδευσης στο σπίτι κατά κανόνα απαγορεύεται. Μια τέτοια απαγόρευση δεν προσβάλλει απλώς την ελευθερία της εκπαίδευσης, όπως αναλύθηκε προηγουμένως κατά παράβαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, έρχεται, επιπλέον, σε αντίθεση και με τη γενικότερη τάση ποικιλομορφίας που παρατηρείται διεθνώς και έχει ως σκοπό τη διεύρυνση των ορίων των εκπαιδευτικών επιλογών. Αγνοεί επίσης εμπειρικές μελέτες που αποδεικνύουν τα πολλαπλά οφέλη της κατ’ οίκον εκπαίδευσης. Σύμφωνα με αυτές, μια καλά οργανωμένη και δομημένη κατ’ οίκον εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα σε σχέση με τη συμβατική εκπαίδευση στο σχολείο. Επιπροσθέτως, η κατ’ οίκον εκπαίδευση συσχετίζεται με υψηλότερα ποσοστά απόκτησης πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών σε σχέση με τη συμβατική σχολική εκπαίδευση ενώ οδηγεί και σε υψηλότερα επίπεδα αποδοχών από την εργασία.
Ακόμη, η κατ’ οίκον εκπαίδευση επιτρέπει μεταξύ άλλων:
– Τη δυνατότητα να καθορίζεται ένα ευέλικτο πρόγραμμα σπουδών και να προσαρμόζονται οι διδακτικές μέθοδοι με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες, τις κλίσεις, την ιδιοσυγκρασία και τα ενδιαφέροντα των παιδιών.
– Τη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας εντός ενός οικείου, ευχάριστου και ασφαλούς περιβάλλοντος για τα παιδιά.
– Τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων θρησκευτικών, ηθικών και ιδεολογικών αξιών της οικογένειας.
– Την αύξηση του χρόνου συμμετοχής του παιδιού στη μαθησιακή διαδικασία και την ενεργότερη εμπλοκή του σε αυτή.
– Την ευελιξία διάθεσης και διαρρύθμισης του οικογενειακού χρόνου χωρίς τις δεσμεύσεις του χώρου και του χρόνου που υπάρχουν αναπόφευκτα στο σχολείο.
Στην Ελλάδα με τις αρκετές δυσπρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές, έχουμε πρόσθετους λόγους που συνηγορούν υπέρ της επιλογής της κατ΄οίκον εκπαίδευσης και κυρίως:
– Την εξασφάλιση σημαντικού ποιοτικού χρόνου με την οικογένεια, σε αντίθεση με τις ώρες που χρειάζονται οι μαθητές για την μετακίνησή τους από και προς το σχολείο.
– Το οικονομικό κόστος, λόγω της ανάγκης μετεγκατάστασης των παιδιών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε άλλες περιοχές προκειμένου να μπορούν να παρακολουθήσουν το σχολείο.
– Την υποβαθμισμένη ποιότητα πολλών απομακρυσμένων σχολείων.
Έναντι όλων αυτών των πλεονεκτημάτων αντιπαρατίθεται συχνά η άποψη ότι η κατ’ οίκον εκπαίδευση θα λειτουργήσει εις βάρος της κοινωνικοποίησης των παιδιών. Το επιχείρημα αυτό καταρρίπτεται από εμπειρικές μελέτες που αποδεικνύουν ότι η κατ’ οίκον εκπαίδευση δημιουργεί στους νέους μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα κοινά και τους οδηγεί σε μεγαλύτερη συμμετοχή σε αυτά. Έφτασε ο καιρός οι γονείς να έχουν αποφασιστικό λόγο για το μέλλον των παιδιών τους.
Πηγή : Φιλελεύθερος