Η κρίση ως αναδιαμόρφωση
Ένας υποθετικός συλλογισμός: μια κατάσταση κρίσης μπορεί να εκληφθεί ως μετατόπιση στις σχέσεις μεταξύ πεποιθήσεων και ιδεολογιών, υποδομών (άυλων και/ή υλικών) και υλικών συνθηκών. Σε τέτοιες στιγμές, ανοίγεται ένα ρήγμα σε αυτό που θεωρείται “κανονικό”, σε αυτό που λογίζεται “δεύτερη φύση”, επιτρέποντάς μας να δούμε αυτές τις σχέσεις υπό ένα νέο φως και δημιουργώντας μια ευκαιρία για τις ήδη υπάρχουσες δυναμικές να αναπροσαρμοστούν με τρόπους που μπορεί να συγκροτήσουν έναν νέο αστερισμό. Οι κρίσεις διαμορφώνουν το δίκτυο των σχέσεων που ορίζουν τον κόσμο μας εκείνη τη δεδομένη στιγμή, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ισχύ σε διαφορετικά σημεία του δικτύου, αλλά σε κάθε περίπτωση επηρεάζουν ολόκληρο το δίκτυο σε κάποιον βαθμό. Οι κρίσεις μπορεί να τέμνονται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την κλιματική κρίση που επηρεάζει την πορεία της προσφυγικής κρίσης ή, ακόμα, και της ίδιας της κρίσης της Covid-19.
Η κρίση που ζούμε τώρα προέκυψε στο μικροεπίπεδο ενός ιού που εισήλθε στον ανθρώπινο κόσμο. Αυτό οδήγησε στο πιο εκτεταμένο βιοπολιτικό πείραμα που πραγματοποιήθηκε ποτέ και, για τους περισσότερους Ευρωπαίους των μεταπολεμικών γενιών, οι τελευταίοι μήνες υπήρξαν πιθανώς τα πιο αποδιοργανωτικά βιώματα στη ζωή τους. Ο ιός είναι αόρατος, άοσμος, ανεπαίσθητος. Εξαπλώθηκε, όμως, μέσα από τα δίκτυα του εμπορίου, των μεταφορών και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, που αποτελούν τη βάση των παγκοσμιοποιημένων υπάρξεών μας, και είχε επιπτώσεις που είναι μαζικά ορατές και αισθητές: χαμένες ζωές, υπερπλήρη νοσοκομεία, υπερχειλίζοντα νεκροτομεία, δρόμοι και ουρανοί άδειοι από αυτοκίνητα και αεροπλάνα, μετασχηματισμένα ή κονιορτοποιημένα εργασιακά μοντέλα, επιδεινωμένες ανισότητες, την ελευθερία μετακίνησης και συνάθροισης υπό περιορισμούς και επιτήρηση.
Το ίδρυμα Nesta στο Ηνωμένο Βασίλειο δημοσίευσε πρόσφατα ένα άρθρο στο οποίο περιγράφονται “Τέσσερα μελλοντικά σενάρια μετά τον κορωνοϊό“: μια “επιστροφή στην κανονικότητα”, η οποία ωστόσο δεν θα μπορούσε στην πραγματικότητα να υπάρξει, επειδή η κρίση έχει ανοίξει ένα ρήγμα στην “κανονικότητα”, ανατρέποντας τις ισορροπίες και επιταχύνοντας την εμφάνιση νέων διαμορφώσεων· μια κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης με αυξανόμενη ανισότητα και σχεδόν δομική αστάθεια· μια νεοκεϋνσιανή διευθέτηση στην περίοδο μετά τον κορωνοϊό· και, τέλος, ο “Μεγάλος Αδελφός”, όπου ο βιοπολιτικός έλεγχος εντείνεται και ενσωματώνεται στις πανταχού παρούσες τεχνολογίες. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες παραλλαγές που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί.
Εν μέσω όλης αυτής της κατάστασης, όπως πολλοί άλλοι, έτσι κι εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να προσπαθήσω να κατανοήσω πώς το επαγγελματικό μου περιβάλλον, ο μη-κερδοσκοπικός πολιτιστικός τομέας στην Ευρώπη, έχει διαταραχτεί από την κρίση, πώς μέσα στο συγκεκριμένο δίκτυο έχουν μετασχηματιστεί πεποιθήσεις, υποδομές και υλικές συνθήκες και πώς ο μετασχηματισμός του θα μπορούσε με τη σειρά του να επηρεάσει συνολικά το δίκτυο. Οι κόμβοι ενός δικτύου σε κρίση δεν βρίσκονται μόνο στην πλευρά του δέκτη των διαταράξεων, καθώς τις τροποποιούν και τις αναμεταδίδουν, ενώ ο τρόπος που το κάνουν τροφοδοτεί το είδος της νέας διαμόρφωσης που θα προκύψει σε ευρύτερο επίπεδο. Αντιλαμβάνομαι ως πρωταρχικό ρόλο των πολιτιστικών οργανισμών αυτόν της ενίσχυσης ή της άμβλυνσης πεποιθήσεων για το πώς είναι ή θα μπορούσε να είναι ο κόσμος, μέσω των επιλογών τους στον προγραμματισμό, στις πρακτικές συμπερίληψης ή αποκλεισμού που υιοθετούν και στα κανάλια επικοινωνίας τους. Οι τρόποι που αντιδρούν και δρουν οι πολιτιστικοί οργανισμοί επηρεάζουν τη συνολική εξέλιξη του κόσμου μας και εκεί ακριβώς έγκειται η ευθύνη μας. Έτσι, το να σκεφτούμε μέσα από την τρέχουσα κατάσταση μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα, όχι μόνο το τι είναι οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί, αλλά και πώς ο μετασχηματισμός τους μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που θα καθορίσει την κατεύθυνση στην οποία θα οδηγηθούν οι κοινωνίες μας.
Επιβίωση σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο τομέας προσπαθεί ακόμα, όπως είναι κατανοητό, να βρει τον βηματισμό του, καθώς το σοκ που υπέστη ήταν τεράστιο και σε εξαιρετικά συμπιεσμένο χρόνο. Το 2018 υπήρχαν 8,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες της Ε.Ε. και η συνεισφορά τους στη συνολική οικονομία είναι υψηλότερη από αυτήν της αυτοκινητοβιομηχανίας. Πάνω από το 30% των εργαζομένων στον τομέα είναι αυτοαπασχολούμενοι, ποσοστό διπλάσιο και άνω του μέσου όρου, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κυριαρχούσαν στις περισσότερες πολιτιστικές δραστηριότητες, με εξαίρεση το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο. Η επισφάλεια των θέσεων εργασίας ήταν από τα πρώτα στοιχεία που επισημάνθηκαν καθώς οι οργανισμοί έκλειναν, οι χρηματοδοτικές ροές σχεδόν μηδενίστηκαν και το προσωπικό υποχρεώθηκε σε αναστολή εργασίας ή απόλυση. Οι πολιτιστικοί οργανισμοί και, στις περιπτώσεις που οργανώθηκαν, οι ανεξάρτητοι εργαζόμενοι στον πολιτιστικό τομέα, στράφηκαν στο κράτος και τα κράτη με τη σειρά τους στράφηκαν στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο, το πώς η Ευρώπη και τα κράτη-μέλη της χάραξαν την πορεία προς την οποία θα έπρεπε να κινηθεί ο πολιτιστικός τομέας στη διάρκεια της κρίσης έχει μεγάλη σημασία για το τι μας δείχνει σχετικά με ευρύτερες δυναμικές, ενόσω οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικών αντιμετωπίζουν πρωτόγνωρες καταστάσεις και λογικές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από μια επώδυνη διαδικασία, ανακοίνωσε το σχέδιο της “Ε.Ε. – Επόμενη Γενιά”, το οποίο μαζί με άλλες “στοχευμένες ενισχύσεις” στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. δημιούργησε μια θωράκιση ύψους €1,85 τρισεκατομμυρίων για την περίοδο 2021-2027, διαρθρωμένη σε τρεις πυλώνες: Στήριξη στα κράτη-μέλη, ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων και αξιοποίηση των διδαγμάτων από την κρίση. Ο τελευταίος πυλώνας αποσκοπεί κυρίως στη βελτίωση των υποδομών και των συστημάτων υγείας και πολιτικής προστασίας, αλλά και στην υποστήριξη της έρευνας σε τομείς που κρίνονται ζωτικοί: “υγεία, ανθεκτικότητα και πράσινες και ψηφιακές μεταβάσεις” (περισσότερα για αυτά παρακάτω).
Μέσα σε αυτό το συνολικό πακέτο, η ανταπόκριση στις επείγουσες ανάγκες και στο στρατηγικό πλαίσιο για τον πολιτιστικό τομέα έγινε μέσα από δύο θεμελιώδεις κατηγορίες στήριξης. Η πρώτη περιλαμβάνει την απευθείας στήριξη για ευρωπαϊκές πολιτιστικές πρωτοβουλίες. Παρά τα ευχολόγια της Επιτροπής για τη σημασία του τομέα και σε πείσμα των έντονων συστάσεων της Προέδρου της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Σαμπίνε Βερχέιγιεν, ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει μια πολύ περιορισμένη αύξηση, από €1,32 σε €1,52 δισεκατομμύρια στα 5 επόμενα χρόνια, για το πρόγραμμα Creative Europe, που είναι το κύριο χρηματοδοτικό εργαλείο για τον πολιτισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έχουν ανακοινωθεί και μικρότερα προγράμματα στήριξης για τον κινηματογράφο, με τη μορφή κουπονιών, καθώς και ένα νέο κάλεσμα για ανάπτυξη “ψηφιακής κινητικότητας” στις παραστατικές τέχνες, μαζί με κάποια άλλα, περιορισμένης εμβέλειας μέτρα. Οι πολιτιστικοί οργανισμοί έχουν ακόμα πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις μέσα από τα προγράμματα Horizon Europe και Erasmus +, αν και αυτά δεν είναι εξειδικευμένα πολιτιστικά προγράμματα. Η Ε.Ε. εγκαινίασε επίσης την πλατφόρμα Creatives Unite προκειμένου να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις πρωτοβουλίες.
“Food is Energy”, Valentina Karga & Marjetica Potrč, «Γεωμετρίες», Στέγη Ιδρύματος Ωνάση & Locus Athens (φωτ. Κική Παπαδοπούλου).
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει οριζόντια χρηματοδοτικά πακέτα για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., τμήματα των οποίων μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα τελευταία κατά τη βούλησή τους για τη στήριξη του πολιτιστικού τομέα. Ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων πρωτοβουλιών στήριξης έχει ήδη αναληφθεί από τα κράτη-μέλη και μπορεί κανείς να δει τις σχετικές λίστες, που διαρκώς ενημερώνονται, εδώ και εδώ. Οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες επικεντρώνονται στην παροχή άμεσης οικονομικής υποστήριξης σε οργανισμούς και εργαζομένους, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία εργαλείων, τα πιο φιλόδοξα από τα οποία είναι αυτά που παρουσίασε η Γερμανία. Τα κράτη-μέλη ανέπτυξαν επίσης έναν σημαντικό αριθμό πρωτοβουλιών, πολλές από τις οποίες αποσκοπούσαν στη χρήση της ψηφιοποίησης και της online διανομής περιεχομένου (εδώ είναι μόλις δύο παραδείγματα από τα αντίθετα άκρα της Ευρώπης).
Ένα πρώτο σημείο προβληματισμού είναι ότι η κρίση της Covid-19 έθεσε μια σοβαρή απειλή στην ευρωπαϊκή ενότητα, τόσο λόγω της δυσκολίας άρθρωσης μιας κοινής απάντησης, όσο και επειδή εξασθένισε τη σημασία μιας πραγματικά ευρωπαϊκής απάντησης χάριν εθνικών πρωτοβουλιών και τοπικών δράσεων, ακόμα κι αν αυτές παρουσιάστηκαν σαν επιδίωξη τόνωσης της “ψηφιακής κινητικότητας” και της διακρατικής συνεργασίας και χρηματοδοτούνταν από την Ε.Ε. Η ανάθεση της απαραίτητης πρόσθετης στήριξης για τον πολιτισμό στα κράτη-μέλη υποδεικνύει ότι ο πολιτισμός δεν είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής της Ε.Ε. και ότι το ευρωπαϊκό όραμα εξακολουθεί στην πραγματικότητα να είναι πάρα πολύ βασισμένο στις αγορές, στη βιομηχανία και στα χρηματοοικονομικά. Αναπόφευκτα, εξάλλου, οξύνει τις διαφορές στις διαθέσιμες ευκαιρίες που έχουν οι πολιτιστικοί οργανισμοί, ανάλογα με τη χώρα τους και τους διαθέσιμους πόρους που υπάρχουν εκεί. Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο οικοδομείται πάνω σε πολιτικές που σχεδιάστηκαν πριν από την κρίση, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η ψηφιακή μετάβαση. Για την ακρίβεια, ένα από τα βασικά συμπεράσματα από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας είναι ότι η κρίση της Covid-19 έχει λειτουργήσει περισσότερο ως επιταχυντής τάσεων παρά ως μήτρα γέννησης νέων.
Αλληλεγγύη σε ένα κατακερματισμένο τοπίο
Πώς αντέδρασαν οι πολιτιστικοί οργανισμοί και τα συνεργαζόμενα δίκτυά τους; Συνολικά, υπήρξε μια άμεση και πανευρωπαϊκή επικοινωνία μεταξύ των δικτύων και μια επιθυμία για ανεύρεση τρόπων συνεργασίας. Αυτό εκδηλώθηκε με τη συλλογική επιστολή που έστειλαν στην Επιτροπή 37 πολιτιστικά δίκτυα, με την ανάπτυξη εργαλείων συγκέντρωσης πληροφοριών, στα οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα, προκειμένου να βοηθήσουν τους οργανισμούς να παρακολουθούν τα μέτρα στήριξης και με τα μυριάδες συνεργατικά πρότζεκτ και τις πλατφόρμες που ανέκυψαν για την προώθηση έργων τέχνης, καλλιτεχνών και οργανισμών. Είναι εμφανές ότι υπάρχει ανάγκη για μια ευρωπαϊκή πολιτιστική περιοχή ανταλλαγής και συνεργασίας, στην οποία οι οργανισμοί να μπορούν να δουλεύουν μαζί στη βάση προγραμμάτων και πρότζεκτ που αφορούν τους ίδιους και το κοινό τους, ότι αυτό το διακρατικό έργο χρειάζεται διακρατική στήριξη που δεν παρέχεται από τα τοπικά προγράμματα των επιμέρους χωρών, ότι αυτή η πολιτιστική περιοχή θεωρείται απειλούμενη πλέον και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει επαρκώς εκτιμήσει τη σημασία της για το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Φυσικά, η ίδια η πανδημία απέκοψε τα κανάλια συνεργασίας: τα σύνορα σφραγίστηκαν και η κίνηση περιορίστηκε με έναν τρόπο που καμία μεταπολεμική γενιά δεν είχε βιώσει ξανά. Ωστόσο, είναι ουσιαστικό να αναλογιστούμε πώς αυτό το γεγονός ενισχύει υλικά και υπερφορτώνει συμβολικά μια τάση που προϋπήρχε της πανδημίας. Η επαναβεβαίωση των ευρωπαϊκών συνόρων, εξωτερικών και εσωτερικών, είχε ήδη για τα καλά δρομολογηθεί, μέσα στο ευρύτερο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης (για την οποία το βάρος της ευθύνης έπεσε στα λεγόμενα κράτη PIIGS – Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), της προσφυγικής κρίσης και, ασφαλώς, του Brexit. Στην Ελλάδα, η πανδημία συνέπεσε με μια κλιμάκωση της προσφυγικής κρίσης και αυτές οι δύο κρίσεις συγχωνεύτηκαν σκοπίμως στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, που ισχυρίζονταν ότι η Τουρκία έστελνε πρόσφυγες μολυσμένους με τον ιό. Ο συνδυασμός του κλεισίματος των φυσικών συνόρων και των επιμέρους κρατικών απαντήσεων για τη στήριξη των τοπικών πολιτιστικών σκηνών δημιουργεί έναν πραγματικό κίνδυνο ανάδυσης “εθνικών” πολιτιστικών ιδεολογιών και πολιτικών. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να πούμε σε ποιον βαθμό θα συμβεί αυτό, αλλά θα υποστήριζα ότι οι τρόποι που αντιδρούν σε αυτό το πλαίσιο οι πολιτιστικοί οργανισμοί (και οι καλλιτέχνες τους οποίους στηρίζουν και προωθούν) θα αποτελέσουν μια καθοριστική στιγμή για την ύπαρξη μιας ευρωπαϊκής πολιτιστικής σφαίρας.
Το κλείσιμο των συνόρων είχε άμεσες συνέπειες και σε άλλα πρακτικά και οικονομικά επίπεδα, καθώς επηρέασε ριζικά ολόκληρο το κύκλωμα περιοδειών, που ήταν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού πολιτιστικού τομέα. Αυτό επηρεάζει κυρίως τις μεγάλης κλίμακας παραγωγές, οι οποίες συχνά ήταν οικονομικά βιώσιμες μόνο εάν περιόδευαν εκτενώς και παρουσιάζονταν σε γεμάτες αίθουσες. Η επιβράδυνση στον τουρισμό επηρέασε κατά παρόμοιο τρόπο τα μεγάλα μουσεία, τα έσοδα των οποίων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τέτοιους επισκέπτες.
Covid-19, η κλιματική έκτακτη ανάγκη και οι τέχνες
Όπως ακριβώς η κρίση του νέου κορωνοϊού τέμνεται με άλλες κρίσεις (την προσφυγική κρίση, τον εθνικισμό), το ίδιο συμβαίνει και με την κλιματική κρίση. Η ξαφνική διακοπή των ταξιδιών και πολλών μορφών βιομηχανικής παραγωγής κατέστησε σαφείς τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον μας. Έχουν γραφτεί αρκετά για την επανεμφάνιση πουλιών σε πάρκα πόλεων, τις ριζικές μειώσεις στην ατμοσφαιρική ρύπανση και μια καινοφανή σιωπή στους αστικούς χώρους. Αυτό το ρήγμα στη ρυπογόνο κανονικότητά μας προκάλεσε μια ενθαρρυντικά γενικευμένη πεποίθηση ότι οποιαδήποτε επανεκκίνηση δραστηριοτήτων δεν θα έπρεπε να γίνει με τους όρους του παρελθόντος, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να ορίζεται από αειφόρες πρακτικές, κάτι που, όπως είδαμε, ήταν επίσης ένα βασικό συστατικό των δηλωμένων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ακόμα και πριν από την πανδημία.
Όπως και με το προηγούμενο θέμα των συνόρων, αλλά αυτή τη φορά με αξιέπαινες προθέσεις, η κινητικότητα εντός του πολιτιστικού τομέα τέθηκε υπό αμφισβήτηση πριν από την πανδημία. Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί είχαν αρχίσει να σκέφτονται τρόπους περιορισμού ή αντιστάθμισης του αποτυπώματος άνθρακα στα φεστιβάλ ή στον κόσμο της τέχνης, ενώ μεγάλα μουσικά ονόματα είχαν ανακοινώσει νέες προσεγγίσεις για τις περιοδείες των τεράστιων σόου τους και μελέτες για τη διεθνοποίηση του πολιτιστικού έργου είχαν εξετάσει ενδελεχώς τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις. Σε συνομιλίες που είχα με πολλούς συναδέλφους από όλη την Ευρώπη κατά τους τελευταίους μήνες, έγινε σαφές ότι αυτό το στοιχείο, παρότι προϋπήρχε, στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης αναδείχθηκε σε κορυφαίο παράγοντα για τον προγραμματισμό μελλοντικών πρότζεκτ. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί ο τομέας στο συγκεκριμένο ζήτημα, αν και ήδη είναι εμφανείς δύο τάσεις: θα υπάρχουν όλο και λιγότερες περιοδείες και οι περισσότερες από αυτές θα είναι ως επί το πλείστον περιορισμένες τοπικά, ενθαρρύνοντας τη μετακίνηση μέσω τρένου. Η σχετική επίπτωση μοιάζει ολοφάνερη: η συγκέντρωση επαρκών πόρων, εκτενούς σιδηροδρομικής κάλυψης και γεωγραφικής εγγύτητας θα ενισχύσει μια κύρια ζώνη περιοδειών στην κεντρική και βορειοδυτική Ευρώπη και θα εδραιώσει μια περιφέρεια σε όλη την υπόλοιπη ήπειρο, που θα κληθεί να αναπτύξει τα δικά της περιφερειακά δίκτυα και, κατά συνέπεια, θα παραμείνει εκτός των περισσότερων προγραμματισμών περιοδειών. Παρότι το αποτύπωμα άνθρακα των περιοδειών είναι κάτι που σίγουρα πρέπει να αντιμετωπιστεί, ένα παράπλευρο αποτέλεσμα μπορεί να είναι ο περαιτέρω γεωγραφικός κατακερματισμός του πολιτιστικού τομέα και μια αύξηση στις ήδη υπάρχουσες ανισότητες. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, αν και αυτή είναι μια τάση που ενισχύθηκε στους πρώτους μήνες των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα συνεχίσει να ενδυναμώνεται ακόμα κι όταν η πανδημία τεθεί υπό πλήρη έλεγχο.
Σωματική απόσταση και καλλιτεχνικές φόρμες
Είναι δύσκολο, την περίοδο που γράφονται αυτές οι γραμμές, να προβλέψουμε πόσο καιρό θα διαρκέσουν άλλες άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας, και κυρίως η πολύ περίεργη και άβολη προσταγή της “κοινωνικής απόστασης”. Βεβαίως, μελέτες που έχουν διεξαχθεί στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης έχουν δείξει ότι οι συνθήκες συγχρωτισμού παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην απόφαση κάποιου για το αν θα επισκεφθεί έναν πολιτιστικό χώρο ή όχι. Πολλά θα εξαρτηθούν από την αλλαγή των κανονισμών με την πάροδο του χρόνου, για παράδειγμα όταν γίνουν διαθέσιμα τα εμβόλια, αλλά και από το πόσο έχουν επηρεαστεί οι στάσεις του κόσμου από την εμπειρία τους στην υποβολή των πιο ακραίων μέτρων βιοπολιτικού ελέγχου που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Η ανάγκη δημιουργίας και προγραμματισμού λιγότερο ακριβών παραγωγών ή εκθέσεων θα είναι ισχυρή, για όσο διάστημα οι κανονισμοί για τις σωματικές αποστάσεις στους χώρους παραστατικών τεχνών και στα μουσεία ή οι στάσεις του κοινού θα καθιστούν αδύνατη την παραγωγή επαρκών εσόδων από τις πωλήσεις των εισιτηρίων. Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι καλλιτέχνες και οι επιμελητές, θέτοντας ίσως σε δοκιμασία εδραιωμένες φόρμες και μέσα, αλλά επίσης και πώς οι οργανισμοί που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών θα εξελιχθούν εν μέσω της συρρίκνωσης καλλιτεχνικών μορφών και κοινού. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκε άνθιση στην ανάπτυξη μεγάλων πολιτιστικών υποδομών. Στις σημερινές συνθήκες, μεγάλο μέρος αυτών των υποδομών συνιστά παθητικό. Η πρόκληση δεν είναι ασφαλώς ίδια για τα μουσεία ή τις γκαλερί και για τα θέατρα, τις αίθουσες συναυλιών και τους μικρότερους χώρους παραστατικής καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρξει αναθεώρηση των επιχειρηματικών μοντέλων και των τρόπων που παρουσιάζεται η τέχνη. Ιστορικά, υπήρχε πάντα μια στενή σύνδεση μεταξύ κοινού, καλλιτεχνικών χώρων και καλλιτεχνικών μορφών και πιθανώς να διερχόμαστε μια στιγμή ριζικής αναπροσαρμογής αυτών των στοιχείων.
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Fast Forward Festival 4 / Gregor Schneider, “Invisible City” (φωτ. Σταύρος Πετρόπουλος).
Ανθεκτικότητα και κοινότητα
Πάνω απ’ όλα και σε πολύ πρακτικό επίπεδο, για τον πολιτιστικό τομέα και ολόκληρο το οικοσύστημα των καλλιτεχνών, εργαζομένων και προμηθευτών που εμπλέκονται σε αυτόν, αυτή η κρίση ήταν και εξακολουθεί να είναι ζήτημα επιβίωσης. Όπως είδαμε, η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη, αν και σε πολύ διαφορετικό βαθμό, έσπευσαν να διασφαλίσουν τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα των εργαζομένων και των οργανισμών, αλλά τα μέτρα αυτά είναι προσωρινά. Καθώς το ζήτημα της χρηματοδότησης, που ούτως ή άλλως ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα των περισσότερων οργανισμών και καλλιτεχνών, γίνεται ακόμα πιο επείγον (στο πλαίσιο μιας τρομακτικής παγκόσμιας οικονομικής προοπτικής), και ο αριθμός επισκεπτών ή θεατών αποκτά δευτερεύουσα σημασία στις νέες συνθήκες ως στοιχείο μέτρησης, οι χορηγοί (ιδιώτες ή δημόσιοι) θα απαιτούν διαφορετική επικύρωση της απήχησης της στήριξής τους. Και πάλι, εδώ δεν πρόκειται για μια νέα τάση. Τουλάχιστον για τα τελευταία 15 χρόνια, τα πρότζεκτ αξιολογούνται ολοένα και περισσότερο βάσει της συνεισφοράς τους σε πολιτικές, κοινωνικές / φιλανθρωπικές και αναπτυξιακές ατζέντες. Πιο πρόσφατα έχουν κερδίσει έδαφος ζητήματα ισότητας, συμπερίληψης και ποικιλότητας, υπογραμμίζοντας τη σημασία των στρατηγικών που εκπονούν οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί για να ανοιχτούν σε νέα κοινά. Η πανδημία είναι πολύ πιθανό να υπερτονίσει αυτές τις τάσεις. Πρώτα από όλα, οι αντιλήψεις για το τι είναι σημαντικότερο αγαθό στην κοινωνία παγιώνονται γύρω από τα ζητήματα της οικονομικής ασφάλειας, της υγείας και της περιβαλλοντικής ποιότητας. Με περιορισμένους προϋπολογισμούς και απέναντι σε μια ύφεση παγκόσμιων διαστάσεων και άγνωστης διάρκειας, παίρνει νέα τροπή η κατανομή των πόρων ανάμεσα στη διατήρηση της εργασιακής ασφάλειας, την ενίσχυση των υπηρεσιών υγείας ή τον πολιτιστικό τομέα. Ο περιορισμός στην κινητικότητα έχει ενισχύσει τον προβληματισμό γύρω από τις σχέσεις με τα τοπικά κοινά ως πρωταρχικό συστατικό της στρατηγικής των οργανισμών. Σε αυτό το συνολικό πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει επίσης το γεγονός ότι η κρίση πανδημία, παρά την υποτιθέμενη δράση της ως γενικευμένου ισοπεδωτή, στην πραγματικότητα είχε έναν αντίκτυπο στην κοινωνία που ενέτεινε σε μεγάλο βαθμό τις ταξικές και φυλετικές διακρίσεις. Καθώς γράφω αυτό το κείμενο, το κίνημα Black Lives Matter έχει ξεσπάσει στην παγκόσμια σκηνή με μια δύναμη που, όπως πιστεύω, έχει πολλαπλασιαστεί λόγω της πανδημίας, από την επιδείνωση της ανασφάλειας και την αμφισβήτηση εξουσιαστικών δομών που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της συνολικής ευθραυστότητας του συστήματος.
Σημαντικό έδαφος κερδίζει επίσης η ιδέα ότι η ανθεκτικότητα ενός οργανισμού συνδέεται ενδεχομένως με τη δύναμη της σχέσης του με την κοινότητά του, υπό μια ευρεία έννοια. Αυτό το συνολικό πλαίσιο θέτει μια πρόκληση στον πολιτιστικό τομέα. Το πώς θα αντιδράσει σε αυτήν θα είναι, κατά τη γνώμη μου, το καθοριστικό στοιχείο των επόμενων ετών. Πολλές από τις υποκείμενες ανησυχίες που αναδύθηκαν από την αναπροσαρμογή την οποία προκάλεσε η πανδημία τέμνονται με ανησυχίες του κόσμου της τέχνης: η επανεμφάνιση των εκκλήσεων για Καθολικό Βασικό Εισόδημα είναι συναφής με την εργασιακή επισφάλεια του τομέα, ενώ το επιτακτικό αίτημα να είναι η ανάκτηση συνεπής με την προστασία του περιβάλλοντος συμβαδίζει με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του κόσμου της τέχνης για την κλιματική κρίση. Η ανάγκη βαθύτερης εμπλοκής με τα τοπικά κοινά, το επιτακτικό αίτημα για ύπαρξη κοινωνικού αντικτύπου και η προοδευτική αντιμετώπιση των ανισοτήτων και των αποκλεισμών, τα περιορισμένα έσοδα και η περιορισμένη κινητικότητα (και οι συνεπακόλουθοι περιορισμοί στην κλίμακα, την πολυπλοκότητα και το κόστος των παραγωγών και των πρότζεκτ) ορίζουν ένα περιβάλλον που θα επηρεάσει σε βάθος τόσο τις καλλιτεχνικές όσο και τις θεσμικές επιλογές. Η χρηματοδότηση, απαραίτητη για όλους εκείνους που εργάζονται έξω από τους όρους της αγοράς, θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, αυξανόμενα διαθέσιμη προς εκείνους τους οργανισμούς και τους καλλιτέχνες που ασχολούνται με την έρευνα και την εκπαίδευση, με πολιτικές σχεδιασμένες έτσι ώστε να καταπιάνονται με κοινωνικά προβλήματα (είτε με αυθεντικό τρόπο είτε ευκαιριακά), καθώς επίσης και με τη βιομηχανία. Η ικανότητα των τεχνών να ανταποκριθούν σε ένα ευρύ φάσμα αναγκών και απαιτήσεων, από την παροχή ανατρεπτικής δημιουργικότητας στη βιομηχανία έως τη βοήθεια για την επίλυση των ουσιαστικών ζητημάτων της ανισότητας και των αποκλεισμών που απορρέει από μια συνολική οικονομική λογική, έχει υπάρξει θέμα μεγάλης συζήτησης εδώ και πολλά χρόνια.1 Το ζήτημα του αν ο τομέας θα περάσει από μια φάση εργαλειοποίησης ή αν οι εμπλεκόμενοι παράγοντες θα επινοήσουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν αυτά τα επιτακτικά αιτήματα και να διατηρήσουν τη στοχαστική, κριτική και αισθητικά πρωτοποριακή δύναμη του καλλιτεχνικού έργου έχει γίνει ακόμα περισσότερο πιεστικό καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η πανδημία.
Μετανάστευση στο διαδίκτυο
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους αντέδρασε ο πολιτιστικός τομέας στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τις πολιτικές για τον περιορισμό της πανδημίας, ήταν η μαζική μετακίνηση στο διαδίκτυο. Όπως επισήμανα και παραπάνω, στο επίπεδο σχεδιασμού της Ε.Ε., αλλά επίσης και για τους πολιτιστικούς οργανισμούς, αυτό δεν θεωρήθηκε μια προσωρινή λύση για όσο διάστημα οι τελευταίοι δεν μπορούν να υλοποιήσουν προγράμματα με φυσική παρουσία, αλλά είναι μια θεμελιώδης πολιτική. Σαφώς, οι επιπτώσεις αυτής της μετάβασης ποικίλλουν τρομακτικά στους διαφορετικούς τομείς του κόσμου του πολιτισμού. Ενώ τα μουσεία είναι πιο αισιόδοξα για την προοπτική διανομής online περιεχομένου ως εναλλακτική στις φυσικές επισκέψεις, οι παραστατικές τέχνες βλέπουν σε αυτή την προοπτική μια πολύ πιο ουσιαστική πρόκληση. Συνολικά, η αντίδραση του τομέα κινήθηκε στην κατεύθυνση κορεσμού του διαδικτύου με καλλιτεχνικό περιεχόμενο και webinars, αλλά είναι αμφίβολο εάν σε αυτό το στάδιο και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για μια κίνηση τακτικής ή απηχεί μια βαθύτερη στρατηγική προσέγγιση. Αυξάνεται επίσης η συνειδητοποίηση για ορισμένα σημαντικά προβλήματα που συνδέονται με το online περιεχόμενο.
Πολύ σύντομα, υπήρξε μια αναγνώριση ότι το ανέβασμα ήδη υπάρχοντος περιεχομένου δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη δημιουργία περιεχομένου για το ίντερνετ. Οι προκλήσεις για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος σχετίζονται ασφαλώς με το συνεπαγόμενο κόστος, αλλά και με την ύπαρξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων εντός των πολιτιστικών οργανισμών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η χρηματοδότηση διοχετεύεται σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά η δυνατότητα απορρόφησης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του τομέα να προσαρμόσει τους ανθρώπινους πόρους και τη ροή εργασιών του και από τη βούλησή του να επανακαθορίσει τα μέσα με τα οποία δημιουργεί περιεχόμενο. Αυτό είναι ένα άλλο και κρίσιμα σημαντικό πρόβλημα. Αν και τους τελευταίους μήνες υπήρξε παραγωγή online περιεχομένου σε εντυπωσιακό εύρος και ποικιλία, είναι αλήθεια ότι το αποκλειστικό μέσο διανομής του στο κοινό είναι μια οθόνη. Αν σκεφτεί κανείς τη σημασία που απέκτησαν στο πρόσφατο χρονικό διάστημα ο πειραματισμός με in situ πρότζεκτ, οι εμβυθιστικές τεχνολογίες, τα διαδραστικά περιβάλλοντα, τα συμμετοχικά έργα, οι μεγάλης διάρκειας περφόρμανς κλπ., ως μέσα δημιουργίας και εμπλοκής του κοινού, είναι σαφές ότι η online μετάβαση συνεπάγεται μια ριζική περιστολή των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων. Για να μην αναφέρουμε την απώλεια άμεσης επαφής κοινού και καλλιτεχνών, που είναι τόσο ουσιώδης για τις παραστατικές τέχνες.
Επιπλέον, παρότι το Ίντερνετ μπορεί να φαίνεται σαν ένας σχετικά ανεμπόδιστος χώρος, γνωρίζουμε ότι πόρρω απέχει από το να είναι πεδίο ανταγωνισμού με ίσους όρους. Για την ακρίβεια, όσο αυξάνει ο όγκος του διαθέσιμου περιεχομένου, τόσο μεγαλύτερη επένδυση απαιτείται για την προσέλκυση οποιασδήποτε προσοχής. Για τους μικρότερους πολιτιστικούς παίκτες, αυτό το κόστος είναι πολύ απλά απαγορευτικό και, μολονότι είναι εφικτή η σύνδεσή τους με ειδικά κοινά, το συγκεκριμένο μειονέκτημα θα μεγαλώσει την ψαλίδα ανάμεσα στους ευκατάστατους και τους οικονομικά ευάλωτους οργανισμούς, περίπου όπως θα συμβεί και με τις γεωγραφικές ζώνες στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Παρομοίως, αν και σε γενικές γραμμές αυξάνεται σε όλη την Ευρώπη η πρόσβαση σε ευρυζωνικές υπηρεσίες ίντερνετ, η τάση αυτή δεν είναι ομοιόμορφη, με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την κοινωνική τάξη, την ηλικία και τη γεωγραφική θέση. Εξάλλου, θα ήταν σημαντικό να κατανοήσουμε εάν το online περιεχόμενο καταφέρνει να προσελκύσει πιο ποικιλόμορφα κοινά ή αν απλώς αναπαράγει τα υπάρχοντα μοτίβα κοινού των οργανισμών. Βάσει μελετών που δείχνουν ότι πρωταρχικό εμπόδιο στην πολιτιστική συμμετοχή δεν είναι το κόστος ή η φυσική πρόσβαση, αλλά η αντιλαμβανόμενη εκπροσώπηση και συνάφεια (βλ. δύο σχετικές αναφορές εδώ και εδώ), μπορεί κανείς να διατηρεί αμφιβολίες για το αν αυτό από μόνο του θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ποικιλομορφία. Από την εμπειρία τους, πολλοί επαγγελματίες του πολιτιστικού τομέα γνωρίζουν ότι η προσέλκυση νέων κοινοτήτων απαιτεί τη φυσική παρουσία σε αυτές τις κοινότητες και, μάλιστα, με τρόπους που δημιουργούν συνδέσεις με βιώματα και ζητήματα που είναι σημαντικά για τους ανθρώπους αυτούς. Είναι μάλλον απίθανο λοιπόν να επιτευχθεί αυτό online και θα πρέπει να το έχουμε κατά νου εάν, όπως υποστηρίζω παραπάνω, η ενσωμάτωση στις κοινότητες αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ανθεκτικότητας ενός οργανισμού.
Επίσης, η ψηφιακή μετάβαση δεν αντικαθιστά κατά οποιονδήποτε προφανή τρόπο τις απώλειες εσόδων. Αν και ορισμένοι υψηλού κύρους πολιτιστικοί οργανισμοί προσφέρουν ήδη υπηρεσίες streaming με εισιτήριο, αυτοί αποτελούν μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα. Για τους περισσότερους, το διαδίκτυο αποτελούσε έναν τρόπο ανάδειξης του προφίλ και παροχής βοηθητικών υπηρεσιών που δημιουργούν πιστότητα, αλλά τα έσοδα έρχονταν από τις πωλήσεις εισιτηρίων, τα εστιατόρια και μπαρ που ενδεχομένως λειτουργούσαν και τα κιόσκια πώλησης αντικειμένων (merchandise). Πιστεύω επίσης ότι είναι αμφίβολο εάν από μόνα τους τα στατιστικά επισκεψιμότητας θα πείσουν τους χορηγούς: αποκαλύπτουν ελάχιστα για την πραγματική συμμετοχή του κοινού ή την απήχηση, ενώ η δημοφιλία (virality) ενός βίντεο έργου δεν λέει και πολλά από μόνη της για την ποιότητά του, αν και άλλες online υπηρεσίες όπως η παροχή πόρων ή εκπαιδευτικών προγραμμάτων θα μπορούσαν ίσως να είναι πιο πειστικές.
Έχοντας αναφέρει όλα τα παραπάνω, να πούμε ότι η τάση αυτή δεν θα υποχωρήσει στη μετά την Covid-19 εποχή. Όπως και οι άλλες τάσεις που εξετάσαμε νωρίτερα, η ψηφιακή μετάβαση δεν ξεκίνησε στην πανδημία, αλλά απλώς ενισχύθηκε λόγω του περιορισμού της φυσικής συμμετοχής σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Γενικά, έχει περαιτέρω ενισχύσει τη θέση των κύριων πλατφορμών διανομής περιεχομένου, έχει αυξήσει την εξάρτησή μας από αυτές (και τους όρους χρήσης τους) και έχει πολλαπλασιάσει τον όγκο των δεδομένων συμπεριφοράς που συγκεντρώνουν και εξαργυρώνουν. Αν και είναι άγνωστο σε πιο βαθμό οι εφαρμογές ανίχνευσης θα υιοθετηθούν στην προσπάθεια ελέγχου της εξάπλωσης του ιού αξίζει να σκεφτούμε ότι, στην περίπτωση χρήσης τους, θα διανέμονται από τις ίδιες μεγάλες πλατφόρμες και αυτό μπορεί μονάχα να ενισχύσει τις ανησυχίες σχετικά με την επιτήρηση και το προσωπικό απόρρητο.
Παίρνοντας τη θέση μας
Οι πολιτιστικοί οργανισμοί πρέπει, συνεπώς, να λάβουν υπόψη τι σημαίνει για αυτούς ο κεντρικός ρόλος των ψηφιακών μέσων και πώς μετασχηματίζει τον δικό τους ρόλο στη δημιουργία και τη διανομή περιεχομένου. Ο δικός μου ισχυρισμός είναι ότι χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τη θέση τους σε ένα τοπίο μέσων που ο Μανουέλ Κάστελς2 έχει περιγράψει ως οριζόμενο από μια σύγκλιση των οριζόντιων (χτισμένων σε περιεχόμενο που παράγουν οι χρήστες) και των κάθετων (παραδοσιακή ροή από μια κεντρική πηγή προς έναν χρήστη) δικτύων επικοινωνίας. Οι πολιτιστικοί οργανισμοί που διαθέτουν μια πλήρως επεξεργασμένη online στρατηγική κάνουν στην πραγματικότητα και αναμετάδοση περιεχομένου και συγκέντρωση περιεχομένου κάθε είδους που έχουν δημιουργήσει οι χρήστες. Παίρνουν θέση δίπλα στα παραδοσιακά ΜΜΕ εντός των δικτύων επικοινωνίας και δημιουργούν και επηρεάζουν το κοινό περίπου με τον ίδιο τρόπο, αν και χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές λόγου και περιεχομένου. Η κατανόηση ότι οι πολιτιστικοί οργανισμοί γίνονται ολοένα περισσότερο οργανισμοί ΜΜΕ έχει υπέρτατη σημασία, εάν θέλουμε να συλλάβουμε τρόπους με τους οποίους θα μπορέσουν να ξεδιπλώσουν τη δυναμική τους, ως κρίσιμοι παράγοντες εντός του δικτύου επικοινωνιών, και να δημιουργήσουν χώρους για την πρόκληση διαλόγων.
Είναι κρίσιμης σημασίας η επανεκτίμηση του τρόπου που μετασχηματίστηκε ο μη-κερδοσκοπικός πολιτιστικός τομέας στη διάρκεια της κρίσης και οι ρεαλιστικές εκτιμήσεις για το πώς οι διάφορες τάσεις που έθιξα θα συνεχίσουν να εξελίσσονται. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες και η μεγάλη εικόνα δεν πρέπει να επισκιάζεται από την επείγουσα ανάγκη να διασφαλιστεί η βραχυπρόθεσμη επιβίωση. Δίχως αμφιβολία, η πανδημία έχει αποκαλύψει την επισφάλεια του τομέα, αλλά οι θεραπείες για αυτήν που να έχουν διάρκεια στον χρόνο μπορούν μονάχα να αποδώσουν εάν είμαστε σε θέση να πείσουμε άλλους παράγοντες (το κράτος, χρηματοδότες, κοινά, κοινότητες) ότι είμαστε ουσιαστικοί κόμβοι στο κοινωνικό δίκτυο. Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να απαντήσουμε στις ανάγκες των κοινοτήτων (κι ανάμεσά τους, ασφαλώς, σε αυτές της καλλιτεχνικής κοινότητας) που έχουν αναδυθεί με τρομακτική ισχύ στη διάρκεια της τρέχουσας εμπειρίας μας, όπως για παράδειγμα με την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, την αντιμετώπιση της εργασιακής επισφάλειας ή την άρση των δομικών διακρίσεων –και να το κάνουμε αυτό αλλάζοντας και τις δικές μας πρακτικές επίσης. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι η δική μας ανθεκτικότητα βασίζεται στη συμβολή μας στην ανθεκτικότητα των κοινωνιών όπου ζούμε και την υποστήριξη των οποίων ζητάμε. Είναι ανάγκη να το κάνουμε αυτό, καθώς αντιμετωπίζουμε ριζικές αλλαγές στον τρόπο που δημιουργούμε και παρουσιάζουμε τέχνη και, ταυτόχρονα, αναζητούμε τρόπους για να μην αποδυναμωθεί αυτό το οποίο κάνει την τέχνη που προωθούμε ισχυρή –η ικανότητά της να επινοεί, να στοχάζεται, να προκαλεί, να εμπλέκει και να επανακαθορίζει ό,τι θεωρούμε δυνατό στη ζωή μας. Είναι ανάγκη να είμαστε σε εγρήγορση για τις νέες μορφές κοινωνικής, γεωγραφικής και οικονομικής περιθωριοποίησης και κατακερματισμού που ανέδειξε η πανδημία. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε σε βάθος ποια είναι η θέση μας στο ψηφιακό δίκτυο επικοινωνιών και να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμή μας ως οργανισμών ΜΜΕ για να ενισχύσουμε τις φωνές που ανοίγουν προοπτικές για έναν πιο δίκαιο κόσμο.
*Ο Χρήστος Καρράς είναι ανεξάρτητος ερευνητής και Εκτελεστικός Διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση
1. Βλ. για παράδειγμα: Eleonora Belfiore & Oliver Bennett, ‘Rethinking the Social Impacts of the Arts’ στο International Journal of Cultural Policy, 13(2): 135–51, 2007)
2. Βλ. Πρόλογο στο Manuel Castells, The Rise of the Network Society, 2η έκδ., με νέο πρόλογο, Chichester, West Sussex & Malden, MA: Wiley-Blackwell, 2010]
Πηγή: dianeosis.org