Ο αγροδιατροφικός τομέας παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης στον κόσμο, απασχολώντας το 40% του ενεργού πληθυσμού παγκοσμίως, παράγοντας σήμερα 250% περισσότερα τρόφιμα σε σχέση με το 1950, χρησιμοποιώντας, παράλληλα, 5% λιγότερους πόρους. Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, το 32% των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως, χάνονται ή πετιούνται.
Οι κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στον αγροδιατροφικό τομέα παγκοσμίως, και οι σημαντικές προκλήσεις που θα αναδυθούν τα επόμενα χρόνια, αποτέλεσαν το αντικείμενο της ομιλίας του κου Θάνου Μαύρου, Εταίρου, Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τμήματος Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών EY Ελλάδος και EY Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), στο πλαίσιο των εργασιών του πρώτου Olympia Forum, που διεξήχθη μεταξύ 18 και 20 Σεπτεμβρίου.
Όπως ανέφερε ο κος Μαύρος, μέχρι το 2050, ο τομέας θα πρέπει να τρέφει 50% περισσότερους ανθρώπους και να έχει αυξήσει την παραγωγή τροφίμων κατά 70%, ενώ η καλλιεργήσιμη γη θα έχει αυξηθεί κατά μόλις 10%. Μέχρι τότε, το 70% του πληθυσμού θα κατοικεί σε αστικές περιοχές, ενώ εκτιμάται ότι το 12% θα υποσιτίζεται.
Παράλληλα, οι διατροφικές συνήθειες μεταβάλλονται ραγδαία, καθώς οι καταναλωτές αναζητούν «τοπικά, αυθεντικά, ανιχνεύσιμα, διαφανή και ηθικά» τρόφιμα – τα λεγόμενα “LATTE” (local, authentic, traceable, transparent and ethical). Οι πωλήσεις των «καθαρών» αυτών τροφίμων, αναμένεται να φθάσουν τα 180 δισ. δολάρια ετησίως, μέχρι το 2050, ενώ η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση κρέατος θα αυξηθεί κατά 2,4 κιλά μέχρι το 2023. Συγχρόνως, οι καταναλωτές επιζητούν προσωποποιημένη διατροφή και ταχύτερη εξυπηρέτηση, με παράδοση – ει δυνατόν – στην πόρτα τους, και τη δυνατότητα να παραγγέλνουν από οπουδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και οποιαδήποτε στιγμή. Ως αποτέλεσμα των αλλαγών που παρατηρούνται στις καταναλωτικές συνήθειες, τα παραδοσιακά κανάλια μάρκετινγκ και πωλήσεων φαίνεται να χάνουν την αξία τους, καθώς οι επιχειρήσεις καλούνται, όλο και περισσότερο, να επικοινωνήσουν με τους καταναλωτές μέσω ψηφιακών καναλιών.
Το μεγάλο ερώτημα, τόνισε ο κος Μαύρος, είναι εάν ο αγροδιατροφικός τομέας είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις του αύριο. «Η απάντηση», πρόσθεσε, «βρίσκεται την τεχνολογία και τον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων του τομέα της διατροφής». Η τεχνολογία ήδη μεταβάλλει δραστικά το περιβάλλον και τις δυνατότητες του τομέα. Οι επενδύσεις στην τεχνολογία αναμένεται να εκτιναχθούν, από 5,2 δισ. δολάρια το 2016, στα 240 δισ. δολάρια το 2050. Προγράμματα λογισμικού, ψηφιακές εφαρμογές (apps) και drones, εξελίσσονται σε βασικούς συντελεστές της αγροτικής παραγωγής, παράλληλα με τους σπόρους, τα λιπάσματα και τον παραδοσιακό γεωργικό εξοπλισμό.
Στα επόμενα χρόνια, η ψηφιακή τεχνολογία θα μετασχηματίσει περαιτέρω όλη την αλυσίδα αξίας του τομέα – από την αγροτική παραγωγή, τη διαλογή και τη μεταποίηση, ως τη διάθεση των αγαθών και τις σχέσεις με τον καταναλωτή. Η χρήση αισθητήρων, του Internet of Things, της Τεχνητής Νοημοσύνης, των data analytics και του blockchain, σε όλες τις φάσεις της αγροτικής παραγωγής, παράλληλα με την εισαγωγή αυτόνομων οχημάτων και την εμφάνιση των έξυπνων εργοστασίων, θα αυξήσουν σημαντικά την παραγωγικότητα. Την ίδια ώρα, η πληθώρα των ψηφιακών δεδομένων θα βοηθήσουν στην πρόβλεψη και διάγνωση ασθενειών, στη μείωση και τη διαχείριση των κινδύνων, αλλά και την αυτοματοποίηση του μάρκετινγκ, των logistics και της εμπειρίας του καταναλωτή.
Παράλληλα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστούν στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της αγοράς. Η σταθεροποίηση της ζήτησης στις ανεπτυγμένες χώρες, θα υπερκαλυφθεί από τη ραγδαία αύξησή της στις αναδυόμενες οικονομίες. Για να ανταποκριθούν, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να βελτιστοποιήσουν το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων τους και να αναδιοργανώσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες.
«Η ψηφιακή επανάσταση μεταθέτει το κέντρο βάρους στον καταναλωτή, καθιστώντας τη στροφή στην καινοτομία, μονόδρομο», υπογράμμισε ο κος Μαύρος. Τέλος, για να αντιμετωπίσουν την αύξηση του εξωτερικού κόστους, οι εταιρείες θα πρέπει να επανεξετάσουν το λειτουργικό τους μοντέλο, δίνοντας έμφαση στην ευελιξία και την αποδοτικότητα, απλουστεύοντας διαδικασίες.
Καταλήγοντας, ο κος Μαύρος τόνισε: «Η πανδημία, μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε πώς απρόβλεπτα γεγονότα, όπως οι φυσικές καταστροφές, αλλά και εξελίξεις που γνωρίζουμε, όπως η κλιματική αλλαγή, μπορούν να επιτείνουν τις προκλήσεις. Για να ανταποκριθούμε, πρέπει να προχωρήσουμε στον εμπορικό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων και τη μετατροπή
του λειτουργικού τους μοντέλου, στην επανεφεύρεση της εφοδιαστικής αλυσίδας και στην εκτεταμένη υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας».
Πηγή: euractiv.gr